Οδός Καποδιστρίου. Μπροστά στην τράπεζα και τους βιαστικούς ανθρώπους που τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους, μια γιαγιά καθισμένη για ώρες στο σκαμνάκι της. Μαυροντυμένη. Με ένα πρόσωπο χαρακωμένο από τις ρυτίδες. Δείχνει μεγαλύτερη από την ηλικία της. Είναι 75 χρονών. Είναι η γιαγιά Μαρία που στήνει σχεδόν κάθε μέρα τον “πάγκο” με τη λιγοστή πραμάτεια της. Μερικά ματσάκια χαμομήλι, μια βρασιά άγρια χόρτα, τρεις χεριές μπιζέλια, δυο μαρουλάκια και μια μικρή σακούλα φρεσκοτριμένη ρίγανη. Αυτό όλο και όλο το εμπόρευμα. Την ώρα που την πλησιάζω, δίνει οδηγίες σε μια κυρία πως να καλομαγειρέψει τα χόρτα της…
Μέρες τώρα, φτάνοντας στο στέκι της, κοιτάζω να δω αν είναι εκεί. Μετά τις γιαγιάδες με τα τερλίκια και τις ζοχιές, που κατέληξαν σεσημασμένες και με τσακισμένη την αξιοπρέπεια τους, κατηγορούμενες για τις ελληνικές αρχές και υπόλογες στην ελληνική δικαιοσύνη, έχω την έγνοια της. Και εκείνη ξέρει ότι μπορεί να έχει την ίδια τύχη. Άραγε τι είναι αυτό που είναι πιο δυνατό από το φόβο των αρχών και παραμένει εκεί, μπροστά στο ιδιότυπο “μαγαζάκι” της;
Ο θάνατος κορίτσι μου. Ο θάνατος…
“Αν σου πω την ιστορία μου θα δακρύσεις και δεν το θέλω. Κοίτα να χαμογελάς και να χαίρεσαι κάθε στιγμή με τους δικούς σου ανθρώπους. Είναι σπουδαίο να τους έχεις. Έρχομαι εδώ γιατί δεν με χωράει το σπίτι μου. Όπου και να κοιτάξεις βλέπεις φωτογραφίες πεθαμένων. Είναι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Όλα στα χώμα” μου λέει. Και κάπως έτσι, ξεκινάει η ιστορία της.
Το άγριο πρόσωπο της μοίρας
Η γιαγιά Μαρία γυρίζει το χρόνο πίσω. Θυμάται τον πρώτο της γιο. Μόλις 16 χρονών τότε. Ένας λεβέντης με θέληση για ζωή, με όνειρα. Όνειρα που κόπηκαν βίαια όταν το παιδί καταπλακώθηκε από τρακτέρ στις Βαρδάτες.
“Ράγισε η καρδιά μου. Ξέρεις τι είναι για μια μάνα να θάβει το παιδί της; Ποτέ να μην το μάθεις”. Τα χρόνια περνούν. Η καρδιά της γιαγιάς Μαρίας όχι μόνο δεν ξανακολά αλλά σπάει σε χίλια κομμάτια όταν ο βίαιος θάνατος της ξαναχτυπά την πόρτα. Παραμονή της πρωτομαγιάς του 1999. Στα Καμένα Βούρλα η τροχαία σταματά για έλεγχο ένα βυτιοφόρο που μεταφέρει προπάνιο. Οι άνδρες της τροχαίας δεν φαντάζονται τι πρόκειται να ακολουθήσει. Στα επόμενα λεπτά, ένα βανάκι πέφτει πάνω στο βυτιοφόρο. Παίρνει φωτιά. Ακολουθεί έκρηξη. Σαν να σκάει βόμβα. Πέντε νεκροί. Ο ένας είναι ο γιος της γιαγιάς Μαρίας. Ο Κώστας. Επάγγελμα οδηγός. Ετών 42. Αφήνει πίσω του ένα αγοράκι μόλις εννέα ετών. Τον Γιώργο.
“Έλιωσαν τα πάντα. Δεν βρήκαμε τίποτα” λέει η γιαγιά Μαρία. Και η τραγωδία δεν έχει τέλος…
Της ξαναχτυπά την πόρτα το Δεκέμβρη του 2017, όταν ο γιος του Κώστα, ο Γιώργος, 27 χρονών πλέον, στρατιωτικός, κάνει βόλτα με την καινούρια του μηχανή. Λίγο έξω από τη Λαμία, ο οδηγός ενός ΙΧ επιχειρεί αναστροφή. Ο Γιώργος δεν προλαβαίνει να αντιδράσει. “Καρφώνεται” με τη μηχανή του στο αυτοκίνητο και εκεί κόβεται το νήμα της ζωής τους. Η γιαγιά Μαρία, δεν αντέχει άλλο. Λίγες μέρες μετά την κηδεία του εγγονού της, πηγαίνει να του ανάψει το καντήλι και εκεί πάνω στο μνήμα του, τη βρίσκουν μισοπεθαμένη. Έχει πιει φυτοφάρμακο για να δώσει τέλος στη ζωή της. Και στο μαρτύριο…
Οι γιατροί την κρατάνε στη ζωή. Μα η ζωή παραμένει σκληρή μαζί της. Χάνει μια εγγονή και πάλι σε τροχαίο και πρόσφατα τον άντρα της κόρης της.
