Την υπόθεση αποκάλυψαν αστυνομικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος που συνέλαβαν, εκτός από τους δύο αστυνομικούς (ένας από Θεσσαλονίκη κι ένας από Λαμία) και τρεις ιδιώτες, ενώ η δικογραφία περιλαμβάνει άλλα τέσσερα πρόσωπα.
Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, μέλη του κυκλώματος κατηγορούνται ότι αγόραζαν, μέσω ιστοσελίδων του Διαδικτύου, «χακαρισμένους» κωδικούς PIN από ΙΒΑΝ τραπεζικών λογαριασμών που ανήκαν σε ιδιώτες. Στη συνέχεια, με τους συγκεκριμένους κωδικούς προέβαιναν είτε οι ίδιοι είτε άλλα πρόσωπα σε διαδικτυακές αγορές ή πλήρωναν λογαριασμούς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, όπως για παράδειγμα ΔΕΗ, ακόμη και λογαριασμούς της Εφορίας.
Κατά τις ίδιες πηγές, το κύκλωμα εισέπραττε «μίζα» που κυμαινόταν από 30 έως 40% για κάθε διαδικτυακή συναλλαγή. Οι επωφελούμενοι, σύμφωνα με την δικογραφία, φαίνεται πως ξεπερνούν τους 100.
Η έρευνα της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ. ξεκίνησε στις αρχές του 2019 κατόπιν εγκλήσεων που υπέβαλαν ιδιώτες-θύματα αλλά και ένα τραπεζικό ίδρυμα.
Οι πέντε συλληφθέντες οδηγήθηκαν το μεσημέρι στον εισαγγελέα ποινικής δίωξης Θεσσαλονίκης που τους απήγγειλε κατά περίπτωση κατηγορίες για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, απάτη μέσω υπολογιστή από κοινού και κατ’ εξακολούθηση (οι δύο πράξεις σε βαθμό κακουργήματος), απάτη σε βαθμό πλημμελήματος, παράνομη πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα κ.ά.
Κατόπιν παραπέμφθηκαν να απολογηθούν σε ειδικό ανακριτή, απ’ όπου πήραν προθεσμία για να απολογηθούν την επόμενη εβδομάδα. Μέχρι τότε παραμένουν υπό κράτηση.
Πώς δρούσαν
Κατά την πολύμηνη αστυνομική έρευνα – προανάκριση που επακολούθησε, εξακριβώθηκε πλήρως η μεθοδολογία και ο τρόπος δράσης της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και οι τομείς δραστηριότητας των μελών αυτής.
Ηγετικό ρόλο στην εγκληματική οργάνωση είχε ιδιώτης ημεδαπός, ο οποίος φέρεται να αγόραζε, αρχικά μέσω διαδικτύου, υποκλαπέντα στοιχεία πιστωτικών και χρεωστικών καρτών και ακολούθως, μαζί με τα μέλη της οργάνωσης, προέβαιναν σε διαδικτυακές συναλλαγές, χρεώνοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων.
Ενδεικτικά οι συναλλαγές αφορούσαν:
- στην πληρωμή λογαριασμών οργανισμών κοινής ωφέλειας ή οφειλών προς το δημόσιο
- ατομικών ή άλλων προσώπων έναντι αντιτίμου
- σε έκδοση χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών, καθώς και φόρτιση αυτών μέσω διαδικτύου
- στη δημιουργία φόρτιση και χρήση ψηφιακών πορτοφολιών (wallets) και
- σε διαδικτυακές αγορές διαφόρων προϊόντων έτοιμου φαγητού και υγρών καυσίμων
Μάλιστα είχαν συστήσει δίκτυο «συνεργατών», οι οποίοι αφενός έκαναν χρήση των χρηματικών ποσών που αντλούνταν με την προαναφερθείσα διαδικασία (αγορές προϊόντων, πληρωμές οφειλών ιδίων, φόρτιση καρτών κ.λπ.) και αφετέρου εντόπιζαν «υποψήφιους» ιδιώτες, οι οποίοι επιθυμούσαν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους προς το δημόσιο ή εταιρείες κοινής ωφέλειας έναντι χαμηλότερου αντιτίμου.
Όσον αφορά στους λογαριασμούς (για οφειλές στο δημόσιο, Οργανισμούς κοινής ωφέλειας κ.λπ.) αφού αυτοί συλλέγονταν, αποστέλλονταν απευθείας ή μέσω μελών της οργάνωσης, στον αρχηγό αυτής, ο οποίος μεριμνούσε για την εξόφλησή τους και την επιστροφή του σχετικού αποδεικτικού πληρωμής.
Σημειώνεται ότι μετά από σχετική αλληλογραφία με αρμόδιες Υπηρεσίες και τραπεζικά ιδρύματα, προέκυψαν τα στοιχεία ταυτότητας περίπου (100) ατόμων, τα οποία φέρονται να εξόφλησαν οφειλές τους έναντι δημοσίου ή οργανισμών κοινής ωφέλειας, καταβάλλοντας στην εγκληματική οργάνωση μέρος μόνο των οφειλών αυτών.
Επιπλέον, μέλη της οργάνωσης παρείχαν ουσιαστική συνδρομή εκδίδοντας τραπεζικές κάρτες, επ’ ονόματί τους, στις οποίες κατέληγαν χρηματικά ποσά από την παράνομη δραστηριότητα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