Κι αυτό, διότι για τον Ελληνικό Στρατό τα αρχικά ΠΑΟ έχουν εντελώς διαφορετική ερμηνεία και αποτελούν το ακρωνύμιο από τις λέξεις Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως, το οποίο για δεκαετίες ήταν το βασικό αντιαρματικό όπλο που διέθεταν οι ένοπλες δυνάμεις.
Τα μεγάλα μειονεκτήματα και στις δύο εκδόσεις του (μία χειρός, σε στυλ μπαζούκας, κι άλλη μία μεγαλύτερη) ήταν δύο. Το πρώτο ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν το όπλο για να «κρυώσει» μετά από κάθε χτύπημα και το δεύτερο σχετιζόταν με το γεγονός ότι το ΠΑΟ δεν «κλώτσαγε», όπως άλλωστε υποδηλώνει το όνομά του.
Μην βιαστείτε να πείτε πως το δεύτερο ήταν πλεονέκτημα και πως εδώ υπάρχει κάποιο λάθος… Η τεράστια ευκολία και άνεση που προσέφερε το γεγονός ότι το όπλο δεν οπισθοδρομούσε και δεν τραυμάτιζε τον χρήστη του ερχόταν με ένα μεγάλο κόστος. Όταν το βλήμα έφευγε, ταυτόχρονα εξαπολύοντας αέρια τεράστιας πίεσης στο πίσω μέρος, δημιουργώντας αυτό που ονομάζεται «κώνος αερίων». Μια περιοχή δεκάδων τετραγωνικών μέτρων, στην οποία όποιος βρεθεί κινδυνεύει να πεθάνει.
Κατά συνέπεια, κάθε στοιχείο ΠΑΟ κάνει μοναχική δουλειά και δεν μπορεί να ρίξει από οποιοδήποτε σημείο θέλει, ούτε μέσα από κτήρια, ορύγματα κλπ.
Με ένα τέτοιο όπλο. Με ένα ΠΑΟ που χρειάζεται ανοιχτό πεδίο για να ρίξει, που απαιτεί να περάσει χρόνος για να χρησιμοποιηθεί ξανά και που σε κάθε χτύπημα μαρτυρά την θέση του από την σκόνη που σηκώνεται στον κώνο αερίων, βρέθηκε στην Κύπρο ο Μανώλης Μπικάκης…
Ο Αττίλας 2 είχε εξαπολύσει την νέα, βάρβαρη επίθεσή του στην Μεγαλόνησο και ο νεαρός Κρητικός με ένα ΠΑΟ στα χέρια και τον συντοπίτη του, Μπιχανάκη, είχαν την εντολή να προστατέψουν έναν λόφο. Μπερδεμένοι κι οι δυο, ζαλισμένοι και αποπροσανατολισμένοι από το άγχος της μάχης και το περιβάλλον, χάνουν την μεταξύ τους επικοινωνία και ο Μπικάκης μένει μόνος του ενώ αντικρίζει απέναντί του 6 τουρκικά τεθωρακισμένα κι ένα τάγμα πεζικού να πλησιάζουν τον λόφο. Έχει μαζί του 8 βλήματα (βάρους 4.200 γραμμάρια το καθένα) και το αντιαρματικό που ζυγίζει σχεδόν 16 κιλά. Κάποιος άλλος στη θέση του ίσως τα παρατούσε όλα εκεί και θα έτρεχε να κρυφτεί. Ο 20χρονος λοκατζής από το Αμύγδαλο Ηρακλείου αποφάσισε διαφορετικά…
Ρίχνει κατά του πρώτου Μ48 και διαλύει το άρμα. Αλλάζει άμεσα θέση, καθώς έγινε αντιληπτός, και δύο λεπτά αργότερα στοχεύει ξανά. Πετυχαίνει τον στόχο του στο ντεπόζιτο καυσίμων. Η εικόνα του τυλιγμένου στις φλόγες τεθωρακισμένου σοκάρει και αποπροσανατολίζει τους Τούρκους. Νομίζουν ότι τους χτυπούν από τουλάχιστον δύο σημεία. Αυτό χαρίζει λίγο χρόνο παραπάνω στον Κρητικό. Όσο χρειαζόταν για να παγώσει λίγο ο σωλήνας και να σημαδέψει ξανά από άλλο σημείο.
Η ιστορία από εκεί και πέρα έχει διάφορες εκδοχές. Η αναφορά κάνει λόγο για τέσσερα κατεστραμμένα Μ48, κάποιοι λένε πως ο Μπικάκης διέλυσε και τα έξι με τις οβίδες που είχε στη διάθεσή του. Ένα… ποσοστό ευστοχίας εντυπωσιακό, ειδικά αν αναλογιστείς ότι δεν μιλάμε για μπασκετμπολίστα που… βαράει βολές, αλλά για ένα 20χρονο παιδί που τα έβαλε ολομόναχος με ένα τάγμα πεζικού κι έναν ουλαμό αρμάτων. Ούτε στα έργα δεν συμβαίνουν αυτά…
Όπως και πολλοί άλλοι αγωνιστές κατά την διάρκεια του δράματος στην Κύπρο, ο Μπικάκης δεν τιμήθηκε όπως θα έπρεπε από το ελληνικό κράτος. Μια ιστορία πιο πονεμένη κι από την ίδια την κυπριακή τραγωδία, θα μπορούσε να πει κάποιος καθ’ υπερβολή, ίσως.
Ο Μανώλης Μπικάκης πρόλαβε να εισπράξει την αγνωμοσύνη και την φοβία της Ελλάδας για άλλα 20 χρόνια. Όσα δηλαδή πρόλαβε να ζήσει, χωρίς να λάβει ποτέ έμπρακτη αναγνώριση για τον ηρωισμό που επέδειξε την ώρα που ένα καπρίτσιο της μοίρας του έκλεισε ραντεβού με την ιστορία. Σκοτώθηκε στα 40 του, καθώς οδηγούσε έξω από την Τρίπολη όπου εργαζόταν, με τελικό προορισμό την Κρήτη. Τροχαίο με νταλίκα. Άφησε πίσω του γυναίκα και δυο παιδιά. Ήταν ο τελευταίος Έλληνας ήρωας πολέμου…