“Θα λείψω λίγο. Την Τρίτη, μετά το μνημόσυνο του γαμπρού μου θα ξανάρθω εδώ στο δρόμο, θα έχω κόψει χαμομήλι, να έρθεις να πάρεις” λέει η γιαγιά Μαρία, “πάρε και λίγα χόρτα που μάζεψα, δεν θέλω λεφτά. Να βγαίνω έξω από το σπίτι θέλω, να μην πεθαίνω και ξαναπεθαίνω κάθε φορά που το μάτι μου πέφτει στους τοίχους που είναι γεμάτοι από τις φωτογραφίες των παιδιών μου και των εγγονιών μου.”
Αυτή είναι η γιαγιά της Καποδιστρίου. Η μαυροντυμένη Μαρία. Η γυναίκα που προσπερνάς κάθε φορά βιαστικά. Και αν για το κράτος είναι “παρεμπόριο” για τον Μπρεχτ είναι η «Μάνα κουράγιο» και για μας, η «Γιαγιά κουράγιο».
Την γνωρισα τον Δεκεμβριο του 2017 οταν πηγα να ενοικιασω το σπιτι που ειχε η γιαγια με τον αειμνηστο εγγονο της Γιωργο (τοτε ζουσε ο Γιωργος) αλλα τελικα δεν ταιριαξε και ετσι δεν πηγα να μεινω εκει.Ισως να ηταν καλυτερα ετσι ισως να μην αντεχα τετοιο πονο που επακολουθησε με τον θανατο του εγγονου της.Εγω που την γνωρισα ειδα μια πολυβασανισμενη και καταταλαιπωρημενη γιαγιουλα που ειχε χτυπηθει απο την μοιρα με θανατικο σε πολλα μελη της οικογενειας της με αποκορυφωμα τον θανατο του εγγονου της που υπεραγαπουσε,τι μππορει να πει κανεις αλλο , κουραγιο, ειναι μια λεξη που ειναι ευκολη στο να προφερεται αλλα παρα πολυ δυσκολη στην πραξη.Ο θεος μαζι της.
Κ την εγγονή της έχασε σε τροχαίο 2003 είχε το όνομα τ γιου της κ σκοτώθηκαν σ ίδια ακριβώς ηλικία.
ΣΥΜΦΩΝΩ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΗ ΠΑΝ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΡΚΕΤΩΝ. ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΔΥΟ ΑΡΑΔΕΣ[ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ] ΓΙΑ ΝΑ ΑΙΣΘΝΟΜΑΣΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ. ΤΟ ΤΙ ΓΡΑΨΑΜΕ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ!
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΘΕΣΤΑΤΗ ΓΙΑΓΙΑ,ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΛΙΓΟΙ ΜΟΝΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΝ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΤΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ,ΜΑΤΣΟ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΟΥΝ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥΣ. ΑΥΤΟΙ ΙΣΩΣ ΔΙΟΡΙΣΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΝ,ΕΝΩ Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ. ΝΤΡΟΠΗ,ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ!!
Κουράγιο καλή μας γυναίκα. Μπράβο Λίλιαν.
Λίλιαν,γράφεις μια ιστορία για τη μοναξιά και τους αιχμαλωτίζεις γιατί όλοι έχουν εμπειρία πάνω σ’ αυτήν. Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. Κουράγιο κυρία Μαρία.
Το να είσαι μέσα στον κόσμο, τι ενόχληση! Το να μην είσαι, τι δράμα! Όταν μένουμε μόνοι για πολύ καιρό, γεμίζουμε τον κενό χώρο με φαντάσματα. Σαν σώμα ο καθένας είναι μόνος, σαν ψυχή ποτέ.
Η ζωή δεν είναι ένα θέαμα ή μια γιορτή. Είναι ένα βάσανο.
Ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της Ζωής!
Κώστας Βάρναλης
Αυτοί που είναι δυστυχισμένοι έχουν μόνο μια ανάγκη σ’ αυτόν τον κόσμο: ανθρώπους που θα τους δώσουν την αμέριστη προσοχή τους και τη συμπάθειά τους. Μέρες Πασχαλινές που έρχονται ας είμαστε κοντά στη γυναίκα αυτή,με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας.
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.Κουράγιο γιαγιά.