Η αποχώρηση της Βρετανίας «θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε από την πλευρά μας, πού μπορούν να βελτιωθούν ακόμη οι δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πρόσθεσε η Μέρκελ – Επιπλέον, αναφέρθηκε στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων, που απασχολεί τους ανθρώπους στην Ευρώπη.
«Θα επιστρέψουν σε καλή πορεία, δεν ανησυχώ καθόλου για την Βρετανία. Πρέπει να κοιτάξουμε πώς εμείς, για το δικό μας συμφέρον, θα συνεχίσουμε να έχουμε καλές σχέσεις με αυτή τη χώρα και κάθε μορφή αλαζονείας είναι απολύτως ανάρμοστη», δήλωσε η κυρία Μέρκελ νωρίτερα σήμερα από την Φρανκφούρτη και πρόσθεσε ότι το Brexit μπορεί να αποτελέσει σημαντικό κίνητρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης των «27».
Η αποχώρηση της Βρετανίας «θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε από την πλευρά μας, πού μπορούν να βελτιωθούν ακόμη οι δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πρόσθεσε η Μέρκελ και κάλεσε τους «27» να προχωρήσουν σε αυτοκριτική για την λειτουργία της ΕΕ. Η ίδια σημείωσε μάλιστα ότι ένα στοιχείο που ενοχλούσε την Βρετανία ήταν πάντα η γραφειοκρατία: «Η προστιθέμενη αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η μεγάλη της έκταση. Αλλά αν αυτό σημαίνει ότι πάντα θα χρειαζόμαστε δέκα χρόνια περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο για μια νομοθεσία, τότε το πλεονέκτημα της ΕΕ δεν θα διατηρηθεί», είπε χαρακτηριστικά.
«Να μην έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από την νομισματική πολιτική»
Για τον κίνδυνο υπερβολικής επιβάρυνσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προειδοποίησε σήμερα η Γερμανίδα καγκελάριος, αναφερόμενη στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων.
«Η πολιτική χαμηλών επιτοκίων απασχολεί τους ανθρώπους στην Ευρώπη, αλλά γίνεται αντιληπτή με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ολλανδία», δήλωσε η ‘Αγγελα Μέρκελ κατά την διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωσε στην Φρανκφούρτη η «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Το πολιτικό καθήκον που έχουμε, συνέχισε η καγκελάριος, είναι ασφαλώς να μην έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από την νομισματική πολιτική». Αυτό, κατέληξε, απαιτεί σωστές μεταρρυθμίσεις και κατάλληλη νομισματική πολιτική, ενώ οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα πρέπει να συγκλίνουν σε μια «περισσότερο ομοιογενή ανταγωνιστικότητα».