Ο άνθρωπος που έχει πάρει μέρος σε πάνω από 200 κόντρες και οι αστικοί μύθοι για τις «μάχες» στην παραλιακή από τη δεκαετία του ’80 μέχρι το περίφημο ρεπορτάζ του MEGA
Οι κόντρες στη Βούτα ήταν πάντοτε μια ή και πολλές ιστορίες που γράφονταν όχι μόνο κάθε Τρίτη ή Πέμπτη αλλά κατά περιόδους σχεδόν κάθε νύχτα στην παραλιακή. Ηταν μια τελετουργία εκτόνωσης για τους μυημένους του αυτοκινήτου, που λάτρευαν τις μηχανές με τα δύο τούρμπο ή τις φιάλες νίτρου φορτωμένες σε χαμηλωμένα θηρία, που τα οδηγούσαν «χεράδες».
«Χεράδες» οι οποίοι έμπαιναν με όσα πάει, με το πλάι και όποτε ήταν αναγκαίο με σηκωμένο χειρόφρενο ξεσηκώνοντας ένα πιστό κοινό που είχε τους δικούς του ήρωες! «Φίλε μου,όλα γίνονταν σε εφτακόσια μέτρα. Εγώ στην Βούτα είχα πιάσει τριακόσια χιλιόμετραδιανύοντας αυτή την απόσταση!» μου είχε πει η βαριά ανδρική φωνή στο τηλέφωνο πριν από έξι χρόνια. Ο Δημήτρης Παπαδόπουλοςδεν είναι και μάλλον δεν θα γίνει ποτέ ένας συνηθισμένος άνθρωπος, έχοντας μάθει να οδηγεί σε ηλικία έντεκα χρονών.
Από τότε ερωτεύθηκε με πάθος τους τέσσερις τροχούς, περισσότερο λένε κάποιοι και από τις γυναίκες της ζωής του ο γνωστός σε όλους τους κοντράκηδες αρχικά και στο πανελλήνιο αργότερα με το παρατσούκλι «Ο καταραμένος». Παραμένει στα 55 χρόνια του, μια αρχέτυπη μορφή του αρσενικού παλαιάς κοπής που κουβαλάει πάνω του μια αυθεντική δόση μαγκιάς αναμεμιγμένη με μπόλικη αδρεναλίνη. Το όνομά του είναι μύθος σε όσους κατέβαιναν στα νότια από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισε να συμμετέχει στις θρυλικές κόντρες σε ηλικία 19 χρονών.
Από τα χέρια του πέρασαν δεκάδες αυτοκίνητα και κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια παλιές καλές δραχμές, με τα οποία μετέτρεψε συμβατικά οχήματα σε πραγματικούς πυραύλους. Είναι αυτός που μεταμόρφωσε ένα Mitsubishi Evolution στο πιο γρήγορο του κόσμου, με την μηχανή του να αποδίδει χίλια τετρακόσια πενήντα έξι άλογα (1456) και τον ίδιο να ποζάρει ράθυμα στο εξώφυλλο του περιοδικού Max Power. Πλέον έχει παραδώσει την σκυτάλη στο γιο του Κώστα, τον «Καταραμένο junior» όπως τον αποκαλεί, αν και τίποτε πλέον δεν είναι όπως παλιά και ο Παπαδόπουλος δεν αρνήθηκε μια «βουτιά» στις αναμνήσεις από αλλοτινές εποχές.
Τότε που κατά τον ίδιο «όλα ήταν πιο αθώα» και γι’ αυτό αληθινά.
Από το παρατσούκλι στην Βούτα
Τέκνο μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας ο Δημήτρης Παπαδόπουλος μεγάλωσε ως γνήσιο παιδί της μεταπολίτευσης και σε ηλικία έντεκα ετών «είχα μάθει να οδηγώ καλά. Από τότε είχα λατρέψει το αυτοκίνητο, οπότε όταν πήγα στο στρατό, ήμουν ήδη έτοιμος οδηγός και αυτή την ειδικότητα πήρα». Πήρε και κάτι άλλο όμως, υπηρετώντας την μαμά πατρίδα, το περίφημο παρατσούκλι του, το οποίο φιγουράρει με logo και στα αυτοκίνητα που τροποποιεί.
