Πώς γίνεται οι οικονομικοί δείκτες στην Ελλάδα να ευημερούν και το μέσο νοικοκυριό να ασφυκτιά, υπό το συνδυαστικό βάρος της ακρίβειας και των χαμηλών μισθών; Το φαινομενικά παράδοξο του ταχύτερου ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, και της μεγάλης υστέρησης στους μισθούς και την παραγωγικότητα, αναδεικνύει νέα μίνι-έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ. Πριν όμως αναπαράγουμε τη συνήθη γκρίνια για τους Έλληνες εργαζόμενους που δεν είναι παραγωγικοί – αν και δουλεύουν τις περισσότερες ώρες όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα της Eurostat, αξίζει να διερευνήσουμε τις πραγματικές αιτίες για την υστέρηση της παραγωγικότητας.
Η ανάλυση του Ινστιτούτου έχει θέμα «Οι θετικές και αρνητικές αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την ΕΕ». Ξεκινάει με την παραδοχή ότι η Ελλάδα μετά την έξοδό της από τα μνημόνια εμφανίζει μια ανάμικτη εικόνα, σε ό,τι αφορά τους οικονομικούς δείκτες.
Μετά τη βαθύτερη ύφεση του 2020 εξαιτίας της πανδημίας, η Ελλάδα κατάφερε να ανακάμψει γρηγορότερα καθώς ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό αποτυπώνεται και στον παρακάτω πίνακα της Εurostat:
Ξεκινώντας από χαμηλά: To catch-up effect
Μία ερμηνεία για την ταχύτερη μεγέθυνση είναι ότι η ελληνική οικονομία ξεκίνησε από χαμηλότερο σημείο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες της ΕΕ, γι’αυτό και αναπτύσσεται γρηγορότερα. Πρόκειται για την οικονομική θεωρία του «catch-up effect», ή του φαινομένου της σύγκλισης. Σύμφωνα με αυτήν, το κατά κεφαλήν εισόδημα των φτωχότερων χωρών να τείνει να αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς από τις πλουσιότερες οικονομίες.
Από την άλλη όμως, αν εξετάσουμε τη σύνθεση του ΑΕΠ από την πλευρά της δαπάνης – Κατανάλωση, Επένδυση, Εισαγωγές και Εξαγωγές – παρατηρούμε κάποια ανησυχητικά σημάδια.
Υψηλή κατανάλωση, χαμηλές επενδύσεις
Με βάση τα στοιχεία του 2023, το ελληνικό ΑΕΠ χαρακτηρίζεται από σαφώς υψηλότερο ποσοστό Κατανάλωσης και αντίστοιχα χαμηλότερα ποσοστά Επενδύσεων και Εξαγωγών. Συγκεκριμένα, η Κατανάλωση υπερβαίνει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά σχεδόν 15 μονάδες ενώ οι Επενδύσεις και οι Εξαγωγές υστερούν κατά 8 περίπου μονάδες.
Σύμφωνα με το ΕΝΑ, πρόκειται για μια διαχρονική ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ καταλήγει στην Κατανάλωση περιορίζοντας εκείνο που απομένει για Επενδύσεις και σχηματισμό κεφαλαίου που θα αύξανε τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες. Επίσης, οι χαμηλές εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις υψηλές εισαγωγές, εξηγούν την επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των τελευταίων ετών. Με βάση αυτά, το ινστιτούτο χαρακτηρίζει «μάλλον προβληματική» τη σύνθεση του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Παράλληλα επισημαίνει, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην παραγωγικότητα της εργασίας και τους μισθούς. Όπως εξηγεί, η παραγωγικότητα είναι πιθανότατα το κρισιμότερο μέγεθος μιας οικονομίας καθώς ορίζει τη δυνατότητά της να δημιουργεί εισόδημα και να αμείβει τη μισθωτή εργασία. Η παραγωγικότητα υπολογίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο στον ιδιωτικό μη αγροτικό τομέα και προέρχεται από τις Διαθρωτικές στατιστικές επιχειρήσεων της Eurostat. Οι μισθοί υπολογίζονται από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της Eurostat και αντιστοιχούν σε μισθούς πλήρους απασχόλησης.
Οι πίνακες της Eurostat που δείχνουν τη θέση της Ελλάδας σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ σε θέματα παραγωγικότητας και μισθών, αποτυπώνουν τη μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Υστέρηση παραγωγικότητας
H υστέρηση παραγωγικότητας σε συνδυασμό με την άνιση διανομή, είναι και ο βασικότερος λόγος του χαμηλότερου μισθού στη χώρα μας που φτάνει τις 16,1 χιλιάδες ευρώ ετησίως έναντι 33,6 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή στο 48% του μέσου όρου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2021, κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα παρήγαγε αξία 23 χιλιάδων ευρώ ετησίως, έναντι 60,2 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή βρίσκονταν στο 38,3% του μέσου όρου. Αυτή η υστέρηση παραγωγικότητας, σε συνδυασμό με την άνιση διανομή, εξηγεί η ανάλυση του ΕΝΑ, είναι και ο βασικότερος λόγος του χαμηλότερου μισθού στη χώρα μας που φτάνει τις 16,1 χιλιάδες ευρώ ετησίως έναντι 33,6 χιλιάδων ευρώ στην ΕΕ, δηλαδή στο 48% του μέσου όρου.
Όπως υπογραμμίζει το ΕΝΑ, αυτή οφείλεται εν μέρει στο χαμηλό ποσοστό επενδύσεων που περιορίζουν την τεχνολογία παραγωγής. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο οι χαμηλές αμοιβές της μισθωτής εργασίας αλλά και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η οποία με τη σειρά της εξηγεί τις ανεπαρκείς εξαγωγικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
in.gr