Στον δεύτερο χειρότερο συνδυασμό –μετά το ενδεχόμενο μη συμφωνίας– καταλήγουν, όπως όλα δείχνουν, οι διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση: Το ΔΝΤ επικράτησε στο θέμα των μέτρων, εξασφαλίζοντας το 2% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020, αλλά όχι και στο θέμα του χρέους. Εκεί η Γερμανία φαίνεται πως επιβάλλει τελικά τους δικούς της περιορισμούς, για μια λύση χωρίς «αριθμούς», καθώς και με απαιτήσεις από την Ελλάδα για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, πιθανότατα για μια πενταετία.
Το θέμα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να κυριαρχήσουν την ερχόμενη εβδομάδα στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, στις 21-23 Απριλίου. Από ελληνικής πλευράς, στην αμερικανική πρωτεύουσα αναμένεται να μεταβούν ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, καθώς και ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ Στέλιος Παπαδόπουλος. Ωστόσο, οι πρωταγωνιστές της παρασκηνιακής διαπραγμάτευσης θα είναι άλλοι, κυρίως η επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ και ο Γερμανός υπουργός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Η κ. Λαγκάρντ ζήτησε, σε δηλώσεις της τη Μ. Τετάρτη, στις Βρυξέλλες, συγκεκριμένα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, προκειμένου να αποφασίσει το Ταμείο τη συμμετοχή του. Φρόντισε, όμως, να προσθέσει ότι το «εύρος» των μέτρων μπορεί να καθοριστεί το 2018, αφήνοντας έτσι σαφή περιθώρια ευελιξίας στο Eurogroup, το οποίο αναμένεται να πάρει τις σχετικές αποφάσεις, πιθανότατα στις 22 Μαΐου.
Ναι μεν, αλλά…
Οικονομικοί παράγοντες στην Αθήνα που παρακολουθούν στενά τις διαπραγματεύσεις θεωρούν, βέβαιο, ότι οι αποφάσεις του Eurogroup θα είναι μεν ένα βήμα παραπέρα από τις αποφάσεις του Μαΐου του 2016 (όταν κατεγράφησαν τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, αλλά χωρίς δεσμεύσεις για τα τελευταία δύο), αλλά δεν θα φτάσουν στο σημείο να ποσοτικοποιήσουν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα. «Θα δοθεί λύση στο χρέος, αλλά όχι με νούμερα», εκτιμά στέλεχος που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις.
Ειδικότερα, στην Ουάσιγκτον, την ερχόμενη εβδομάδα το ίδιο στέλεχος εκτιμά πως οι δύο πλευρές θα βολιδοσκοπήσουν μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κάθε μία, σε μια προσπάθεια εξειδίκευσης των μέτρων. Σύμφωνα με πληροφορίες, σε αντιστάθμιση της μη ποσοτικοποίησης των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, το ΔΝΤ διεκδικεί να χρησιμοποιηθεί η επιστροφή των SMPs και ΑNFAs (πρόκειται για τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, τα οποία περιλαμβάνονται στο πακέτο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους) ως εγγύηση για το νέο δικό του δάνειο, εφόσον επιστρέψει στο πρόγραμμα. Εναλλακτικά, έχει συζητηθεί να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό μέρος από το υπόλοιπο του δανείου του τρίτου μνημονίου, που προοριζόταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και δεν χρησιμοποιήθηκε τελικά.
Το καλό απ’ όλη αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη είναι ότι η λύση που ετοιμάζεται έχει στόχο να επιτρέψει στο ΔΝΤ να επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και στην ΕΚΤ να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Οπως σημειώνει πηγή με γνώση των διαπραγματεύσεων, η αναμενόμενη απόφαση του Eurogroup «θα είναι μια δέσμευση με νομικό περιεχόμενο, ότι θα γίνει μείωση του χρέους, ούτως ώστε η ΕΚΤ να βάλει τα ελληνικά ομόλογα στο QE και το ΔΝΤ να συμμετάσχει».
Μια τέτοια απόφαση είναι η μόνη ελπίδα για να μπορέσει να βγει στις αγορές το ελληνικό δημόσιο. Διαφορετικά, χωρίς QE και χωρίς ποσοτικοποίηση της ελάφρυνσης του χρέους, οι συνθήκες θα ήταν απαγορευτικές, καθώς η αγορά δεν θα εμπιστευόταν το ελληνικό Δημόσιο.
Ακόμη κι έτσι, πάντως, θεωρείται δεδομένο ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να μπορεί να αναχρηματοδοτεί τις ανάγκες της. Ενα «δίχτυ» που θα συνοδεύεται, ασφαλώς, από στενή επιτήρηση. Είναι πιθανό, όμως, να χρειαστεί και κάτι παραπάνω, γι’ αυτό και πολλοί μιλούν για 4ο μνημόνιο. Εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλά, το Δημόσιο σχεδιάζει να βγει από φέτος στις αγορές, με μία έκδοση των 2 δισ. ευρώ ή/και με άλλη μία, με την οποία φιλοδοξεί να ανταλλάξει ομόλογο 4,5 δισ. ευρώ που λήγει το 2019. Το 2019 είναι η δύσκολη χρονιά, με δανειακές ανάγκες στα 13,6 δισ. ευρώ, χωρίς τα έντοκα γραμμάτια (έναντι 9,6 δισ. φέτος και 4,6 δισ. το 2018).
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Η γερμανική απροθυμία για συγκεκριμενοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους πάει μαζί με την εμμονή για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, 3,5% του ΑΕΠ, για πολλά χρόνια. Αν και φαίνεται πως έχει εγκαταλειφθεί η αρχική απαίτηση της Γερμανίας για 10ετή διάρκεια, η συνεννόηση που έγινε στο περιθώριο του Eurogroup της Μάλτας μιλάει για 5ετή διάρκεια. Ο κ. Σόιμπλε θέλει να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα πληρώνει τις υποχρεώσεις της με δικά της πλεονάσματα, σε μεγάλο βαθμό. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι η χώρα θα βρίσκεται σε αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικής λιτότητας έως το 2022. Ετσι, είναι τουλάχιστον παράδοξο να εξακολουθεί να υποστηρίζει η κ. Λαγκάρντ, όπως έκανε την περασμένη Τετάρτη, ότι «το ΔΝΤ δεν ζητάει πρόσθετη λιτότητα», ενώ ταυτόχρονα συναινεί στα ασφυκτικά πρωτογενή πλεονάσματα, που στερούν περιθώρια ανάπτυξης της οικονομίας. Στην κυβέρνηση ελπίζουν ακόμη σε έναν πιθανό μετριασμό του στόχου, έστω στα 4 χρόνια. Θα είναι πιθανώς ένα από τα θέματα που θα συζητηθούν και με τους θεσμούς, οι οποίοι αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα στις 24 Αυγούστου. Οπως μεταφέρουν πηγές των θεσμών, ο σχεδιασμός προβλέπει παραμονή τους στην Αθήνα για μία εβδομάδα περίπου και στη συνέχεια, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία, ψήφιση των μέτρων. Η σειρά, τονίζουν, είναι σαφής: Πρώτα συμφωνία και μετά συζήτηση για το χρέος.
Πηγή: kathimerini.gr