Μία μυθιστορηματικού τύπου ιστορία, που παραπέμπει στα βιβλία του Νταν Μπράουν, είχε αίσια έκβαση για την Ελλάδα, την Εκκλησία και τους πιστούς.
Το περίφημο Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα που εκλάπη από τη Μονή Εικοσιφοινίσσης το 1917 από τον Βούλγαρο Βλαδίμηρο Σις και ταξίδεψε μέσω της Τσεχίας και της Γερμανίας στην Αμερική, βρίσκεται πλέον πίσω στην Ελλάδα και στην Μονή Εικοσιφοινίσσης στο όρος Παγγαίο, χάρη, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το «Πρώτο Θέμα», στις άοκνες προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Το κλεμμένο Ευαγγέλιο, σύμφωνα με τις αποκλειστικές πληροφορίες του «ΘΕΜΑτος», έφτασε ήδη στη χώρα μας από το Μουσείο της Βίβλου της Ουάσινγκτον υπό άκρα μυστικότητα, μέσα στον Αύγουστο, με υπογεγραμμένη πράξη μεταβίβασης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, παρελήφθη από υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού και με αστυνομική συνοδεία μεταφέρθηκε στη μονή όπου και ανήκει. Στις 29 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί επίσημη τελετή υποδοχής, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου, ως εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η εκδήλωση θα είναι αφιερωμένη στον μακαριστό Μητροπολίτη Δράμας Παύλο, που είχε ως όραμα ζωής την επιστροφή των κλεμμένων χειρογράφων. Δύο ημέρες νωρίτερα, θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη ο ιδρυτής του Μουσείου της Βίβλου, Στιβ Γκριν, στην ιδιωτική συλλογή του οποίου βρισκόταν το Ευαγγέλιο που επεστράφη.
Χαμένο επί έναν αιώνα
Η υπόθεση που αποκάλυψε το «ΘΕΜΑ» από το 2020 δεν ήταν εύκολη, καθώς η διαδρομή περνά από πολλές χώρες και εκτείνεται σε περισσότερα από 100 χρόνια. Το ζήτημα της συνεργασίας με το Μουσείο της Βίβλου ανατέθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στον Αρχιμανδρίτη Αγαθάγγελο Σίσκο, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά στο «ΘΕΜΑ» ότι «το ορφανό χειρόγραφο επιστρέφει στη μητέρα του, στη Μονή». Και τονίζει ότι η επιστροφή του Ευαγγελίου θεωρείται κατά έναν τρόπο «μικρό λιθαράκι» για την επιστροφή και άλλων κειμηλίων, ακόμα και για την επιστροφή των Mαρμάρων του Παρθενώνα.Εχει προηγηθεί ο επαναπατρισμός, το 2016, χειρόγραφου κειμένου του 10ου αιώνα, ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, που είναι γνωστό ως «Κώδικας 1424» και το είχε στην κατοχή της η Λουθηρανική Θεολογική Σχολή του Σικάγου.
Τα δύο επιστραφέντα χειρόγραφα συμβάλλουν ουσιαστικά και λειτουργούν παραδειγματικά στη διαδικασία που είναι σε εξέλιξη με το Πανεπιστήμιο Πρίνστον, από όπου διεκδικούνται 4 χειρόγραφα. Το πολύτιμο κειμήλιο, ένα Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα ανεκτίμητης αξίας, εκλάπη από βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το περγαμηνό Ευαγγέλιο, ένα από τα παλαιότερα στον κόσμο σωζόμενα ελληνικά χειρόγραφα Ευαγγέλια, είναι μικρογραφημένο, περιλαμβάνει λιθογραφίες των Ευαγγελιστών και είναι γραμμένο σε δύο στήλες, με 27 γραμμένες σειρές σε κάθε στήλη, διαστάσεων 18,1 x 14 εκατοστών. Το Ευαγγέλιο εκλάπη από την Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης που βρίσκεται κοντά στις Σέρρες και τη Δράμα.
Το πολύτιμο Ευαγγέλιο, ηλικίας 1000 ετών, επεστράφη στους κατόχους του ύστερα από μια μακρά διαδρομή σε ολόκληρο τον κόσμο, η οποία ξεκίνησε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής στο όρος Παγγαίο για να καταλήξει πολλά χρόνια μετά, μέσω δημοπρασίας του οίκου Christie’s, στο Μουσείο της Βίβλου στην Ουάσινγτον. Ο επιμελητής του μουσείου πρόσεξε κάποιες σημειώσεις στο χειρόγραφο και έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το «κουβάρι». Το Ευαγγέλιο είναι ένα από τα 900 πολύτιμα κειμήλια που εκλάπησαν την εποχή εκείνη από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής.
O Βλαντιμίρ Σις
Η ιστορία ξεκινά τον Μάρτιο του 1917, όταν οι Βούλγαροι στρατιώτες λεηλάτησαν το ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας, το οποίο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 753 μέτρων στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου. Οι επιδρομείς αφαίρεσαν ολόκληρη τη μοναστική βιβλιοθήκη, η οποία περιελάμβανε πάνω από 430 χειρόγραφα και 470 εκκλησιαστικά αντικείμενα (εικόνες και λειτουργικά σκεύη). Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, ο Βούλγαρος στρατιώτης Βλαντιμίρ Σις, με γνώσεις κωδικολογίας, έχει σημαντικό ρόλο στην όλη υπόθεση. Φέρεται να είχε επισκεφθεί τη Μονή το 1916, όπου και φιλοξενήθηκε. Εκεί καταλογογράφησε τα κειμήλια. Ενα χρόνο μετά, τα χειρόγραφα εκλάπησαν από Βούλγαρους στρατιώτες, ενώ υπεξαιρέθηκαν στοχευμένα μοναδικά χειρόγραφα, που βρέθηκαν το 2019-2020 σε παλαιοπωλεία της Τσεχίας και μετά στης Γερμανίας, μέρος των οποίων φέρεται ότι πούλησε ο Σις.
