Το Κωσταλέξι, το χωριό που έγινε συνώνυμο της εγκατάλειψης και ζει με το στίγμα της απανθρωπιάς εδώ και 42 χρόνια, ψάχνει ακόμη μια (μερική έστω) δικαίωση για το ανάθεμα που έπεσε πάνω του με αφορμή την υπόθεση της Ελένης Καρυώτη που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Στις 7 Νοεμβρίου του 1978 η αστυνομία βρίσκει την 47χρονη γυναίκα σε ημιάγρια κατάσταση. Γυμνή, ανίκανη να αρθρώσει λόγο και φοβισμένη, στο υπόγειο (όπως έγραφαν οι εφημερίδες) του σπιτιού της οικογένειας. Οι αποκαλύψεις που ακολουθούν δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ενοχή των συγγενών της και τη συνενοχή όλων των υπόλοιπων.
Εν συντομία η ιστορία -έτσι όπως αποτυπώνεται από τις εφημερίδες της εποχής- έχει ως εξής. Το κορίτσι την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ερωτεύεται έναν ΕΛΑΣίτη. Κατά άλλη εκδοχή τον κομμουνιστή δάσκαλο. Οι γονείς όμως είναι βασιλόφρονες κι αντιτίθενται σε αυτή τη σχέση. Ο πατέρας τότε αποφασίζει να την τιμωρήσει στερώντας της κάθε ελευθερία. Μετά από 29 χρόνια εγκλεισμού σε ένα ανήλιο και βρώμικο υπόγειο, εκείνη χάνει τα λογικά της. Μια ιστορία αγάπης που κατέληξε στο απόλυτο δράμα και μετέτρεψε το Κωσταλέξι στη δική της επίγεια κόλαση, μόνο και μόνο επειδή αγάπησε. Το… δραματικό ρομάντσο και οι λεπτομέρειές του που βγαίνουν στην επιφάνεια συγκινούν και προκαλούν το ενδιαφέρον του κόσμου, που αγοράζει εφημερίδες για να μαθαίνει τη συνέχεια. Όπως σήμερα θα στεκόταν να παρακολουθήσει το επόμενο επεισόδιο ενός σίριαλ.
Η ιστορία της έγκλειστης Ελένης έχει συνεπάρει το έθνος, που δεν αργεί να δείξει με το δάχτυλο ως υπεύθυνους για την κατάστασή της τόσο το στενό οικογενειακό περιβάλλον που της συμπεριφέρθηκε σαν ζώο, όσο και τη μικρή κοινωνία του χωριού για την ένοχη σιωπή του.
Ανάλογη είναι και η προσέγγιση των αρχών. Άμεσα η δικαιοσύνη κινεί τις διαδικασίες και απαγγέλει κατηγορίες στα αδέλφια της. Όταν γίνεται η προσαγωγή τους στη Λαμία, συγκεντρωμένο πλήθος απειλεί να τους λυντσάρει. Μια κοινωνία, συνεπαρμένη από τη μυθιστορηματικού τύπου εξιστόρηση, διψά για αυτοδικία και εκδίκηση. Την ίδια ώρα το Κωσταλέξι μετατρέπεται σε ατραξιόν. Δεκάδες τηλεοπτικά συνεργεία από την Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά και… τουρίστες, επισκέπτονται τον τόπο στον οποίο μαρτύρησε για τον έρωτά της η Καρυώτη.
Εκείνη έχει μεταφερθεί στην Αθήνα, παρακολουθείται από ψυχιάτρους και σταδιακά δείχνει σημάδια βελτίωσης της υγείας της. Παράλληλα προσαρμόζεται και σε έναν κόσμο από τον οποίο ήταν για χρόνια απούσα. Δεν θυμίζει πια αγρίμι και μπορεί να επικοινωνεί σε ικανοποιητικό βαθμό με τους υπόλοιπους. Το συμπέρασμα είναι πως πάσχει από ψυχική νόσο που προκλήθηκε από τον πολυετή εγκλεισμό της κάτω από άθλιες συνθήκες. Ακόμη κι έτσι, απίστευτο πώς, κάποια στιγμή σχεδόν όλα τα φύλλα της εποχής φιλοξενούν ακόμη και συνεντεύξεις της. Ένα μήνα πριν το μόνο που ήταν σε θέση να κάνει ήταν να γρυλίζει…
Η «άλλη αλήθεια»
Ωστόσο η τηλεοπτική εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» μετά από πολλά χρόνια έρχεται να δώσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στα γεγονότα. Ορισμένες από τις ανατριχιαστικές «αποκαλύψεις» αποδεικνύονται υπερβολές (στην καλύτερη περίπτωση) ή απλά κατασκευασμένα μυθεύματα ευφάνταστων και διψασμένων για δόξα δημοσιογράφων. Σύμφωνα με την «άλλη αλήθεια», στη δεκαετία του ’40 και με αφορμή τις φρικαλεότητες του εμφυλίου πολέμου των οποίων έγινε και η ίδια μάρτυρας, εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ψυχοπάθειας. Ο πατέρας της θα την πάει στο μόνο γιατρό που ξέρει. Σε έναν παθολόγο στη Λαμία. Εκείνος σηκώνει τα χέρια ψηλά και τους παραπέμπει σε ψυχίατρο ο οποίος με τη σειρά του καταλαβαίνει πως η περίπτωσή της είναι πέρα από τις δυνάμεις του.
