Η Γιορτή της Μητέρας, την οποία γιορτάζουμε σήμερα, Κυριακή 8 Μαΐου 2016, έχει ήδη εδώ και δύο χρόνια κλείσει έναν αιώνα. Η ιστορία που κρύβεται πίσω από την ημέρα της μητέρας, είναι πολύ διαφορετική από ότι θα περίμενε κανείς.
Η μέρα με τις πιο μελαγχολικές ρίζες
Η Γιορτή της Μητέρας θεωρείται ένας καλός λόγος για εκδηλώσεις ειλικρίνειας για την αγάπη και την εκτίμηση που τρέφουμε προς το πρόσωπο που μας έφερε στη ζωή. Η συγκεκριμένη ημέρα ωστόσο σύμφωνα με το National Geographic, έχει πιο μελαγχολικές ρίζες.
Η Ημέρα της Μητέρας, ξεκίνησε ως ημέρα μνήμης και πένθους των γυναικών που είχαν χάσει τα παιδιά τους, και γενναίους στρατιώτες στον πόλεμο, υπενθυμίζοντας ότι ο αγώνας μέχρι την ειρήνη είναι μακρύς. Όταν η επέτειος άρχισε να εμπορευματοποιείται, η μεγαλύτερη υποστηρίκτρια της ιδέας, Anna Jarvis εναντιώθηκε με όλα τα μέσα, καταλήγοντας να πεθάνει μόνη και χωρίς χρήματα σε ένα σανατόριο.
Η ιστορία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850, όταν με διοργανώτρια την μητέρα της Anna, μια εθελοντική ομάδα γυναικών από τη δυτική Βιρτζίνια πρωτοστατούσε για την καλυτέρευση των συνθηκών υγιεινής, την προσπάθεια μείωσης της παιδικής θνησιμότητας και τον περιορισμό μόλυνσης του γάλακτος, σύμφωνα με την ιστορικό του Wesleyan College, Katharine Antolini. Μέλημα των γυναικών ήταν παράλληλα η φροντίδα των τραυματισμένων στρατιωτών και από τα δύο μέτωπα του αμερικανικού εμφυλίου, (1861- 1865).
Η Άννα Τζάρβις
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο, η Jarvis και οι υπόλοιπες γυναίκες οργάνωναν πικνίκ “Φιλίας” και πραγματοποιούσαν συμβολικές εκδηλώσεις με σκοπό την ενεργό πολιτική δράση του γυναικείου πληθυσμού για την προώθηση της ειρήνης και τη συμφιλίωση των δύο πλευρών. Με στόχο ακριβώς έναν ενεργό πολιτικό ρόλο από την πλευρά των γυναικών, πέρα από τη μητέρα της Anna που είχε συνθέσει “Ύμνο μάχης για τη Δημοκρατία” και είχε συντάξει τη Διακήρυξη για τη Γιορτή της Μητέρας, η συγκεκριμένη ημέρα καθιερώθηκε κυρίως, από την κόρη της, Anna.Η ίδια οργάνωσε τον πρώτο εορτασμό της Μέρας της Μητέρας το 1908 καθώς είχε επηρεαστεί έντονα από τον θάνατο της μητέρας της το 1905.
Στις 10 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, είχαν προγραμματιστεί εκδηλώσεις στον τόπο όπου είχε γεννηθεί η Jarvis, στο Grafton της δυτικής Βιρτζίνια. Μια εκκλησία μάλιστα ανάμεσα στα μέρη που έγιναν οι εκδηλώσεις, τώρα έχει μετονομαστεί σε Διεθνή Βωμό της Ημέρας της Γυναίκας. Μέσω των προσπαθειών της Jarvis, η Ημέρα της Μητέρας άρχισε να γιορτάζεται σε περισσότερες πόλεις μέχρι που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Woodrow Wilson το 1914 καθιέρωσε ως επίσημη ημέρα την δεύτερη Κυριακή του Μάη.
Ο διαφορετικός εορτασμός της Ημέρας της Μητέρας
Όπως είχε σημειώσει χαρακτηριστικά η Wesleyan Antolini από τη δυτική Βιρτζίνια, “Για την Jarvis ήταν η μέρα που θα καθόσουν σπίτι για να περάσεις χρόνο με τη μητέρα σου και να την ευχαριστήσεις για όλα όσα είχε κάνει για σένα”. Ενώ όπως η ίδια προσθέτει, “Δεν ήταν μια γιορτή για όλες τις μαμάδες. Ήταν για την καλύτερη μαμά που είχες την τιμή να γνωρίσεις στη ζωή σου,τη δική σου μαμά δηλαδή, είτε ως γιος είτε ως κόρη”. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Jarvis επέμενε για τον ενικό αριθμό της γιορτής, “Mother’s Day” και όχι για τον πληθυντικό, “Mothers’ Day”. Η επιτυχής έκβαση της γιορτής, ωστόσο, που είχε ξεκινήσει από την Jarvis, σύντομα μετατράπηκε σε αποτυχία για την ίδια.
Δώρα, γλυκά, λουλούδια, κάρτες αρχίζουν να τροποποιούν τον χαρακτήρα της γιορτής, αποδίδοντάς του μια ανεπιθύμητη διάσταση. Η Jarvis αποφασίζει να λάβει δράση για να επιστρέψει την Ημέρα της Μητέρας στις αρχικές της ρίζες, αφιερώνοντας ένα σημαντικό μέρος από την κληρονομιά της. Με συνεχόμενες διαμαρτυρίες ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου εμπόρων ζαχαροπλαστικής στη Φιλαδέλφεια, η Anna δεν σταματά να μάχεται μέχρι τις αρχές του 1940 όπου και πεθαίνει μόνη και απένταρη, σε σανατόριο της Φιλαδέλφεια.
Η ίδια θα μπορούσε να έχει επωφεληθεί από την ταυτότητα που δόθηκε αργότερα στην ημέρα αλλά προτίμησε να αποστασιοποιηθεί από το πνεύμα του καταναλωτισμού. Στη Γιορτή της Μητέρας υπολογίζεται ότι ανταλλάσσονται 133 εκατομμύρια κάρτες ενώ σύμφωνα με την Εθνική Ομοσπονδία Λιανικού Εμπορίου, οι συνολικές δαπάνες αναμένεται να φτάσουν για μια ακόμη χρονιά, τα 19.9 δισεκατομμύρια δολάρια.