Στο οπισθόφυλλο του Ευαγγελιστάριου οι Βούλγαροι έγραψαν τα αρχικά «Μ.Κ.», δηλαδή Manastir Kosinitsa. Οπως έγραψε στο ημερολόγιό του ο τότε ηγούμενος της Μονής Εικοσιφοινίσσης: «Μαρτίου 27, 1917, Μεγάλη Εβδομάς, των Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των μοναχών. Την Μεγάλη Δευτέραν και ώραν 2 μ.μ. ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Πανίτσας με όλα τα γνωστά παλληκάρια του και ο Βλαδίμηρος Σις, Αυστριακός Βούλγαρος υπήκοος αρχαιολόγος, καθηγητής του εν Σοφία Πανεπιστημίου (τουλάχιστον ο ίδιος έδωκεν τοιαύτας συστάσεις ότε ειργάσθη εις την βιβλιοθήκην της Μονής) και τυμβωρύχος των αρχαίων μνημείων εν Φιλίπποις, ήλθον εις την Μονήν».
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σις μαζί με τη σύζυγό του άρχισαν να πωλούν κάποια από τα κειμήλια που έκλεψαν από το Μοναστήρι..
To 1920 ένας Γερμανός παλαιοβιβλιοπώλης εμφανίζεται να πουλά το βιβλίο σε έναν Γερμανοεβραίο, ο οποίος όμως πολύ σύντομα πεθαίνει. Η χήρα του εκποιεί την περιουσία και το Ευαγγελιστάριο καταλήγει σε ινστιτούτο λουθηρανικών μελετών στο Σικάγο. Και από εκεί, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Το 1958 το βιβλίο τίθεται ξανά προς πώληση από τον μεγαλύτερο έμπορο παλαιών βιβλίων στον κόσμο, τον Χανς Πέτερ Κράους, αλλά το Ευαγγελιστάριο θα εξαφανιστεί και πάλι, αυτή τη φορά μέχρι το 2011, όταν το απέκτησε η Συλλογή Γκριν σε δημοπρασία του οίκου Christie’s.
Oι κρυμμένες σημειώσεις
Το χειρόγραφο από το 2014 ανήκει στην ιδιωτική συλλογή του υπό ίδρυση τότε Μουσείου της Βίβλου, όπου ταυτοποιήθηκε από τον επιμελητή του μουσείου. Κατά την έρευνα, ο επιμελητής του μουσείου Μπράιαν Χάιλαντ εντόπισε σημειώσεις στο χειρόγραφο που επιβεβαίωσαν ότι ανήκε σε εκείνα που λεηλατήθηκαν από το μοναστήρι το 1917. Μεταγενέστερη έρευνα επιβεβαίωσε την ταυτότητα του περγαμηνού ευαγγελίου ως «Χειρόγραφο Eikosiphoinissa 220».
Μετά την εξέλιξη αυτή ο δρ Τζέφρι Κλόα, επικεφαλής επιμελητής του Μουσείου της Βίβλου, απηύθυνε επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις 20 Ιουνίου 2020, με την οποία του γνωστοποίησε ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας του εν λόγω Μουσείου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφασίστηκε η επιστροφή του χειρογράφου στη Μονή Εικοσιφοινίσσης.
Ο δρ Κλόα στη συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «η αποκάλυψη της ιστορίας αυτού του χειρογράφου δεν ήταν εύκολη. Απαίτησε μια έντονη έρευνα εκ μέρους του επιμελητή μας κ. Χάιλαντ, για να εντοπίσει το θλιβερό του παρελθόν, να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του και να προσδιορίσει το πού βρίσκονταν πριν από το 1958».Επιπροσθέτως, γίνεται γνωστό ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με γράμμα που απέστειλε προς τον Τζέφρι Κλόα, στις 31 Αυγούστου 2020, εξέφρασε τις ευχαριστίες του για την ενέργεια αυτή, αναφέροντας ότι συνιστά πράξη αποκατάστασης της νόμιμης πολιτιστικής κληρονομιάς της Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης.
Μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «πρόκειται για μια πραγματική ευλογία για τη μοναστική αδελφότητα και τον χριστιανικό κόσμο να βλέπει τους θρησκευτικούς θησαυρούς, οι οποίοι αφαιρέθηκαν από το Μοναστήρι, να επιστρέφουν επισήμως στον φυσικό τους χώρο και να χρησιμοποιούνται για την πνευματική οικοδομή των πιστών, όπως επίσης από τους μελετητές της ιστορίας και της τέχνης». Στις 16 Οκτωβρίου 2020, το Μουσείο της Βίβλου ανακοίνωσε επισήμως την απόφασή του για την επιστροφή του «Ευαγγελισταρίου 220» στη Μονή Εικοσιφοινίσσης.
protothema.gr