Το Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί μοιάζει η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Εκεί βρίσκει καταφύγιο η Ελένη. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε πως μιλάμε για την Ελλάδα του ’50. Ακόμη και ο όρος «ψυχική υγεία» είναι περίπου άγνωστος. Η κοπέλα τοποθετείται στην πτέρυγα των ψυχωσικών και -αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς- οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι οι συνθήκες των (ο Θεός να τις κάνει) «μονάδων» δεν διέφεραν πολύ από εκείνες του εγκλεισμού της στο Κωσταλέξι. Ο πατέρας αποφασίζει να την πάρει πίσω μαζί του και από τότε η ζωή της οικογένειας αλλάζει για πάντα. Με ένα μέλος της να κουβαλά το στίγμα της ψυχικής νόσου, έρχεται για όλους η απομόνωση και τελικά η απόλυτη παραίτηση από τα εγκόσμια. Στο πνεύμα της εποχής, τα αδέλφια μένουν ανύπαντρα ενώ όταν οι γονείς πεθαίνουν αφήνουν ευχή και κατάρα στα παιδιά τους να μην εγκαταλείψουν την μικρή αδελφή.
Το πλαίσιο
Η ιστορία που πούλαγαν οι εφημερίδες ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα και ιντριγκαδόρικη. Απαγορευμένοι έρωτες, αντάρτες, σκληρότητα, τιμωρία, εγκλεισμός, φρίκη και -τελικά- η λύτρωση. Όλα τα συστατικά ενός επιτυχημένου σεναρίου που συντηρήθηκε στις πρώτες σελίδες για πολύ καιρό. Τα αδέλφια παρουσιάζονταν ως τα τέρατα που -ακολουθώντας τις εντολές του άκαρδου πατέρα- κακοποιούσαν σε βαθμό τρέλας την αδελφή τους. Μια πιο προσεκτική ματιά (ή μια απλή ματιά) θα αρκούσε για να διαπιστώσει κανείς πως και οι δικές τους συνθήκες διαβίωσης δεν διέφεραν πολύ από εκείνες της Ελένης. Για την επαρχιακή Ελλάδα εκείνων των χρόνων όροι όπως «υγιεινή» σε πολλές περιπτώσεις ήταν άγνωστοι. Κάτι που υποστηρίζουν και πολλοί από τους συγχωριανούς τους. Περιγράφουν ανθρώπους που δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το πώς να αντιμετωπίσουν ένα ψυχωσικό άτομο. Ανθρώπους που η άγνοια και η αγραμματοσύνη τους οδήγησε σε τραγικά λάθη. Ίσως όχι όμως εγκληματίες και σαδιστές.
Στη δίκη που ακολούθησε, με εξαίρεση τον εισαγγελέα που κατέστησε υπόδικο όλο το χωριό, το δικαστήριο φέρνει την αθώωση που έρχεται σαν ετεροχρονισμένη δικαίωση. Η οποία όμως δεν αρκούσε για να πάρει πίσω όλα όσα είχαν γραφτεί το προηγούμενο διάστημα για τις ανάγκες της αύξησης της κυκλοφορίας των εφημερίδων. Όσο ξαφνικά μπήκαν στις πρώτες σελίδες και στις ζωές του κοινού, τόσο γρήγορα εξαφανίστηκαν όταν πλέον οι εξελίξεις δεν επέτρεπαν βουτηγμένους στον λαϊκισμό και την υποκρισία τίτλους.
Οι ευθύνες μιας άλλης εποχής και το πολιτικό κίνητρο
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Ευθύμης, η Μαρία και η Ολυμπία Καρυώτη ήταν εντελώς ακατάλληλοι για να παράσχουν τη στοιχειώδη βοήθεια που χρειαζόταν η Ελένη. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, το ίδιο ίσχυε και για όλους τους θεσμικούς φορείς που θα έπρεπε να είχαν παρέμβει. Σήμερα ακούγεται αυτονόητο πως μια κοινωνική υπηρεσία θα το είχε κάνει. Ότι η γυναίκα θα νοσηλευόταν και η επιμέλειά της θα είχε αφαιρεθεί από τα αδέλφια της. Για εκείνη την εποχή, όμως, η Ελένη ήταν απλά «η τρελή του χωριού». Όταν έγινε επικίνδυνη περιορίστηκε, οι υπόλοιποι συγγενείς στιγματίστηκαν και η ζωή συνέχισε στον ίδιο δύσκολο για όλους δρόμο της.