«Μια μέρα που επέστρεφα από δρομολόγιο, έτρεχα, μπήκα με ταχύτητα στην στροφή που οδηγούσε στην είσοδο του στρατοπέδου και έπεσα με δύναμη πάνω στην πύλη, παίρνοντας μαζί ότι υπήρχε». Ο διοικητής του στρατοπέδου ακούγοντας τον θόρυβο βγαίνει, τον βλέπει όρθιο μέσα σε ένα χαμό και αρχίζει να του φωνάζει: «Είσαι καταραμένος παιδί μου, καταραμένος». Αυτό ήταν αρκετό για να αποκτήσει το διάσημο επίθετό του!
Τα χέρια του πιάνουν, τόσο πολύ που αρχίζει να δοκιμάζει πόσο πιο γρήγορα μπορεί να κάνει τα συμβατικά αυτοκίνητα της εποχής, εντός και εκτός δουλειάς με τροποποιήσεις και μετατροπές. Ένα από τα πρώτα είναι το διθέσιο Ford Escort των 80’s, το οποίο μετά την «δουλειά» αποδίδει εκατόν ογδόντα άλογα και με το οποίο κερδίζει τις πρώτες του κόντρες. «Το όνομα Βούτα εγώ το έβγαλα για το συγκεκριμένο σημείο στην Βουλιαγμένη» τονίζει με νόημα ο «Καταραμένος» βασιλιάς της κόντρας «για να μπορούν να καταλαβαίνουν όλοι το σημείο. Έκανε αυτή την βουτιά κατά κάποιο τρόπο ο δρόμος και έτσι έμεινε το όνομα».
Στην ερώτηση αν έχει χάσει ποτέ σε κόντρα ο Δημήτρης είναι κατηγορηματικός, παρά τον αστικό μύθο που τον θέλει κάποιες φορές να έχει βγει δεύτερος. «Δεν έχασα ποτέ, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να συμμετέχει σε κόντρες. Δεν θυμάμαι πόσες έχω κάνει είναι σίγουρα πάνω από εκατό» μου λέει, την ίδια στιγμή που γνώστες του σπορ τον θέλουν να έχει λάβει μέρος σε πάνω τριακόσιες!
Θυμάται όμως την καλύτερη, την πιο έντονη για τον ίδιο αναμέτρηση που δεν έλαβε χώρα στην Βουλιαγμένη, αλλά στην «Κρυφή» μια ευθεία στον Μαραθώνα, χωρίς στύλους με φώτα στον δρόμο ή σπίτια δεξιά-αριστερά.
«Τα στήσαμε μαζί με τον φίλο μου τον Μπασινά και ήταν αξέχαστη εμπειρία, απο αυτές που σημαδεύουν την ζωή σου ρε παιδί μου. Είσαι εσύ, το αυτοκίνητό σου και το τιμόνι».
Τα στοιχήματα, οι γυναίκες και η τρέλα
Ο Παπαδόπουλος ξοδεύει πολλά, παρά πολλά για να τροποποιήσει τα αυτοκίνητά του εκείνα τα χρόνια. Κάποιοι θυμούνται το θηριώδες Ford Sierra Cosworth με το οποίο κοντραριζόταν. Για να το τροποποιήσει ξοδεύει το μυθικό για την εποχή-αρχές δεκαετίας του ’90-των τριακοσίων εκατομμυρίων δραχμών. Στην τελική του μορφή αποδίδει εξακόσιους ίππους συν άλλους διακόσιους από την μπουκάλα με το νίτρο. «Εγώ ήμουν ο πρώτος που έφερα το νίτρο για τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα. Όταν στην αρχή το έβλεπαν οι άλλοι και με ρώταγαν τι είναι τους απαντούσα πυροσβεστήρας» λέει και γελάει.
