Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο καταδίκασε σήμερα την Ελλάδα για σαφή παράβαση της απαγόρευσης της καταναγκαστικής εργασίας, αναφέροντας ότι το κράτος απέτυχε τόσο να αποτρέψει τέτοιες καταστάσεις και να προστατεύσει τα θύματα όσο και να πραγματοποιήσει αποτελεσματική έρευνα για τα αδικήματα που καταγγέλθηκαν και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους. Είχε προηγηθεί η εξέταση προσφυγής των Μπαγκλαντεσιανών εργατών στις καλλιέργειες φράουλας της Μανωλάδας.
Σύμφωνα με την απόφαση, η Ελλάδα καλείται να καταβάλει σε κάθε έναν από τους 42 αιτούντες 16.000 ευρώ και καθένα από τους άλλους αιτούντες 12.000 ευρώ για το σύνολο της ζημίας που υπέστησαν, καθώς και 4,363.64 ευρώ σε όλους τους αιτούντες για τα έξοδα και τις δαπάνες της δίκης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τα άρθρα 4 § 2 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω της αποτυχίας του κράτους να εκπληρώσει τις θετικές υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη αυτή, δηλαδή την πρόληψη,της εμπορίας ανθρώπων, την προστασία των θυμάτων, καθώς και τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τα αδικήματα ώστε να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για τη διακίνηση.
Οι προσφεύγοντες ήταν 42 υπήκοοι Μπαγκλαντές οι οποίοι ζουν στην Ελλάδα. Εκείνο το διάστημα, όταν και προσλήφθηκαν για να μαζέψουν φράουλες σε αγροκτήματα στην Μανωλάδα, δεν είχαν άδεια εργασίας.
Τους είχαν υποσχεθεί μισθό των 22 ευρώ για επτά ώρες, όπως και τρία ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας.
Η σκληρή πραγματικότητα ήταν πως δούλεψαν καθημερινά από τις 7 π.μ. έως τις 19:00 υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Οι εργοδότες τους τούς είχαν προειδοποιήσει ότι θα λάβουν μισθό μόνο εάν συνέχιζαν να εργάζονται, ενώ οι αιτούντες ζούσαν σε πρόχειρα παραπήγματα, χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό.
Από τον Φλεβάρη του 2013 μέχρι και τον Απρίλιο, οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας την καταβολή των απλήρωτων μισθών τους, αλλά χωρίς επιτυχία και περίπου 15 ημέρες πριν μπει ο Μάιος οι εργοδότες προχώρησαν στην πρόληψη άλλων μεταναστών.
Φοβούμενοι ότι δεν θα πληρωθούν 100 έως 150 εργαζόμενοι από την περίοδο 2012-2013 απαίτησαν τους μισθούς τους από τους εργοδότες. Τότε ένας από τους ένοπλους φρουρούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας σοβαρά 30 εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων 21 από τους αιτούντες. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο και στη συνέχεια ανακρίθηκαν από την αστυνομία.
Αν και οι δύο εργοδότες μαζί με τη “φρουρά” που είχε ανοίξει πυρ και μια ένοπλη επιστάτη, συνελήφθησαν για απόπειρα φόνου, στη συνέχεια αυτό άλλαξε. Η κατηγορία έγινε απλή πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών και παρέμεινε η εμπορία ανθρώπων.
Με απόφαση του στις 30 Ιουλίου 2014 το ελληνικό Κακουργιοδικείο τους απάλλαξε από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και καταδίκασε την ένοπλη φρουρά και έναν από τους εργοδότες για σοβαρές σωματικές βλάβες και παράνομη χρήση πυροβόλων όπλων, με ποινές φυλάκισης που μετατράπηκαν σε χρηματική ποινή.
Το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την έννοια της εμπορίας ανθρώπων με πολύ περιοριστικό τρόπο, ταυτίζοντας την με τη δουλεία.
Ωστόσο, η κατάσταση των προσφευγόντων δεν ισοδυναμεί με δουλεία.
Η διαφορά μεταξύ της δουλείας και της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας έγκειται στην αίσθηση των θυμάτων ότι η κατάστασή τους ήταν μόνιμη και ότι η κατάσταση ήταν απίθανο να αλλάξει.
Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να βιώσει αυτό το συναίσθημα, με την έννοια ότι ήταν όλοι τους εποχικοί εργαζόμενοι.
Τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, και ιδιαίτερα τις συνθήκες εργασίας των προσφευγόντων, έδειξε σαφώς ότι περιήλθαν σε εμπορία ανθρώπων και της καταναγκαστική εργασία.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση των προσφευγόντων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης, στο μέτρο που αφορούσε εμπορία ανθρώπων και την καταναγκαστική εργασία.
Πηγή: thetoc.gr