Στις 22 Δεκεμβρίου του 1978, ο 42χρονος Αντρέι Τσικατίλο περπατούσε στους δρόμους της περιοχής Σάκτι στη Ρωσία…
Από μακριά είδε τα μαύρα μαλλιά ενός μικρού, όμορφου κοριτσιού. Πλησίασε το κορίτσι και άρχισε να της μιλά. Την έλεγαν Γιελένα Ζακοτνόβα, ήταν 9 χρονών και λάτρευε τις τσιχλόφουσκες.
Για κακή της τύχη, στην τσέπη του Τσικατίλο βρισκόταν ένα πακέτο τσίχλες, σπάνια λιχουδιά στη σοβιετική Ρωσία του ’70.
Ενθουσιασμένη, η μικρή ακολούθησε τον άγνωστο άντρα όταν της είπε ότι στο σπίτι του είχε κι άλλα γλυκά. Την οδήγησε σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι που είχε αγοράσει κρυφά απ’ την οικογένειά του και προσπάθησε να την κακοποιήσει, αλλά απέτυχε. Ο Τσικατίλο ήταν σεξουαλικά ανίκανος και δεν είχε καταφέρει ποτέ να συνευρεθεί σεξουαλικά με άλλο άτομο. Απογοητευμένος και εξοργισμένος με την αποτυχία του, βρήκε έναν άλλο τρόπο να πραγματοποιήσει τις αρρωστημένες φαντασιώσεις του.
Άρπαξε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στα γεννητικά όργανα του κοριτσιού. Η 9χρονη πέθανε από αιμορραγία μέσα σε λίγα λεπτά και ο Τσικατίλο πέταξε το άψυχο κορμί της στον κοντινό ποταμό. Δύο μέρες αργότερα, η αστυνομία εντόπισε το πτώμα του παιδιού και ξεκίνησε έρευνες. Σταγόνες αίματος βρέθηκαν κοντά στο σπίτι του Τσικατίλο, αλλά οι αρχές δεν τον υποψιάστηκαν γιατί δεν είχε ποινικό μητρώο. Αντιθέτως, συνέλαβαν έναν άλλο άντρα, τον Αλεξάντερ Κραβτσένκο, που είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για βιασμό. Ο Τσικατίλο σκότωσε για πρώτη φορά και απέφυγε την τιμωρία. Τίποτα δεν τον σταματούσε πια.
Ο σωστός οικογενειάρχης
Ο Αντρέι Τσικατίλο ήταν ένας υπεύθυνος οικογενειάρχης, τρυφερός σύζυγος και στοργικός πατέρας. Είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, εργαζόταν ως καθηγητής και ήταν αφοσιωμένο μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Το δημόσιο προφίλ του ήταν τόσο άψογο που δεν κίνησε ποτέ τις υποψίες των αστυνομικών. Ο πραγματικός Τσικατίλο όμως έκρυβε ένα μεγάλο μυστικό. Η σεξουαλική ανικανότητά του τον στοίχειωνε όλη του τη ζωή και ποτέ δεν ξεπέρασε το αίσθημα κατωτερότητας. Αργότερα κατέθεσε ότι ένιωθε να πνίγεται από τις ορμές του που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει. Συνουσία, οργή, ντροπή και ζήλεια έκαναν ένα θανατηφόρο συνδυασμό που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1978. Πριν από τη δολοφονία της 9χρονης Γελένα, ο Τσικατίλο είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά μαθητές και μαθήτριες του. Τον απέλυσαν το 1974, αλλά ο διευθυντής δεν γνωστοποίησε την υπόθεση και ο Τσικατίλο μετακόμισε σε άλλη πόλη της Ρωσίας και ξεκίνησε απ’ την αρχή. Αν το όνομά του είχε δοθεί στη δημοσιότητα, ίσως να είχαν σωθεί 52 ζωές.
Ο κανιβαλισμός του αδελφού του
Ο Αντρέι Τσικατίλο γεννήθηκε το 1936 στην Ουκρανία. Η οικογένειά του ήταν πάμφτωχη και όπως πολλοί Ουκρανοί εκείνη την περίοδο, κόντευαν να πεθάνουν απ’ την ασιτία. Είχαν σημειωθεί πολλά περιστατικά κανιβαλισμού, όπου άνθρωποι έτρωγαν τους νεκρούς τους για να επιβιώσουν. Ο Αντρέι μεγάλωσε πιστεύοντας ότι και ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε κανιβαλιστεί. Η μητέρα του συνήθιζε να του λέει την ιστορία για να του μάθει να μην κυκλοφορεί μόνος του τα βράδια. Όμως, τα λόγια της μητέρας του στιγμάτισαν τον μικρό Αντρέι για όλη του τη ζωή.
Ειδικοί που μελέτησαν τη ζωή του δολοφόνου, ισχυρίστηκαν ότι ένα άλλο τραυματικό επεισόδιο επηρέασε την ψυχολογία του. Η αδελφή του Αντρέι γεννήθηκε το 1943, όταν οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την περιοχή τους Ουκρανίας όπου ζούσαν οι Τσικατίλο. Ο πατέρας του Αντρέι υπηρετούσε στον Κόκκινο Στρατό και επέστρεψε στο σπίτι του το 1949. Ήταν πολύ πιθανό, υποστηρίζουν οι ειδικοί, Γερμανοί στρατιώτες να βίασαν τη μητέρα του Τσικατίλο μπροστά στα μάτια του.
