Κύκλωμα… παντοπωλείο: Πουλούσε ναρκωτικά, διευθετούσαν δικαστικές εκκρεμότητες “πελατών” και διαχειρίζονταν χρυσά τάματα – Είχαν επαφές με άτομα από τον χώρο της Δικαιοσύνης, της Πολιτικής και της Εκκλησίας – Μέσω αυτών πωλούσαν “εξυπηρετήσεις” σε τρίτους – Πως έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας…
Στα τέλη του 2015, η Δίωξη Ναρκωτικών του ΣΔΟΕ πραγματοποίησε έφοδο σε εγκαταλελειμμένη κτηνοτροφική μονάδα στο Μαρτίνο Φθιώτιδας. Στο εσωτερικό της παλιάς εγκατάστασης, τα στελέχη της υπηρεσίας βρήκαν1.680 δενδρύλλια κάνναβης και εξοπλισμό για την υδροπονική καλλιέργεια του χασίς, όπως λαμπτήρες, ανεμιστήρες και ηλεκτρογεννήτριες. Της επιχείρησης στο Μαρτίνο είχε προηγηθεί πολύμηνη, μυστική έρευνα με επίκεντρο – αρχικά – 32χρονο υπήκοο Αλβανίας, γνωστό με το όνομα “Σωκράτης”.
Η παρακολούθηση του ξεκίνησε στις αρχές του 2015 και οδήγησε μια διετία αργότερα στην αποκάλυψη ενός διευρυμένου δικτύου διαφθοράς με “άκρες” στη Δικαιοσύνη, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους αλλά και στην Εκκλησία. Μέλη του φέρονται να εισέπρατταν αμοιβές χιλιάδων ευρώ για να διευθετούν δικαστικές εκκρεμότητες “πελατών” τους, ενώ έχουν συμμετοχή σε σοβαρές φορολογικές και τελωνειακές παραβάσεις, που αφορούν τη διαχείριση χρυσών ταμάτων από εμβληματικό, προσκυνηματικό χώρο.
Τα ευρήματα της πολύμηνης έρευνας περιγράφονται σε πολυσέλιδη αναφορά των επικεφαλής του τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών του ΣΔΟΕ που υπεβλήθη στα τέλη του 2016 στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας. Σήμερα, για την υπόθεση βρίσκονται σε εξέλιξη τέσσερις ξεχωριστές εισαγγελικές έρευνες, που αφορούν τις επιμέρους δράσεις του κυκλώματος. Πρόσφατα, μάλιστα, κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες ενώπιον του εισαγγελέα αξιωμάτουχοι που μετείχαν στην έρευνα.
Κεντρικό ρόλο στις δραστηριότητες του δικτύου φέρεται να είχε ένας42χρονος Έλληνας, τον οποίο οι συνεργάτες του προσφωνούσαν “πρόεδρο”. Την περίοδο της έρευνας έμενε σε πολυτελές διαμέρισμα στα νότια προάστια, γευμάτιζε καθημερινά σε ακριβά εστιατόρια και οδηγούσε τζιπ αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
Στη διάρκεια των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων αποκαλύφθηκε ότι διατηρούσαν επαφές με άτομα από τον χώρο της Δικαιοσύνης, της Πολιτικής και της Εκκλησίας χάρη στις οποίες “πουλούσαν” εξυπηρετήσεις σε τρίτους.
Οι ερευνητές του ΣΔΟΕ στο πόρισμά τους επισημαίνουν ότι ο αποκαλούμενος “Πρόεδρος” και οι συνεργάτες του, χάρη σε γνωριμίες και επαφές με τρεις τουλάχιστον δικαστικούς υπαλλήλους πιθανόν δε και με δικαστικούς λειτουργούς επηρέαζαν αποφάσεις δικαστηρίων, αποκτούσαν πρόσβαση σε δικαστικά έγγραφα, “εξαφάνιζαν” εντάλματα ή περιοριστικούς όρους εις βάρος κατηγορουμένων κ.ά.
Σε άλλες περιπτώσεις αποκαλύπτεται ότι ζήτησαν αμοιβή 10.000 ευρώ προκειμένου να εξαφανίσουν από φάκελο δικογραφίας βούλευμα για την άρση απορρήτου σε τηλέφωνο υπόπτου, άλλαξαν τα νούμερα στο πινάκιο για να αποφύγουν “σκληρές” συνθέσεις δικαστήριων και “έσβησαν” περιοριστικούς όρους εις βάρος κατηγορουμένων. “Βγήκε η σύνθεση για το δικαστήριο. Θα το πάμε τελευταίο νούμερο να πάρουμε αναβολή” ακούγονται να λένε σε μια από τις εκατοντάδες καταγεγραμμένες -από την ΕΥΠ- συνομιλίες τους οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση.
Οι παρεμβάσεις στις δικαστικές διαδικασίες γίνονταν με τη μεσολάβηση επίορκων δικαστικών υπαλλήλων. Κεντρικό ρόλο ανάμεσα σ’ αυτούς είχε εργαζόμενη στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων. Η “χοντρή” όπως την αποκαλούσαν ο “πρόεδρος” και τα υπόλοιπα μέλη του δικτύου, αμείβονταν άλλοτε σε μετρητά και άλλοτε σε είδος.
Σε μια περίπτωση, ενδεικτικά, ζήτησε και πήρε μια τσάντα Prada αξίας1.850 ευρώ, ενώ σε άλλη περίπτωση απαίτησε για τις υπηρεσίες της ένα ζευγάρι γυαλιά και μια κρέμα προσώπου αξίας 680 ευρώ.
Από την έρευνα του ΣΔΟΕ προέκυψε ότι ο “πρόεδρος” και οι συνεργάτες του ήταν αφανείς ιδιοκτήτες εταιρείας εμπορίας χρυσού, που είχε αναλάβει τη “διαχείριση” των ταμάτων από προσκυνηματικό χώρο. Τι ακριβώς έκαναν; Μετέφεραν τα χρυσά τάματα στην Τουρκία για λιώσιμο και καθαρισμό και στη συνέχεια απέδιδαν το χρυσάφι (σε πλάκες) στο εκκλησιαστικό ίδρυμα.