Πυροβολισμοί, δύο Τουρκοκύπριοι νεκροί και η συνέχεια περισσότερο αιματηρή, περισσότερο τραγική, περισσότερο σκοτεινή. Αν πιάσουμε το νήμα από την 21η Δεκεμβρίου 1963 και ακολουθήσουμε την ροή των γεγονότων, θα φτάσουμε στο σήμερα με την ιστορία να έχει πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις. Η ερμηνεία μπορεί να διαφέρει, αλλά τα γεγονότα δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αν και δεν έλειψαν οι προσπάθειες απόκρυψης, παραποίησης, στρέβλωσης ή ακόμα και ακύρωσης της μνήμης. Πολλά από αυτά που άρχισαν να καταγράφονται τον Δεκέμβρη του 1963, διχάζουν μέχρι τώρα και άλλα έγιναν μέρος της καθημερινότητας της Μεγαλονήσου, η οποία εκλαμβάνεται από πολλούς πλέον ως μια «φυσιολογική» κατάσταση, με τη σιωπηρή αποδοχή πως «έτσι έχουν τα πράγματα και τι να κάνουμε;».
Βεβαίως, δεν λείπουν και οι θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν «αόρατες» δυνάμεις να έχουν στήσει αυτό το σκηνικό διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, τρία μόνο χρόνια μετά τη δημιουργία της. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε καμία «αόρατη δύναμη». Υπήρξε η ανετοιμότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων να ζήσουν σε ένα κοινό κράτος, χωρίς την υψηλή προστασία και καθοδήγηση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τη βρώμικη δουλειά ανέλαβαν να κάνουν (και την έκαναν) οι ένοπλες παρακρατικές ομάδες, τα μέλη των οποίων ακόμα και σήμερα, στις ελεύθερες και τις κατεχόμενες περιοχές, τυγχάνουν τιμών, για την ηρωική δράση τους.
Ο Ζεκί και η Τζεμαλιέ
Ξημερώματα 21ης Δεκεμβρίου 1963, στη περιοχή Τακτακαλά στη Λευκωσία, η αστυνομία σταματάει για έλεγχο ένα Volkswagen, στο οποίο επιβαίνουν Τουρκοκύπριοι. Μεταξύ των Τουρκοκυπρίων και ο 25χρονος οδηγός ταξί Ζεκί Χαλίλ, οποίος ήταν μέλος της ΤΜΤ (τρομοκρατική τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση) και αρνείται να δώσει τα στοιχεία του σε Ελληνοκύπριους. Ζητάει να κληθούν Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί και η λογομαχία εξελίσσεται σε σύγκρουση. Η φασαρία, αν και η ώρα ήταν προχωρημένη (2:00 τα ξημερώματα) αναστάτωσε την περιοχή και άρχισαν να μαζεύονται αρκετοί Τουρκοκύπριοι. Ένας εκ των Ελληνοκυπρίων αστυνομικών, θεωρώντας ότι απειλείται, έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε τον Ζεκί Χαλίλ, ο οποίος έπεσε νεκρός στο δρόμο.
Η 35χρονη Τουρκοκύπρια ιερόδουλη, Τζεμαλιέ Εμιραλί ή Σαλιχέ Χασάν, βρέθηκε στην περιοχή και μάλλον όχι τυχαία. Εκεί κοντά βρισκόταν το σπίτι της, στη τουρκοκυπριακή συνοικία και φαίνεται να διατηρούσε σχέση με τον Ζεκί Χαλίλ. Κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν ότι επιχείρησε να τον υπερασπιστεί και δέχθηκε και η ίδια πυροβολισμούς από τους Ελληνοκύπριους αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά, για να εκπνεύσει λίγες ώρες αργότερα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Η Τζεμαλιέ, θα μπορούσε ίσως να ζήσει, αν το ασθενοφόρο που την παρέλαβε κατάφερνε να φτάσει πιο γρήγορα στην οδό Ερμού, η οποία είχε αποκλειστεί από κόσμο. Κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν πως μετά τον τραυματισμό της, μεταφέρθηκε αρκετά μέτρα μακριά από το σημείο που πυροβολήθηκε, ώστε να μην συνδεθεί το όνομα της με αυτό του Ζεκί Χαλίλ, αφού η σχέση του με μια ιερόδουλη θα στιγμάτιζε τη μνήμη του. καθώς ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η Τζεμαλιέ αφέθηκε να πεθάνει, ενώ «δολοφονήθηκε» και μετά θάνατο, αφού η τουρκοκυπριακή ηγεσία αποφεύγει την αναφορά στην ίδια, λόγω της ιδιότητας της. Ακόμα και στο τάφο της, έχει αναγραφεί άλλη ημερομηνία από αυτή του θανάτου της και φέρεται να σκοτώθηκε στις 19 και όχι στις 21 Δεκεμβρίου 1963.
Η «τάξη» στην οδό Ερμού αποκαταστάθηκε μέχρι το επόμενο μεσημέρι, με την άφιξη αστυνομικής δύναμης από τον αστυνομικό σταθμό της Πύλης Πάφου, με επικεφαλής τον τότε Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας Μιχαλάκη Παντελίδη. Μετά το πρώτο επεισόδιο, άρχισαν σποραδικές συγκρούσεις σε διάφορα σημεία της επαρχίας Λευκωσίας, ενώ σε μια περίπτωση ένα αυτοκίνητο πέρασε από την οδό Ερμού και οι επιβάτες έριξαν πυροβολισμούς κατά των Ελληνοκυπρίων αστυνομικών, τραυματίζοντας έναν εξ αυτών. Εικάζεται πως στο αυτοκίνητο το οποίο εντοπίστηκε αργότερα επέβαιναν και Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί. Το φυτίλι είχε ανάψει και η κατάρρευση του κράτους είχε ήδη ξεκινήσει.