Το κράτος, όπως και η οικογένεια, δεν διέθετε ούτε τις δομές ούτε τη γνώση για να επιληφθεί τέτοιων καταστάσεων. Κατά καιρούς ντοκιμαντέρ για τις συνθήκες διαβίωσης στις κατ’ ευφημισμό «μονάδες ψυχικής υγείας» έχουν φανερώσει την αλήθεια. Ο χαρακτηρισμός «άσυλο» βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Με την ευκολία που παρέχει η εκ των υστέρων παρατήρηση μπορεί κανείς να πει με σχετική βεβαιότητα πως δεν υπήρξε κανένας πραγματικά αθώος σε αυτή την ιστορία. Το χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των συγγενών τους οδήγησε σε όλες τις λάθος αποφάσεις. Δίνει άλλοθι, αλλά όχι επαρκή αιτιολόγηση των πράξεών τους. Αντίστοιχα, όμως, αν κρίνεις αυτούς ένοχους και την υπόλοιπη μικρή κοινωνία συνένοχη λόγω της σιωπής της, δεν γίνεται να βρεις την παραμικρή δικαιολογία για την εκκωφαντική απουσία του κράτους του και των θεσμών του.
Όπως λένε (αν και δεν αποδείχτηκε ποτέ) παρέμβαση υπήρξε μόνο μετά από καταγγελία με πολιτικά κίνητρα. Στις δημοτικές εκλογές του ’78 η χαμένη παράταξη απέδωσε την ήττα του συνδυασμού της στις ψήφους των Καρυώτηδων, με συνέπεια να τους «δώσει». Βλέπεις η βαρβαρότητα δεν ήταν το μόνο στοιχείο που χαρακτήριζε την εποχή. Τα πολιτικά πάθη και ο διχασμός κατείχαν και τότε κυρίαρχη θέση.
Τα σενάρια για το μυστηριώδες τέλος
Απολύτως ενδεικτικό για την έλλειψη οποιουδήποτε μέτρου και λογικής σε αυτή την υπόθεση ήταν ό,τι ακολούθησε μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου. Ακόμη και χωρίς να θεωρηθούν υπεύθυνα για την ψυχοπάθειά της, τα αδέλφια ήταν ξεκάθαρο πως δεν διέθεταν ούτε τα μέσα ούτε την απαιτούμενη αντίληψη για να βοηθήσουν την Ελένη. Κι όμως το ελληνικό κράτος τους εμπιστεύτηκε ξανά την επιμέλειά της. Μετά από ένα σύντομο διάστημα στο Αιγινήτειο, όλοι μαζί επέστρεψαν στο Κωσταλέξι και ακόμη ένα λάθος προστέθηκε στα τόσα που είχαν γίνει.
Πάντως στα επόμενα χρόνια τα πράγματα δείχνουν να κυλούν φυσιολογικά. Το Κωσταλέξι δεν βρίσκεται πια στο επίκεντρο και η Ελένη Καρυώτη με την οικογένειά της δεν αποτελούν θέμα για κανέναν. Μέχρι το 1998 όταν και άγνωστο γιατί η γυναίκα εξαφανίζεται από προσώπου γης. Οι θεωρίες που αναπτύσσονται μάλλον δεν είναι πειστικές. Το να κλείστηκε σε μοναστήρι ή να απήχθηκε για εμπόριο οργάνων (στα 68 της) δεν μοιάζει λογικό. Όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε πτυχή αυτή της υπόθεσης που αποτέλεσε όνειδος -όχι μόνο γι’ αυτούς που κατηγορήθηκαν- αλλά και για όλους εκείνους που περιγράφει ο Γιάννης Θεοδωράκης (αδελφός του Μίκη) σε τότε κείμενό του:
«Μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, το τονίσαμε ήδη, θα είχε στείλει εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό Κωσταλέξι, αντί τον εισαγγελέα και την αστυνομία, τις κάμερες και τους φωτορεπόρτερ, τους γιατρούς της, τα φάρμακά της, τους κοινωνικούς λειτουργούς της. Φτάσαμε στο σημείο ακόμα και αποκαλυπτικές συνεντεύξεις να διαβάσουμε, με ένα άτομο τόσο βαριά διανοητικά άρρωστο όπως η Ελένη. Η εμπορική επιτυχία της επιχείρησης είναι αναμφισβήτητη. Τα φύλλα έγιναν ανάρπαστα. Οι εργοδότες μας ασφαλώς θα είναι ενθουσιασμένοι. Μόνο που το επάγγελμά μας διατρέχει ένα σοβαρό κίνδυνο. Να πάψει να είναι λειτούργημα…».
με πληροφορίες από το menshouse