Ο Τσικατίλο ξεγυμνώθηκε στο δικαστήριο, για να αποδείξει ότι δεν είχε «σώας τα φρένας»
«Μου αρέσει να τη μασουλάω. Είναι τόσο ροζ και μαλακή»
Από το 1978 μέχρι το 1990, ο Αντρέι Τσικατίλο σκότωσε 52 φορές. Οι ηλικίες των θυμάτων του κυμαίνονταν από 9 χρονών μέχρι και 44. Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν άντρας ή γυναίκα, αγόρι ή κορίτσι. Ήθελε μόνο να είναι αρκετά μικρόσωμοι ώστε να μπορεί να τους ακινητοποιήσει. Ο μοναδικός τρόπος που μπορούσε να νιώσει σεξουαλική ικανοποίηση ήταν η στιγμή που το θύμα του άφηνε την τελευταία του πνοή.
Απολάμβανε τις κραυγές τους, τον πόνο τους και το αίμα που έτρεχε απ’ τις πληγές. Τους έδενε τα χέρια και τους μαχαίρωνε μέχρι θανάτου. Έβγαζε και τα μάτια των θυμάτων του, γιατί πίστευε ότι η εικόνα του δολοφόνου εμφανιζόταν στην κόρη του ματιού. Αφού πέθαιναν, ο Τσικατίλο συνήθιζε να κόβει κομμάτια με τα δόντια του, τα οποία κρατούσε σαν τρόπαια. Αγαπημένο του ενθύμιο ήταν η μήτρα των γυναικών, για την οποία έλεγε: «Μου αρέσει να τη μασουλάω. Είναι τόσο ροζ και μαλακή».
Η πρώτη σύλληψη
Στις 6 Νοεμβρίου του 1990, ο Τσικατίλο επέστρεφε στον σταθμό Ντονλέσκοζ. Τα ρούχα του και τα παπούτσια του είχαν πιτσιλιστεί με αίμα και είχε μια κόκκινη κηλίδα στο μάγουλό του. Το παρατήρησε ο αστυνομικός που επέβλεπε το σταθμό και του φάνηκε ύποπτος. Δεν είχε κάποιο λόγο να τον συλλάβει, γι’ αυτό έγραψε απλώς μία αναφορά. Στις 13 Νοεμβρίου όμως, εντοπίστηκε το πτώμα της 22χρονης Σβετλάνα Κορόστικ, λίγα μέτρα απ’ τον σταθμό του τρένου. Όταν οι αστυνομικοί διέτρεξαν τις αναφορές των περασμένων ημερών, αναγνώρισαν αμέσως το όνομα του Τσικατίλο και τον έθεσαν υπό παρακολούθηση. Για έξι μέρες τον παρακολουθούσαν που προσέγγιζε μικρά παιδιά και νεαρές κοπέλες. Τον συνέλαβαν στις 20 Νοεμβρίου και βρήκαν αμέσως στοιχεία που τον συνέδεαν με τις δολοφονίες.
Το μικρό δάχτυλο του Τσικατίλο ήταν σπασμένο και ματωμένο και οι αστυνομικοί κατάλαβαν ότι η πληγή είχε προκληθεί από ανθρώπινα δόντια. Το προτελευταίο θύμα του Τσικατίλο ήταν ο 16χρονος Βίκτορ Τισένκο, που είχε προβάλει σθεναρή αντίσταση και είχε δαγκώσει το δάχτυλό του δολοφόνου. Όμως η ομάδα αίματος του Τσικατίλο διέφερε απ’ αυτή του δολοφόνου. Τελικά έλυσαν το μυστήριο. Η ομάδα αίματος του δολοφόνου προέκυψε από εξέταση του σπέρματος που είχαν βρει στον τόπο του εγκλήματος, ενώ στο αστυνομικό τμήμα εξέτασαν απευθείας το αίμα του Τσικατίλο. Ο δολοφόνος αποδείχθηκε πως ήταν ένα από τα ελάχιστα άτομα στον κόσμο που το αίμα και το σπέρμα του παρουσίαζαν διαφορές.
Η εκτέλεση
Η δίκη του Τσικατίλο ξεκίνησε στις 14 Απριλίου του 1992. Ο κατηγορούμενος ήταν κλεισμένος σε κελί για να προστατευτεί από τις επιθέσεις των εξαγριωμένων συγγενών των θυμάτων. Ο Τσικατίλο παρουσίασε τον εαυτό του ως τρελό, ελπίζοντας να καταλήξει σε ψυχιατρική κλινική κι όχι στη φυλακή. Προσποιούνταν ότι πάθαινε κρίσεις, ξεγυμνωνόταν μέσα στο δικαστήριο και μιλούσε ασυνάρτητα. Υποστήριξε ότι η φύση είχε κλέψει τα γεννητικά του όργανα και κατηγόρησε τον Στάλιν για την πείνα που οδήγησε στον κανιβαλισμό του αδελφού του. Δεν κατάφερε να πείσει το δικαστήριο ότι ήταν τρελός. Καταδικάστηκε σε θάνατο και στις 14 Φεβρουαρίου του 1994 εκτελέστηκε με μία σφαίρα στο κεφάλι.