Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή περίοδο στη δεκαετία του 1970, όταν απήλαυσε mainstream αποδοχή, αλλά και την τρέχουσα περίοδο, κατά την οποία η εύκολη πρόσβαση μέσω ίντερνετ το κάνει… αναπόφευκτο, η πορνογραφία ήταν πάντα μια περιθωριακή δραστηριότητα.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν ελάχιστες επιστημονικές μελέτες σχετικά με τις ψυχοκοινωνικές του επιδράσεις. Στη δεκαετία του 1980 ο καθηγητής Ντάγκλας Κέντρικ, μέσα από μια σειρά μελετών, υποστήριξε ότι η συστηματική παρακολούθηση πορνό έκανε τους άνδρες να αισθάνονται λιγότερη αγάπη και έλξη για τη σύντροφό τους, αν και κάτι αντίστοιχο δεν παρατηρούνταν στις γυναίκες.
Η συγκεκριμένη αντίληψη, λοιπόν, ανατρέπεται με νέα έρευνα που πραγματοποίησε η Ρόντα Μπαλζαρίνι, διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο, στην οποία συμμετείχαν δέκα φορές περισσότεροι άνδρες απ’ όσοι στις μελέτης του Κέντρικ.
Για την ακρίβεια, η έρευνα της Μπαλζαρίνι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συστηματική παρακολούθηση πορνό δεν έχει την παραμικρή επίδραση στα συναισθήματα των ανδρών για τις συντρόφους τους.
«Δεν βρήκαμε στοιχεία που να υποστηρίζουν το αρχικό εύρημα, ότι η έκθεση σε εντυπωσιακές εικόνες ατόμων του έτερου φύλου επιδρά στο πόσο οι άνδρες αγαπούν ή αισθάνονται έλξη για τις συντρόφους τους», τόνισε η μελέτη.
Απαντώντας στην ανατροπή των ευρημάτων του, ο Κέντρικ, πάντως, δήλωσε ότι ήδη έχουμε εκτεθεί σε τόσο πολλή πορνογραφία που οι αντιλήψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα ήταν στρεβλές πριν καν αυτή αρχίσει.