Οι ιστορίες και οι μαρτυρίες από την συγκεκριμένη περίοδο λένε ότι Παπαδόπουλος κέρδισε πάρα πολλά λεφτά σε κόντρες, αφού υπήρχαν βράδια που τα στοιχήματα ξεπερνούσαν τις πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές, ενίοτε και το ένα εκατομμύριο. Ο ίδιος στην ερώτηση αν έχει παίξει ποτέ την άδεια του οχήματός του ή χρήματα μου ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει να απαντήσει, επειδή δεν επιθυμεί να ανοίξει το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Προτιμάει να θυμάται τους εκατοντάδες ή και χιλιάδες κάποιες φορές θεατές που μαζεύονταν για να δουν τις κόντρες είκοσι τρελών που ζούσαν και ανέπνεαν για να κάνουν αεριωθούμενα εδάφους τα αυτοκίνητά τους.
Θεωρείται εξπέρ στις «μεταμορφώσεις» και είναι αυτός που κατάφερε ξοδεύοντας πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές-μυθικό ποσό εκείνη την εποχή-να δημιουργήσει το πιο γρήγορο Mitsubishi Evolution στον κόσμο, το οποίο «έβγαζε χίλια τετρακόσια πενήντα έξι άλογα» προσθέτοντας κι άλλους πόντους στην ήδη μεγάλη φήμη του. Μόνο τυχαίο δεν ήταν ότι υπήρχαν ολόκληρες παρέες που κατέβαιναν στην Βούτα για να δουν τον «Καταραμένο» να τρέχει με τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα για λίγα δευτερόλεπτα καθαρής ανδρικής ηδονής, από την οποία πάντως δεν έλειπαν και οι γυναίκες.
«Μαζί μας παίρναμε και τις κοπέλες μας, εγώ την γυναίκα μου, η οποία δεν φοβόταν γιατί ήξερε πόσο καλός είμαι, οπότε απολάμβανε το θέαμα» θυμόταν ο Δημήτρης. Όταν η συζήτηση έφτασε στο αν αντιμετώπισε κάποιο κίνδυνο ήταν κάθετος: «Δεν κινδύνεψα ποτέ γιατί αυτό που έκανα το έκανα πολύ καλά. Ήταν το χόμπι μου, η αλητεία μου αν θέλεις και παρά τα όσα λέγονται υπήρχαν πολλά βράδια, στην αρχή τουλάχιστον που οι χαμένοι πλήρωναν ποτά και φαγητά».
Ο ίδιος επιμένει ότι η αστυνομία δεν τον έχει «μαζέψει» ποτέ, κάποιοι άλλοι όμως θυμούνται το φτιαγμένο κόκκινο Mazda RΧ-8του, παρκαρισμένο έξω από την Τροχαία της Γλυφάδας αρκετές φορές.
Τώρα ασχολείται αποκλειστικά με το μαγαζί του-ονομάζεται φυσικά «Ο καταραμένος»-και πάρα πολλοί πηγαίνουν εκεί τα αυτοκίνητά τους για να τα κάνει πιο γρήγορα ο «βασιλιάς» της Βούτας. «Αν με προκαλέσουν σε κόντρα θα το κάνω μόνο σε αγώνα και σε πίστα» μου είχε τονίσει, ενώ αναφερόμενος στα όσα γίνονταν πλέον παραδέχτηκε ότι «τίποτε τώρα, δεν είναι όπως τότε. Αναπολώ εκείνα τα χρόνια γιατί ήταν όλα πιο αθώα, παρά τα όσα ακούγονται. Τότε ότι κι αν γινόταν όσα αμάξια πηγαίναμε, μετά τις κόντρες φεύγαμε όλοι μαζί, σαν φίλοι. Τώρα άστα να πάνε, η μαγεία χάθηκε…».
