«Βλέπαμε τα ασθενοφόρα να έρχονται ουρλιάζοντας με αναμμένους φάρους. Έφευγαν σιωπηλά και σκοτεινά. Καταλαβαίναμε ότι μεταφέρουν νεκρούς. Ίσως εκείνα τα παιδιά που λίγα λεπτά νωρίτερα γελούσαν με όλη τους την ψυχή. Ράγιζαν οι καρδιές μας…»
Η κ. Μένυα Καπέρδου, Λαμιώτισσα που ταξίδευε με τη μοιραία αμαξοστοιχία, μιλάει στο lamianow.gr και περιγράφει πώς έζησε την ανείπωτη τραγωδία λεπτό προς λεπτό και μας την περιγράφει με δάκρια στα μάτια και ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ «καρφωμένο» στις σκέψεις της.
Αρκετές ώρες μετά παραμένει σε κατάσταση σοκ. Προσπαθεί να μιλήσει για τον εφιάλτη που έζησε και τα λόγια της πότε χρωματίζονται από θυμό, πότε από απογοήτευση, πότε από θρήνο…
«Εφτασα στον σταθμό Λιανοκλαδίου με ένα εισιτήριο που έβγαλε η κόρη μου την τελευταία στιγμή. Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι. Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη να δω το παιδί μου, είναι στρατιωτικός και λίγο αδιάθετη. Ήθελα να τη δω…
Γύρω μου παρέες παιδιών. Χαρούμενα αγόρια και κορίτσια… Από την αρχή του ταξιδιού κάτι δεν πήγαινε καλά. Το τρένο πήγαινε με χαμηλότερη ταχύτητα από ότι συνήθως, οι υπάλληλοι δέχονταν συνεχώς παράπονα από τους επιβάτες για τις καθυστερήσεις. Και οι ίδιοι ήταν ανήσυχοι. Κάποια στιγμή η αμαξοστοιχία ανέπτυξε ταχύτητα, σταμάτησαν οι διαμαρτυρίες, όλοι πιστέψαμε ότι στη συνέχεια όλα θα πάνε καλά και θα φτάσουμε στους προορισμούς μας.
Σηκώθηκα να ξεμουδιάσω, πήγα ως το βαγόνι που λειτουργεί το καφέ, μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία μου παρατηρούσα τις παρέες, φοιτητές οι περισσότεροι, νιάτα, παρά την ταλαιπωρία το διασκέδαζαν…
Επέστρεψα στη θέση μου και λίγα λεπτά αργότερα έγινε το κακό. Εκεί πίσω δεν καταλάβαμε με τη μία τι είχε συμβεί. Μέχρι που νιώσαμε κάτι σαν σεισμό και άρχισαν πράγματα και αποσκευές να φεύγουν από παντού, άνθρωποι να πέφτουν και ύστερα ουρλιαχτά…
Ένα χάος. Είδα ανθρώπους με αίματα και άλλους πεσμένους κάτω. Και όταν καταφέραμε να βγούμε από το βαγόνι δεν πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε. Τα μπροστινά βαγόνια φλέγονταν. Στις φλόγες και το βαγόνι 2 εκεί που πριν λίγο γελούσαν παιδιά. Έλιωναν από τη φωτιά μεταλλικά κομμάτια. Μπορούσαμε να φανταστούμε ποια φρίκη συνέβαινε εκεί μέσα. Εκεί καταλάβαμε ότι ζούμε μια μεγάλη τραγωδία.
Και ύστερα άρχισαν να έρχονται με τις σειρήνες και τους φάρους αναμμένους αστυνομικά και ασθενοφόρα. Το ένα πίσω από το άλλο. Και όταν έφευγαν σιωπηλά καταλαβαίναμε ότι μεταφέρουν τελικά νεκρούς, ότι ο θάνατος ήταν παντού γύρω μας.
Στη συνέχεια ήρθαν αστυνομικοί, μας ζήτησαν τα στοιχεία μας και τα κατέγραψαν. Μας έβαλαν σε λεωφορείο και μας μετέφεραν στο σταθμό. Εκεί μας κατέγραψαν ξανά…
‘Ημουνα από τους τυχερούς που κατάφερα να γυρίσω ζωντανή στο σπίτι μου αλλά το μυαλό μου έμεινε εκεί στα συντρίμια και στους ανθρώπους που χάθηκαν σε μια στιγμή….”
“Θέλω να πω κάτι για τα παιδιά, αυτή η νεολαία που κάποιες φορές κατηγορούμε για πολλά. Όμως μπροστά στην τραγωδία στάθηκαν με θάρρος και αυτοθυσία. Χάρη σε αυτά τα παιδιά πολλοί από εμάς μπορέσαμε να βγούμε από τα βαγόνια, να βρούμε τα πράγματα μας, να βρούμε τα τηλέφωνα μας που είχαν σκορπίσει παντού. Να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας…
Δεν το χωράει το μυαλό μου πως κάποια άλλα παλικάρια και κοπέλες που τα περίμεναν οι μανάδες και οι πατεράδες, τα αγόρια ή τα κορίτσια τους, έφυγαν έτσι από τη ζωή. Μέσα σε ένα τρένο που ξαφνικά έγινε μαύρη τρύπα και κατάπιε τόσες ζωές. Ποιος έχει την ευθύνη; Τι θα πουν σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που αντί για τις αγκαλιές που περίμεναν θα παραλάβουν νεκρά παιδιά; Τι θα τους εξηγήσουν; Τι θα απολογηθούν;
Να τα γράψετε αυτά. Και όχι μόνο να τα γράψετε. Να τα φωνάξετε δυνατά, να φτάσουν οι φωνές εκεί που πρέπει. Τόσος θάνατος γιατί; Τόσες αθώες ψυχές άδικα; Και για τη νεολαία να γράψετε, για τα 16χρονα και τα 18χρονα που στάθηκαν σαν μικροί ήρωες βοηθώντας κόσμο ανάμεσα σε κομμένες λαμαρίνες, λιωμένα μέταλλα και αίμα παντού…»