«Η πηδάς και σώνεσαι ή σκοτώνεσαι – Η Ιφιγένεια έρχεται στον ύπνο μου» – Μαρτυρίες επιζώντων από τα Τέμπη

Lamianow.gr Add a Comment
9 Min Read

«Κάθε βράδυ έχω εφιάλτες. Τα τρία πρώτα βράδια δεν κοιμήθηκα αλλά μετά ξεκίνησα να έχω τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες ύπνου» αναφέρει ένας από τους επιβάτες του τρένου που επιβίωσε από το τραγικό δυστύχημα – Συγκλονίζουν οι περιγραφές επιζησάντων της τραγωδίας στα Τέμπη

Τρεις από τους επιζώντες της φονικής σύγκρουσης των τρένων στον Ευαγγελισμό, μίλησαν για τον εφιάλτη που έζησαν, αλλά και για το γεγονός ότι επιβίωσαν εν αντιθέσει με τους 57 συνανθρώπους μας που χάθηκαν εντελώς άδικα από τις εγκληματικές αμέλειες των υπευθύνων. Οι περιγραφές τους, είναι ανατριχιαστικές και ιδιαίτερα σκληρές, όπως ήταν και η πραγματικότητα που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι και θα τους βασανίζει για το υπόλοιπο της ζωής τους. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών στοιχειώνει την καθημερινότητά τους, κάτι που μπορεί να διακρίνει εύκολα κανείς στο βλέμμα τους…

Ο επιζών από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, Στέργιος Μιναέμης, μίλησε στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη, για τα όσα έζησε στο βαγόνι 3, από όπου υπήρξαν άτομα που δεν κατάφεραν να σωθούν. «Βρισκόμουν στη θέση 51 στο βαγόνι 3 με σκοπό να φτάσουμε Θεσσαλονίκη, να βρω ένα μέρος να νοικιάσω γιατί με περίμενε ήδη ο αδελφός μου και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή. Μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μπουφάν, τον υπολογιστή μου και το κινητό μου. Δεν σώθηκε τίποτα. Εγιναν όλα κάρβουνο. Διάβαζα ένα άρθρο στο κινητό μου και θυμάμαι το παιδί που καθόταν απέναντι μου. Πρώτα είδα το παιδί να πετάγεται στα αριστερά μου και να σκάει δίπλα μου και μετά κατάλαβα ότι υπήρχε φρενάρισμα ή σύγκρουση. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή τι έγινε. Αν είχε πεταχτεί κάτι στις ράγες, αν εκτροχιαστήκαμε ή αν τρακάραμε με άλλο τρένο», περιέγραψε αρχικά ο Στέργιος Μιναέμης.

«Το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω από πού θα φύγουμε. Δεν συγκρίνεται το βαγόνι από το πώς μπήκαμε με το πώς ήταν όταν φύγαμε. Δεν είχες την αίσθηση του χώρου, δεν σου ήταν κάτι οικείο αλλά όλα ήταν μια μάζα, ένα χάος δεν ήξερες τι ήταν κουπέ, τι ήταν διάδρομος, τι ήταν τζάμι. Δεν ήξερες ποιο ήταν το πάνω, το κάτω, το αριστερά και το δεξιά. Μας έδωσε ο Θεός εκείνη τη στιγμή ένα παράθυρο, μέσα από τον καπνό, που βλέπαμε καθαρά τον δρόμο. Μέσα από ένα απόλυτο σκοτάδι, φωτιές δίπλα από το παράθυρο, καπνός, δεν είχαμε οξυγόνο και ήμασταν με μια-δυο ανάσες. Τρίτη ανάσα δεν ξέρω αν πρόλαβε κάποιος να πάρει πριν κλείσουν όλα. Είδαμε την πίσσα, τον δρόμο, τα φώτα και από εκεί καταλάβαμε ότι θα σωθούμε», ανέφερε στη συνέχει ο Στέργιος.

«Το ύψος ήταν μεγάλο, περίπου στα δύο μέτρα. Μέσα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα, καιγόμασταν κιόλας. Εκεί λέω “αγόρι μου ή θα πηδήξεις και αν ακρωτηριαστείς, ακρωτηριάστηκες γιατί κάτω είχε σίδερα σαν λεπίδες από το τρακάρισμα, ή θα καείς ζωντανός και θα μείνεις από οξυγόνο”. Οπότε δεν ήταν κάτι διαπραγματεύσιμο. Ηταν μονόδρομος και προσπαθούσαμε να βγούμε προς τον δρόμο που δεν ήταν τόσο εύκολο»

«Είχε σπάσει ο λαιμός της, η Ιφιγένεια χάθηκε… ίσως να έπρεπε να κάνω περισσότερα»

Αλλος επιζώντας της αμαξοστοιχίας Intercity 62, ο 18χρονος Αγγελος Τσιαμούρας βρισκόταν στο βαγόνι 6 και μέσα στον χαμό προσπάθησε να βοηθήσει όποιον μπορούσε. «Κάθε βράδυ έχω εφιάλτες. Τα τρία πρώτα βράδια δεν κοιμήθηκα αλλά μετά ξεκίνησα να έχω τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες ύπνου. Γενικώς με επισκέπτονται και δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Δεν θέλουν να με αφήσουν ακόμα. Ισως να θέλουν να μου που κάτι. Να ξυπνήσω κάποιον; Δεν ξέρω. Κάτι όμως θέλουν σίγουρα να μου πουν. Βλέπω συνέχεια την Ιφιγένεια, δεν με έχει αφήσει ακόμα. Την πρώτη βραδιά που κοιμήθηκα είδα και το άλλο παιδί που ήταν στο βαγόνι αλλά πολύ θολά. Η Ιφιγένεια έρχεται όμως καθαρά ακόμα», ανέφερε αρχικά ο φοιτητής.

