Κεφάλαια καταθετών της τάξεως των 11 δισ. ευρώ έχουν κατευθυνθεί σε εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές, εγκαταλείποντας την οδό της απλής κατάθεσης η οποία έχει πάψει να προσφέρει αποδόσεις. Μάλιστα, λόγω της αναμενομένης περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2025, οι εναλλακτικές αυτές τοποθετήσεις έχουν δώσει στους αποταμιευτές υπεραξία της τάξεως του 5-10%.
Στη σημερινή (17.10.2024) συνεδρίασή της, η ΕΚΤ θα σηματοδοτήσει τον συνεχή κατήφορο των επιτοκίων, με ορίζοντα επιτόκιο 2% ή και 1,75% στο τέλος του 2025. Πράγμα που σημαίνει ότι τα επιτόκια των καταθέσεων θα υποχωρήσουν περαιτέρω από τα ήδη χαμηλά επίπεδά τους, συνεχίζοντας να στρέφουν τους αποταμιευτές στις εναλλακτικές τοποθετήσεις που έχουν τον ίδιο (μηδενικό) κίνδυνο όπως οι καταθέσεις, αλλά προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις.
Τα κεφάλαια που έχουν στραφεί στα αποταμιευτικά/επενδυτικά προϊόντα που έχουν λανσάρει οι τράπεζες, προκειμένου να δώσουν στους πελάτες τους υψηλότερες αποδόσεις, έχουν φτάσει σε περίπου 6,5 δισ. από το 2023 μέχρι σήμερα. Αν συμπεριληφθούν και τα περίπου 4,5 δισ. ευρώ που έχουν τοποθετηθεί σε έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, περίπου 11 δισ. ευρώ αντί να ακολουθήσουν την παραδοσιακή οδό των προθεσμιακών καταθέσεων, κατευθύνθηκαν σε επενδυτικές επιλογές.
Τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν στο ευρύ κοινό των πελατών τους μια μεγάλη γκάμα αποταμιευτικών προϊόντων που ξεκινούν από πολύ μικρά ποσά συμμετοχής, και με αποδόσεις υψηλότερες από τα επιτόκια της ΕΚΤ, όπως έχουν διαμορφωθεί στον τρέχοντα επιτοκιακό κύκλο. Ενδεικτικά, οι τράπεζες εισήγαγαν μία σειρά από επενδυτικά προϊόντα αμοιβαίων κεφαλαίων, εκτός των προθεσμιακών καταθέσεων, διάρκειας 2 – 5 ετών με ετήσιες αποδόσεις που κυμαίνονται μεταξύ 3% – 5%.
Όσον αφορά στις αποδόσεις των παραδοσιακών καταθέσεων, αυτές είναι χαμηλότερες και από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, με την διαφορά να κυμαίνεται περίπου στις 50 μονάδες βάσης.
Όπως εξηγούν στελέχη τραπεζών, η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στη δομή της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών, η οποία αποτελείται κατά 70% από καταθέσεις ιδιωτών με μικρά μέσα υπόλοιπα, έναντι 60% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι οι συγκεκριμένες καταθέσεις ιδιωτών χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για κάλυψη καθημερινών αναγκών ρευστότητας και ως εκ τούτου οι αποταμιευτές επιλέγουν να τοποθετούν αυτά τα υπόλοιπα σε λογαριασμούς όψεως/ταμιευτηρίου και όχι σε αποταμιευτικά προϊόντα με πολύ υψηλότερες αποδόσεις.
Παράλληλα, αν δει κανείς τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις, στην Ελλάδα βρίσκεται στο 60% έναντι 100% στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα μετρητά που κατατίθενται στις ελληνικές τράπεζες από αυτά που μπορούν να διοχετεύσουν για δανεισμό.
Ακριβώς λόγω της προσφοράς και της ζήτησης, αυτό έχει, εξ ορισμού, επιπτώσεις στην τιμολόγηση των καταθέσεων (σ.σ. οι ελληνικές τράπεζες έχουν περίσσευμα καταθέσεων και άρα δεν υπάρχει κίνητρο να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια για να αντλήσουν καταθετική ρευστότητα).
newsit.gr