Έμεινε όμως ο «βασιλιάς της Βούτας», οι ιστορίες από τις εξατμίσεις που έβγαζαν φωτιές και τα ελαστικά που στρίγγλιζαν στην εκκίνηση για εκείνα τα εφτακόσια μέτρα τεστοστερόνης που ο «καταραμένος» δεν θα τα άλλαζε για τίποτε στον κόσμο…
Λιμανάκια: Οι «κουρσάροι» της ασφάλτου
Είναι άνοιξη, στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στα περίφημα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης μια παρέα νεαρών από την Θεσσαλονίκη φτάνει στο σημείο, όπου κάθε βράδυ η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινα εκεί όπου αυτοκίνητα φτάνουν «φτιαγμένα» η όχι κοντράρονται σε μερικές εκατοντάδες μέτρα. Οι νεαροί από την Θεσσαλονίκη έμαθαν για τις περίφημες κόντρες στην παραλιακή, ακούγοντας ιστορίες και αστικούς μύθους που ταξίδεψαν από το Νότο μέχρι το Βορρά και τα είχαν όλα.
Οδηγούς αποφασισμένους να μην χάσουν και αυτοκίνητα όπως η μυθική BMW κάμπριο, το πιο γρήγορο τότε αυτοκίνητο της εποχής, για το οποίο ο ιδιοκτήτης του είχε δώσει εβδομήντα εκατομμύρια δραχμές σε τροποποιήσεις. Το ήθελε να πετάει και όλοι τον περίμεναν να εμφανιστεί στα Λιμανάκια με την «μπέμπα» του, η οποία ήταν ανίκητηκαι προκαλούσε τον φθόνο των άλλων οδηγών. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80και μέχρι το περίφημο ρεπορτάζ του MEGAγια τις κόντρες θανάτου στην παραλιακή, η Βουλιαγμένη, η Βούλα και η Βάρκιζα έζησαν μεγάλες νύχτες με κόντρες που τα είχαν όλα και το κυριότερο; Αποφασισμένους οδηγούς.
Το έπαθλο; Τις περισσότερες φορές κάποιες δεκάδες; χιλιάδες δραχμές και το πρεστίζ για τον νικητή την ίδια στιγμή που ο ηττημένος δεχόταν μια συμπαθητική καζούρα ή λόγια συμπάθειας. Ο αστικός μύθος επιμένει στο ότι κάποιες νύχτες οδηγοί «έστησαν» τις άδειες των αυτοκινήτων τους σε μια κόντρα η στοιχημάτισαν ποσά της τάξης των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών. Αμφότερες-άδειες και λεφτά-άλλαξαν χέρια μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα στην άσφαλτο, χαρίζοντας αξέχαστα βράδια στους παροικούντες τα γύρω σημεία με την κατάλληλη θέα.
Οι θρυλικές κόντρες μάζευαν κόσμο από όλες τις περιοχές της Αθήνας και αυτοκίνητα η μηχανές κάθε τύπου, άλλα «φτιαγμένα» και άλλα όπως είχαν βγει από το εργοστάσιο παραγωγής. Κάποιοι υπερέβησαν τις δυνατότητές τους σύμφωνα με τις αναμνήσεις παλιότερων όπως αυτή με πρωταγωνιστή έναν 18χρονο πιτσιρικά, που προσπάθησε με το το Hundai Acsent της μητέρας του να μπει με ταχύτητα στο πέταλο. Το όχημα που είχε τάσεις υποστροφής του «έφυγε» ευτυχώς χωρίς να πάθει τίποτε ο ίδιος, που αποχώρησε βλέποντας τους παριστάμενους να γελάνε με το…κατόρθωμά του. Αντίθετα με τον προαναφερθέντα υπήρχαν κάποιοι εκπληκτικοί οδηγοί όπως ο οδηγός ενός μαύρου Peugeot Rallye που μπήκε σε σχεδόν κάθετη στροφή με εκατόν είκοσι χιλιόμετρα τραβώντας χειρόφρενο τρεις φορές!
Η αστυνομία τα πρώτα χρόνια είχε περιοριστεί σε ρόλο παρατηρητή στην περιοχή, με τα περιπολικά να κάνουν μια-δύο βόλτες νωρίς, πριν αρχίσει το πάρτι της ασφάλτου. Υπήρξαν και βράδια που οι αστυνομικοί παρακολούθησαν χαμογελαστοί αρκετές κόντρες όμως κάποια στιγμή η κατάσταση άλλαξε, μετά από κάποια ατυχήματα, διαμαρτυρίες και κάποια ρεπορτάζ όπως αυτό του Mega, η κάμερα του οποίου κατέγραψε ένα ατύχημα. Οι έλεγχοι έγιναν ασφυκτικοί και τα περιπολικά δεν άφηναν σε ησυχία τους κοντράκηδες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αστυνομικοί με πολιτικά και πανίσχυρα αυτοκίνητα χωρίς διακριτικά παρίσταναν τους «παίχτες».
Όπως θυμούνται οι παλιοί οι αστυνομικοί έφταναν με Porsche, BMW M3 και Mercedes,«προκαλούσαν» κάποιους και μόλις ξεκίναγε η κόντρα έβγαζαν το φάρο και υποχρέωναν τους αντιπάλους να σταματήσουν, οπότε έπρατταν τα δέοντα. Τα περιπολικά ήταν παντού, από το Ribas στην Βάρκιζα-εκεί που μαζεύονταν όλοι-μέχρι την Βουλιαγμένη,σταμάταγαν τους εμπλεκόμενους και αφαιρούσαν επί τόπου πινακίδες και ενίοτε την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου.
Πλέον οι κόντρες έχουν ατονήσει και τα όσα έγιναν προ ημερών απλά θύμισαν-αμυδρά όμως-ένα βράδυ Τρίτης πριν από αρκετά χρόνια μια συγκέντρωση.
Ξεκίνησε σχετικά ήρεμα αλλά κατέληξε σε πετροπόλεμο με τα ΜΑΤ ενώ οι είκοσι εννέα συλλήψεις ήρθαν να θυμίσουν ότι οι εποχές της αθωότητας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί για τα Λιμανάκια. Αρκετοί λένε ότι όλα είχαν τελειώσει με κάποια δυστυχήματα που είχαν και νεκρούς αθώους ανθρώπους που έτυχε να περνάνε από κάποιο σημείο την λάθος στιγμή. Οι ρομαντικοί θυμούνται απλά τις νύχτες που οι κόντρες τελείωναν μόνο με γέλια και σάντουιτς από την θρυλική καντίνα στο Λαιμό, όπου γινόταν ανάλυση των «αυτοσχέδιων» αγώνων που έγραψαν την δική τους ξεχωριστή ιστορία στην Αθηναϊκή νύχτα.
Υπήρχαν και κάποιοι ελάχιστοι, που θέλησαν όπως θυμάται κάποιος να επιδείξουν τις ικανότητές τους στη οδήγηση και την ημέρα, με τα ανάλογα αποτελέσματα. Ένας από αυτούς τους επίδοξους ραλίστες, προσπάθησε να πάρει μια παρατεταμένη αριστερή με αρκετά γκάζια στο σημείο που είναι σήμερα το Island, μια καλοκαιρινή ημέρα του 1987. Οι παρέες που απολάμβαναν το μπάνιο τους λίγο πιο μακριά, άκουσαν θόρυβο από φρενάρισμα, λαμαρίνες να τσακίζουν και δευτερόλεπτα αργότερα είδαν ένα Renault 5να κατεβαίνει την πλαγιά και να σταματάει στα βράχια! Οταν ο οδηγός του βγήκε από μέσα, τους φάνηκε ότι παρά την τρομάρα του, χαμογελούσε….
protothema.gr