Στο μικρό χωριό της Μακεδονίας ήταν κοινό μυστικό πως τα αδέλφια Β.Γ. και Κ.Γ. ήταν για χρόνια στα… μαχαίρια. Κτηνοτρόφοι και οι δυο είχαν διαφωνήσει στο μοίρασμα της πατρικής περιουσίας καθώς και οι δυο διεκδικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της.
Οι διαφωνίες των δυο αδελφών ήταν τακτικές αφού δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν και σε αυτές τις διενέξεις πολλές φορές έμπλεκαν και άλλα πρόσωπα, μέλη των οικογενειών τους. Αυτό συνέβη και το πρωινό της 20ης Ιουνίου του 1964 όταν η σύζυγος του 30χρονου Β.Γ. αποφάσισε να ταξιδέψει στην κοντινή πόλη για να κάνει ψώνια. Ο 40χρονος κουνιάδος της Κ.Γ. της το απαγόρευσε και της ζήτησε, με αυστηρό τόνο, να πάει στα χωράφια για να δουλέψει.
Όταν εκείνη αρνήθηκε ο άνδρας, σε έξαλλη κατάσταση, μπήκε στο σπίτι του αδελφού του και της νύφης του και άρχισε να πετάει από το παράθυρο στη αυλή πράγματα που τους ανήκαν. Όταν ο 30χρονος Β.Γ. επέστρεψε, από τη δουλειά του στα χωράφια, στο σπίτι η σύζυγος του, ταραγμένη, τον ενημέρωσε για το επεισόδιο που είχε προηγηθεί. Ο Β.Γ. έγινε έξω φρενών και αμέσως μετά κατευθύνθηκε στο σπίτι του αδελφού του για να του ζητήσει το λόγο.
Οι δυο άνδρες ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Η μια κουβέντα έφερε την άλλη και ο καβγάς μεταξύ των δυο αδελφών βγήκε εκτός ελέγχου. Πιάστηκαν στα χέρια και το κακό δεν άργησε να γίνει. Ο 30χρονος πήρε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στο στήθος του μεγαλύτερου αδελφού του. Παρά το γεγονός ότι ο 40χρονος ήταν τραυματισμένος συνέχισε να παλεύει με τον αδελφό του μέχρι τη στιγμή που οι συγχωριανοί τους κατάφεραν να τους χωρίσουν. Ο 30χρονος έφυγε πανικόβλητος από το σπίτι του αδελφού του ο οποίος, δυο ώρες αργότερα, ξεψύχησε καθώς το μαχαίρι τον είχε βρει στην καρδιά.
Ο 30χρονος συνελήφθη το ίδιο απόγευμα και τον Νοέμβριο του 1964 κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συγγενείς, φίλοι και συγχωριανοί του κατηγορούμενου οι οποίοι, στην πλειονότητα τους, στήριξαν τον κατηγορούμενο. Όλοι μίλησαν για τις κόντρες που είχαν τα δυο αδέλφια και για την σκληρή συμπεριφορά που πολλές φορές, στο παρελθόν, είχε επιδείξει το θύμα.
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας του ο 30χρονος δήλωσε μετανιωμένος και ισχυρίστηκε ότι για όλα έφταιγε η κακιά στιγμή. «Όταν η γυναίκα μου, μου είπε τι έγινε βγήκα εκτός εαυτού. Η συμπεριφορά του αδελφού μου με είχε φέρει στα άκρα και δεν ήξερα τι έκανα… », είπε ο κατηγορούμενος ενώπιον του δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον 30χρονο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως εν βρασμώ ψυχικής ορμής και του αναγνώρισε τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου και της μέτριας συγχύσεως. Τελικά, στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών, ενώ επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους 20.000 δρχ. στη σύζυγο του θύματος για ψυχική οδύνη.
Πηγή: newsbeast.gr, Μαρία Ζαχαροπούλου