«Βρισκόμουν στο βαγόνι 6 όπου η σύγκρουση δεν ήταν ισχυρή. Εγώ δηλαδή δεν το κατάλαβα ότι έγινε σύγκρουση. Σταματάει όμως το τρένο, υπήρχε μια γιαγιά που είχε χτυπήσει και είχε κόψει το φρύδι της, ξεκινάνε τα ουρλιαχτά οπότε καταλαβαίνω πως κάτι είχε συμβεί. Στην αρχή ασχολήθηκα με την γιαγιά, γιατί έπρεπε να την βγάλω κάτω από το βαγόνι, ενώ υπήρχαν και άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε αυτό. Τους ένοιαζε απλά να βγάλουν τη βαλίτσα τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αν και δεν υπήρχε καν σύγκρουση ή κίνδυνος στο δικό μας βαγόνι», περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Αγγελος.

«Το καταλαβαίνω, μπορώ να το δικαιολογήσω και κάπως πως ήθελαν να σώσουν το τομάρι τους. Επειτα έφυγα από εκεί προς τα μπροστινά βαγόνια, φώναζα αν είναι κανείς μέσα στο τρένο και στην αρχή δεν έπαιρνα απάντηση. Μετά πήρα απάντηση, υπήρχαν κι άλλοι που έψαχναν εκείνη την ώρα και ένας από αυτούς ήταν ο κ. Γιώργος ο οποίος ήταν πραγματικά σαν Αγιος που εμφανίστηκε σε μένα εκείνη την βραδιά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μαζί με τον κ. Γιώργο από το βαγόνι 4 φύγαμε από τα παράθυρα, γιατί οι πόρτες ήταν εγκλωβισμένες και κατευθυνθήκαμε στο βαγόνι 3. Εκείνος ήταν που ανέβηκε πρώτος στο βαγόνι 3, πάτησε στα συντρίμμια για να μου δείξει πού να πατήσω και να μην κοπώ. Δηλαδή θυσίασε τα δικά του χέρια ώστε να κοπεί αυτός και μετά να ανέβω εγώ για να δούμε τι θα δούμε. Προτού όμως ανέβω πάνω, μου είπε να πάω να φωνάξω την ΕΜΑΚ για να φέρουν ψαλίδια και φορεία. Ο Γιώργος δεν έφυγε ποτέ από το βαγόνι 3. Εσωζε κόσμο, τους παρηγορούσε και τους έλεγε “δεν θα φύγουμε αν δεν βγάλουμε και τον τελευταίο από εσάς”», ανέφερε ο 18χρονος.

Αναφερόμενος στην Ιφιγένεια, «Είδα και την Ιφιγένεια. Την είχαν μετακινήσει ήδη. Είχε σπασμένο λαιμό, φαινόταν. Δεν είχε τις αισθήσεις της, αλλά είχε σφυγμό. Η Ιφιγένεια χάθηκε μετά από κάνα δεκάλεπτο, δεν είχε έρθει φορείο, δεν είχαν έρθει ψαλίδια…».

«Μια κοπέλα πήδηξε από το βαγόνι κι έσπασε…»

Ετερη επιζήσασα, η Ευδοκία Τσαγκλή μίλησε στην εκπομπή. Η Ευδοκία καθόταν στο βαγόνι τρία. «Κάθε εβδομάδα από το 2019 είμαι μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Και το ίδιο δρομολόγιο… 19:22… Σηκώσαμε μέταλλα, σίδερα φλεγόμενα, κι εκεί ήρθε η πρώτη φρικαλέα σκέψη ότι θα καείς», λέει με κομπιασμένη φωνή. «Βγήκα ξαφνικά πάνω, είδα τον ουρανό και ήμουν εκεί πάνω και κάτω έχει πέτρες. Είδα μια κοπέλα, βγήκε από το βαγόνι ουρλιάζοντας. Πηδάει και σπάει… Κι άλλη μια κοπέλα μετά μου ζητούσε να τη βοηθήσω. Ελεγε “δεν θέλω να πεθάνω”. Απλωσα το χέρι μου και τη σήκωσα σαν να ήταν 3 κιλά… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια της… Τη μία είμαι καλά, και την άλλη στιγμή τα χάνω…» λέει με δάκρυα στα μάτια μην μπορώντας να ξεπεράσει το σοκ.

«Είδα τη μητέρα με το μωρό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν να το ταΐζει και μετά χάθηκε από τα χέρια της. Της έλεγα ηρεμήστε θα το βρούμε το μωρό. Ηταν κάτω από το κάθισμά μου. Τα παιδιά μπροστά είχαν καταφέρει να σπάσουν ένα παράθυρο κι άρχισαν να βγάζουν τον κόσμο έξω. Οταν έβγαλαν τη μητέρα με το παιδί, ήρθε η Ευγενία κοντά μου και μου λέει βοήθησέ με. Πηγαίνουμε πιο μπροστά, και εκεί καθόταν η Ιφιγένεια μαζί με τον Φάνη. Τον άκουσα να φωνάζει και να ζητά να τη βγάλουμε. Η μισή ήταν από μέσα ή άλλη μισή απ’ έξω. Την είχαν “κολλήσει” οι λαμαρίνες. Ηταν σφηνωμένη. Την βγάλαμε με το αγόρι της. Είχε ακόμα σφυγμό…».

reader.gr

Share This Article
Leave a comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Exit mobile version