Απορρίπτουν δύο στους τρεις Γερμανοί (65%) το χρονοδιάγραμμα το οποίο ανακοίνωσε ο προχθές (6.11.2024) ο Καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς για τις πρόωρες εκλογές, ενώ ένας στους τρεις (34%) θα ψηφίσουν τους αντιπάλους τους, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) στις κάλπες, όποτε και αν αυτές γίνουν, σύμφωνα με χθεσινή (7.11.2024) δημοσκόπηση του ARD.
‘Όσον αφορά το κυβερνών SPD, θα κέρδισε 16%, οι Πράσινοι 12%, οι Φιλελεύθεροι 5% και η συμμαχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ 6%, ενώ το ακροδεξιό ΑfD θα ελάμβανε 18%. Αν επαληθευθούν στις ερχόμενες εθνικές εκλογές τα αποτελέσματα αυτά, τότε θα είναι δυνατή μία συμμαχική κυβέρνηση στη Γερμανία το 2025 μεταξύ CDU και SPD – με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να τον παίζει φυσικά το CDU του Φρίντριχ Μερτς (Friedrich Merz), πιθανόν με ή χωρίς συμμετοχή των Πρασίνων.
Υπενθυμίζεται πως ο Καγκελάριος Σολτς (SPD) ανακοίνωσε το βράδυ της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου ότι σκοπεύει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην γερμανική Βουλή (Bundestag) στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Αν το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό, θα ήταν ρεαλιστικές οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές τον Μάρτιο του 2025, αλλά η αντιπολίτευση έχει ζητήσει από τον Σολτς να ζητήσει άμεσα ψήφο εμπιστοσύνης, ώστε να διεξαχθούν νέες εκλογές το Μάρτιο του 2025 αντί για το Σεπτέμβριο.
Ο Σολτς είχε δικαιολογήσει το χρονοδιάγραμμά του λέγοντας ότι ήθελε να περάσει σημαντικούς νόμους μέχρι το τέλος του έτους και είχε ζητήσει από το CDU – CSU να συνεργαστεί. Ο ηγέτης του CDU, Φρίντριχ Μερτς (Friedrich Merz), από την άλλη πλευρά, επισήμανε ότι ο Ομοσπονδιακός Καγκελάριος είχε ακόμη 21 ημέρες μετά την ψήφο εμπιστοσύνης για να διαλύσει τη Bundestag. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κοινοβουλευτική ομάδα CDU – CSU θα εξέταζε ποια νομοθετικά σχέδια θα μπορούσε ακόμη να βοηθήσει να περάσουν.
Πυκνώνουν τα σύννεφα στην οικονομία
Παράλληλα, σήμερα (8.11.2024) ήλθαν νέα κακά μαντάτα από τον σκληρό πυρήνα της γερμανικής οικονομίας, την αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς τον Οκτώβριο σημειώθηκε παραπέρα μείωση του κλίματος για τον εν λόγω κλάδο.
Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του Ifo για την αυτοκινητοβιομηχανία μειώθηκε στις -27,7 μονάδες τον Οκτώβριο, από -23,4 μονάδες τον Σεπτέμβριο.
«Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία φαίνεται να επηρεάζεται όλο και περισσότερο από τον εντεινόμενο ανταγωνισμό, ιδίως από χώρες εκτός Ευρώπης. Η κρίση στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία συνεχίζεται», αναφέρει η εμπειρογνώμονας του ifo για τη βιομηχανία Anita Wölfl.
Σημειώνεται πως οι μετρήσεις αυτές αφορούν τον Οκτώβριο του 2024, δηλαδή χρονικό διάστημα, πριν τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών (6.11.2024) που ανέδειξαν νικητή τον Τραμπ και έφεραν καθίζηση των μετοχών των κολοσσών της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας λόγω του φόβου των δασμών που έχει προαναγγείλει ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός. Συνεπώς κάθε άλλο παρά θα πρέπει να αποκλείεται παραπέρα μείωση του δείκτη επιχειρηματικού κλίματος για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία το Νοέμβριο, κάτι που θα δημοσιοποιηθεί αρχές του επόμενου μήνα.
Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος του ινστιτούτου ZEW (Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών), Άχιμ Βάμπαχ (Achim Wambach) δηλώνει πως «τα προβλήματα της Γερμανίας είναι πολύ μεγάλα για να ανεχτούμε πολιτική ακινησία. Η κυβέρνηση έθεσε ως στόχο την εναρμόνιση του μετασχηματισμού προς την κλιματική ουδετερότητα με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική ασφάλεια – την κοινωνικο-οικολογική οικονομία της αγοράς. Δεν έχει ανταποκριθεί σε αυτόν τον ισχυρισμό. Η οικονομία έχει μείνει στάσιμη και οι επενδύσεις δεν έχουν υλοποιηθεί.
Το δύσκολο αυτό έργο επιδεινώθηκε από τις γεωοικονομικές εντάσεις: πόλεμοι στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, καθώς και οικονομικά επιζήμιες παρεμβάσεις μέσω δασμών και εθνικών πολιτικών επιδοτήσεων. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ επιδείνωσε τα προβλήματα αυτά. Η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για την ασφάλειά της και θα πρέπει να υπολογίζει σε αυξημένους δασμούς. Η πολιτική για το κλίμα δέχεται επίσης πιέσεις, εάν η οικονομία των ΗΠΑ αναπτυχθεί υπό τον Τραμπ και οι εκπομπές μειωθούν ελάχιστα, ενώ η οικονομία της Ευρώπης παραμένει στάσιμη.
Τα προβλήματα δεν θα λυθούν με τη διάλυση του συνασπισμού. Δεν αρκεί επίσης να περιοριστούν τα προβλήματα στη συμμόρφωση με το φρένο χρέους. Το φρένο χρέους είναι το έναυσμα για τη ρήξη του συνασπισμού, όχι η αιτία.
Η Γερμανία χρειάζεται γρήγορα μια κυβέρνηση ικανή να δράσει που περιορίζει την κλιματική πολιτική στον αποτελεσματικό πυρήνα της. Μια κυβέρνηση που ξεκινά ένα επενδυτικό πρόγραμμα υποδομών που κινητοποιεί επίσης ιδιωτικό κεφάλαιο και, μαζί με ευρωπαίους εταίρους, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της οικονομικής ανθεκτικότητας και ασφάλειας της Ευρώπης χωρίς να διακινδυνεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», καταλήγει ο Βάμπαχ.
ethnos.gr