Μύριζε μπαρούτι
Πριν το επεισόδιο στην οδό Ερμού την 21η Δεκεμβρίου 1963, η ατμόσφαιρα μύριζε στη κυριολεξία μπαρούτι. Τον Μάρτιο του 1962 είχαν σημειωθεί εκρήξεις σε δύο τεμένη στη Λευκωσία. Άγνωστοι, είχαν τοποθετήσει βόμβες στα τεμένη Ομεριέ και Μπαϊρακτάρη, προκαλώντας υλικές ζημιές αλλά και την οργή των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι απέδωσαν τις εκρήξεις στη δράση παραστρατιωτικών ελληνοκυπριακών ομάδων. Από την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά και το επίσημο κράτος, είχε αποδώσει τις εκρήξεις σε τουρκοκυπριακή προβοκάτσια. Στον απόηχο των εκρήξεων δολοφονούνται οι Τουρκοκύπριοι δημοσιογράφοι Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν, οι οποίοι φέρονται να γνώριζαν ποιοι είχαν τοποθετήσει τις βόμβες στα δύο τεμένη και σκόπευαν να τους αποκαλύψουν στην εφημερίδα «Τζουμχουριέτ». Οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας, που ουσιαστικά διοικούσαν την τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ, δολοφόνησαν τους δύο δημοσιογράφους και έτσι ουδέποτε αποκαλύφθηκε η αλήθεια.
Το ήδη τεταμένο κλίμα, ήρθε τον Αύγουστο του 1963, να δυναμιτίσει και η πρόταση του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, για αλλαγή 13 σημείων του Συντάγματος του 1960.
Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, αντέδρασαν και η νηνεμία πριν τη καταιγίδα διήρκεσε μέχρι τις 3 του Δεκέμβρη, όταν άγνωστοι επιχείρησαν να ανατινάξουν τον αδριάντα του ήρωα της ΕΟΚΑ, Μάρκου Δράκου, στη Λευκωσία κοντά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλλας. Η βομβιστική επίθεση είχε αποδοθεί επίσης σε προβοκάτσια, -αυτή τη φορά ελληνοκυπριακή – από την οργάνωση «Ακρίτας» με επικεφαλής τον τότε υπουργό εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη.
«Πράσινη» διχοτόμηση
Τα γεγονότα της 21ης Δεκεμβρίου οδήγησαν σε έναν απίστευτο κύκλο βίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με έντονη δράση ένοπλων ομάδων και από τις δύο πλευρές.
Οι συγκρούσεις είχαν πάρει ανεξέλεγκτη πορεία, ενώ καταγράφηκαν και σφαγές αμάχων, οι οποίες μέχρι σήμερα στιγματίζουν την ελληνοκυπριακή πλευρά και προβάλλονται ως άλλοθι από τη Τουρκία, για τα όσα επακολούθησαν μέχρι και τον Ιούλιο του 1974.
Συνολικά τις μέρες εκείνες σκοτώθηκαν 364 Τουρκοκύπριοι και 174 Ελληνοκύπριοι. Με εντολές της Τουρκίας και υπό τη πίεση της ΤΜΤ, οι Τουρκοκύπριοι αποσύρθηκαν από όλες τις δομές του κράτους, μεταξύ αυτών και οι βουλευτές, δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί κλπ. Επίσης Τουρκοκύπριοι περιορίστηκαν σε θύλακες, στους οποίους δεν επιτρεπόταν η είσοδος Ελληνοκυπρίων. Πολλοί εξ αυτών εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά και τις περιουσίες τους.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1963, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα – Τουρκία – Βρετανία) έκαναν κοινή δήλωση για κατάπαυση του πυρός, αλλά η κατάσταση ήταν δύσκολο να ελεγχθεί. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η Βρετανία ανέλαβε ρόλο ειρηνευτή λαμβάνοντας θέσεις με στρατιώτες της, μεταξύ των αντιμαχομένων. Η συμφωνία που επετεύχθη υπεγράφη από τον Πρόεδρο Μακάριο και τον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ και τον Γλαύκο Κληρίδη και τον Ραούφ Ντενκτάς ως εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων. Την υπογραφή του έβαλε και ο Βρετανός υπουργός αποικιακών υποθέσεων, Ντάνκαν Σάντις.
Η γραμμή που χαράκτηκε στον χάρτη με πράσινο χρώμα από τον Βρετανό υποστράτηγο Πήτερ Γιανγκ, ήταν αυτή που καθόρισε το μέλλον της Λευκωσίας, με την «πράσινη γραμμή» να μοιράζει μέχρι σήμερα τη πρωτεύουσα. Από τότε ο ΟΗΕ διατηρεί ειρηνευτική δύναμη στη Κύπρο, επιτηρώντας την περιοχή.Τα υπόλοιπα είναι πλέον γνωστά. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι πώς τελειώνει αυτή η ιστορία που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 1963.
protothema.gr