Μια υποβρύχια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, που συνέβη το 726 μ.Χ. και ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι πίστευε μέχρι σήμερα η επιστημονική κοινότητα, έφεραν στο φως έρευνες διεθνούς ωκεανογραφικής αποστολής. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Nature Geoscience».
Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην ωκεανογραφική ερευνητική αποστολή 398 στη Σαντορίνη, στο πλαίσιο του προγράμματος «International Ocean Discovery Program», με επικεφαλής τον Γιόνας Πράιν από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και τη συμμετοχή της αναπληρώτριας καθηγήτριας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ, Εύης Νομικού, πραγματοποίησαν για πρώτη φορά υποθαλάσσιες γεωτρήσεις σε βάθος μέχρι και 160 μέτρων μέσα στην καλδέρα της Σαντορίνης και ανακάλυψαν υποβρύχιες αποθέσεις ελαφρόπετρας που τοποθετούνται χρονικά το 726 μ.Χ. και συνάδουν με τις ιστορικές καταγραφές για μια υποβρύχια έκρηξη που συνέβη εκείνη την εποχή.
Αν και η έκρηξη αυτή ήταν γνωστή, θεωρούνταν πολύ μικρή μέχρι σήμερα. Όπως διαπίστωσε, όμως, η ερευνητική ομάδα, παρήγαγε τόσο μεγάλη ποσότητα ελαφρόπετρας που κάλυψε τη θάλασσα σε μια τεράστια περιοχή μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας, δηλαδή πάνω από 400 χιλιόμετρα μακριά. Η βίαιη αυτή έκρηξη πρέπει να συνέβη κυρίως κάτω από την επιφάνεια του νερού, καθώς δεν έχουν εντοπιστεί υπολείμματά της στην ξηρά. Ο όγκος αυτού του στρώματος τέφρας και πετρωμάτων μπορεί να είναι έως και 3,1 κυβικά χιλιόμετρα με εκτιμώμενο μέγεθος έκρηξης (VEI) πέντε.
Η Σαντορίνη είναι ενεργή εδώ και περίπου 650.000 χρόνια και ταξινομείται ως ένα πολυκυκλικό ηφαίστειο, με φάσεις ανανέωσης και επαναφόρτισης μέσω νέων ροών μάγματος με μικρές, αλλά συχνές εκρήξεις. Αυτό ακολουθείται από μια φάση συσσώρευσης με λίγες εκρήξεις κατά τη διάρκεια πολλών χιλιάδων ετών πριν από μια ισχυρή έκρηξη που προκαλεί κατάρρευση της καλδέρας, με την τελευταία να είναι η Μινωική έκρηξη που έγινε την Εποχή του Χαλκού, περίπου το 1.600 π.Χ. Έπειτα από αυτή την τεράστια έκρηξη, ένα καινούριο ηφαίστειο, η Καμένη, εμφανίστηκε στο κέντρο της καλδέρας και σήμερα οι κορυφές αυτού του κυρίως υποθαλάσσιου ηφαιστείου αποτελούν τα νησιά Νέα και Παλαιά Καμένη εντός της καλδέρας της Σαντορίνης.
Τα πρόσφατα ευρήματα της αποστολής 398, στην οποία συμμετέχουν 32 επιστήμονες από εννιά χώρες, αμφισβητούν την επικρατούσα γνώση των ηφαιστειακών φάσεων της Σαντορίνης. Καθώς το ηφαίστειο βρίσκεται σε μια τυπική φάση σχηματισμού λάβας (επαναφόρτισης) μετά την έκρηξη της Εποχής του Χαλκού, οι επιστήμονες θεωρούσαν μέχρι σήμερα ότι η φάση αυτή είναι ικανή να δώσει μικρές εκρήξεις. Ωστόσο, οι πρόσφατες υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και η ανακάλυψη ενός στρώματος ελαφρόπετρας πάχους 40 μέτρων δείχνουν ότι το ηφαίστειο ήταν ικανό όχι μόνο για μικρές εκρήξεις, αλλά και για μεγαλύτερες κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων του κύκλου της καλδέρας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η έκρηξη του 726 μ.Χ. ήταν 30 φορές μικρότερη από τη μινωική και «δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι μια τέτοια έκρηξη θα συμβεί ξανά στο εγγύς μέλλον», όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Νομικού. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι «η αλλαγή στην κατανόηση της συμπεριφοράς του ηφαιστείου της Σαντορίνης έχει σημαντικές επιπτώσεις για την εκτίμηση του ηφαιστειακού κινδύνου και πρέπει να ληφθεί υπόψη στις εκτιμήσεις και την αξιολόγηση της ηφαιστειακής επικινδυνότητας».
Όπως προσθέτει η ίδια, αυτά τα ευρήματα «δείχνουν επίσης ότι τα παγκόσμια αρχεία ηφαιστειακών εκρήξεων είναι σε μεγάλο βαθμό ελλιπή σε ό,τι αφορά τις εκρήξεις κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η αναγνώριση των δυνητικά επικίνδυνων εκρήξεων στα πρώτα στάδια του κύκλου κατασκευής της καλδέρας είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων στρατηγικών μείωσης του κινδύνου τόσο σε τοπικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο».