Οι ιαχές θριάμβου για τους αλλοτινούς άθλους του Πύρρου και της παρέας του σκεπάστηκαν από τα αναφιλητά του ενός και μόνου Ελληνα εκπροσώπου της άρσης βαρών στο Τόκιο – Πώς τα παιχνίδια εξουσίας και το σκάνδαλο ντόπινγκ του Πεκίνου οδήγησαν στην απόλυτη απαξίωση το άθλημα που χάρισε στην Ελλάδα τα περισσότερα ολυμπιακά μετάλλια
Ανάμεσα στις πιο δυνατές εικόνες των πλέον περίεργων Ολυμπιακών Αγώνων της Ιστορίας είναι αυτή με τον δακρυσμένο αρσιβαρίστα μας Θοδωρή Ιακωβίδη να ξεσπά για το αδιέξοδο που βιώνει και να ξεγυμνώνει την ψυχή του σε πανελλαδική μετάδοση, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να αποχωρήσει από το άθλημα που αγαπά και υπηρετεί από τα μικράτα του.
Το σκηνικό συγκίνησε όχι μόνο επειδή εξέθεσε το προσωπικό δράμα ενός σημαντικού αθλητή με τον πιο έντονο τρόπο, αλλά και γιατί πολύς κόσμος συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι πίσω από τις λαμπερές επιτυχίες που προκαλούν εθνική ανάταση και κύματα χαράς κρύβονται πολλά προβλήματα, απογοητεύσεις, δοκιμασίες, αλλά και τα κλασικά ελληνικά φαινόμενα της αδιαφορίας, της εγκατάλειψης, της ανοργανωσιάς.
Συνειδητοποίησε, όμως, με την ιστορία του Ιακωβίδη και κάτι ακόμα: η άλλοτε αγαπημένη άρση βαρών, ένα άθλημα που έκανε τη δεκαετία του 1990 και τουλάχιστον μέχρι τους Αγώνες της Αθήνας το 2004 κάθε Ελληνα να ριγήσει από χαρά και περηφάνια, έχει πια περιέλθει σε απαξία και πλήρη ανυποληψία, ανίκανη να παράσχει τα βασικά στους αθλητές της εθνικής ομάδας.
Για όσους παρακολουθούν στοιχειωδώς τα αθλητικά πράγματα, η πτώση της άρσης βαρών ήταν γνωστή εδώ και χρόνια, αλλά ο 30χρονος αθλητής έκανε τους πάντες να αντιληφθούν τη βαθιά κρίση και να απορήσουν μαζί: πώς από την dream team του Πύρρου Δήμα και των άλλων τρομερών παιδιών εκείνης της εποχής φτάσαμε να μετέχουμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες με μόλις έναν αθλητή; Πώς από το «κάτσε κάτω απ’ την μπάρα» του θρυλικού προπονητή Χρήστου Ιακώβου, ακούγονται τώρα τα αναφιλητά ενός απελπισμένου παιδιού που δεν έχει ούτε καν φυσικοθεραπευτή και αδυνατεί να κάνει τη στοιχειώδη προετοιμασία για μια τόσο σημαντική διοργάνωση; Και πώς σ’ ένα άθλημα για το οποίο η Πολιτεία διέθετε διαχρονικά τεράστια κονδύλια, ακόμη και γιγάντιο στάδιο (το σπίτι της Αρσης Βαρών στη Νίκαια) για να το στεγάσει, μετράμε πλέον με το ζόρι κάποια δραστήρια σωματεία και σχεδόν έχουμε ξεχάσει ακόμα και την ίδια την ύπαρξή του;
Ο Θοδωρής Ιακωβίδης πήγε στο Τόκιο την τελευταία στιγμή και ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της χώρας μας στο άθλημα της άρσης βαρών
Περασμένα μεγαλεία
Ο Θοδωρής Ιακωβίδης πήγε στο Τόκιο την τελευταία στιγμή και ήταν ο μοναδικός εκπρόσωπος της χώρας στο άθλημα της άρσης βαρών. Στην πραγματικότητα, η χώρα μας έχει πετάξει λευκή πετσέτα εδώ και πολύ καιρό. Ανθρωποι που παρακολουθούν τις εξελίξεις, ακόμα και ένδοξα ονόματα του παρελθόντος, έχουν την αίσθηση ότι ουδείς ενδιαφέρεται από την οικεία ομοσπονδία για το πού πάει το άθλημα. Για παράδειγμα, η χώρα μας κατάφερε να συμμετάσχει στους Αγώνες του Τόκιο μόνο και μόνο επειδή άλλες χώρες που ήταν παραπάνω στην κατάταξη δεν εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Οι αρμόδιοι είχαν τόσο αδιαφορήσει που δεν διοργάνωσαν τη συμμετοχή στον αναγκαίο αριθμό αγώνων ώστε να εξαντληθούν οι πιθανότητες αθλητών μας (όπως πιθανόν της Μαρίας Πιπιλιαρίδου) να πιάσουν τα όρια για τους Αγώνες. Η επίκληση οικονομικής αδυναμίας δεν ισχύει, κατά τα φαινόμενα, καθώς το υφυπουργείο Αθλητισμού (Αυγενάκης, Μαυρωτάς) αύξησε την τελευταία διετία τη χρηματοδότηση και, πάντως, διοχετεύει χρήματα σε σταθερή βάση, διευκολύνοντας τον προγραμματισμό, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η διαχείριση των κονδυλίων γίνεται με ορθό τρόπο – και μάλλον δικαίως υπάρχουν πολλά ερωτήματα.
Είτε πρόκειται για νοοτροπία ωχαδελφισμού, είτε λαθεμένης εκτίμησης των πραγμάτων, η Ελληνική Ομοσπονδία Αρσης Βαρών (ΕΟΑΒ) εκτέθηκε ανεπανόρθωτα και μόνο από το γεγονός ότι το ξέσπασμα του Ιακωβίδη προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον του κόσμου: στο πλευρό του στάθηκαν κορυφαίοι αθλητές όπως οι αδελφοί Αντετοκούνμπο, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου έσπευσαν μέσω των social media να εκφράσουν συμπαράσταση και να συνδράμουν στην εξεύρεση χορηγών που θα στέρξουν την προσπάθεια και τον στόχο του να συνεχίσει.
Τα αντανακλαστικά των φιλάθλων αποδεικνύονται ισχυρά, με τη συναισθηματική μνήμη να παίζει τον ρόλο της. Δεν είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς τα όσα όμορφα πετύχαιναν οι αρσιβαρίστες επί πολλά χρόνια σε όλες τις διοργανώσεις. Από εκείνες τις θριαμβικές στιγμές όμως να φτάνουμε στο σημείο να μην μπορούν να φάνε ούτε καν σε… συσσίτια ενορίας (στην Καλλιθέα) -υπήρχε σχετική πρόνοια, την οποία διέκοψε βίαια η ομοσπονδία χωρίς να δώσει άλλη λύση- ή να χάνουν τη δυνατότητα να πηγαίνουν στο γυμναστήριο του Αγίου Κοσμά, η απόσταση είναι χαώδης και προκαλεί μόνο θλίψη.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ ο Πύρρος και ο Κάχι ξαναπαίρνουν το χρυσό και γίνονται δύο από τους τέσσερις αρσιβαρίστες που έχουν καταφέρει τρίτο χρυσό στην ιστορία του αθλήματος
Η χρυσή εποχή
Η όμορφη ιστορία της ελληνικής άρσης βαρών ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τα πρώτα δειλά βήματα έγιναν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, όταν η ελληνική αποστολή με πέντε αθλητές κατέκτησε τέσσερις θέσεις στην οκτάδα και ενώ η ομοσπονδία υπό τον κ. Γιάννη Σγουρό έχει ξεκινήσει από το 1984 ένα νέο πρόγραμμα αναγέννησης του αθλήματος και ανάδειξης ταλέντων – είχαμε να πάρουμε μετάλλιο σε Ολυμπιακούς από το 1902! Αμέσως μετά τη Σεούλ, το πρώτο βήμα γίνεται όταν προσλαμβάνεται στη θέση του εθνικού προπονητή ο Χρήστος Ιακώβου, ο 40χρονος επιτυχημένος πρώην αρσιβαρίστας, με επιχειρηματική παρουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλές νέες ιδέες για την ανάπτυξη του αθλήματος, διάθεση για πλήρη αφοσίωση, ασίγαστη φλόγα για διακρίσεις, μα κυρίως ισχυρό χαρακτήρα για να σηκώσει το βάρος του εγχειρήματος.
Είναι η εποχή όπου οι άνθρωποι της ομοσπονδίας αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τον «χρυσό» που κρύβεται στους Ελληνες της Αλβανίας, με πρώτο και πιο λαμπερό παράδειγμα τον Πύρρο Δήμα, τον οποίο εντοπίζουν σε πρωτάθλημα εφήβων να αγωνίζεται με τα χρώματα της γειτονικής χώρας. Ηταν το 1987 στο τουρνουά «Τόφαλος – Κακούσης», με τον 16χρονο τότε Πύρρο να θεωρείται από τους ειδήμονες ο μελλοντικός «Γκάλης της άρσης βαρών».
Η επιχείρηση «Πύρρος» περνάει διά πυρός και σιδήρου και παρά τα διαδικαστικά εμπόδια που συναντά, κυρίως στην Αθήνα, λειτουργεί καταλυτικά για τη χρυσή περίοδο του αθλήματος. Στη Βαρκελώνη το 1992, όταν με τα χρώματα της Ελλάδας αγωνίζεται και ο Βαλέριος Λεωνίδης (5ος τότε), όλοι καταλαβαίνουν, μετά τη χρυσή επιτυχία, ότι τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο στην άρση βαρών αλλά και στον ελληνικό αθλητισμό εν γένει. Η αλήθεια είναι ότι πριν το χρυσό του Πύρρου, πέραν των λίγων ανθρώπων που εκπονούσαν και εφάρμοζαν το μεγαλόπνοο σχέδιο, ουδείς υποψιαζόταν καν τι θα επακολουθήσει.
Κάποιοι θυμούνται βέβαια ότι μόνο εύκολη δεν ήταν εκείνη η προσπάθεια για να έρθουν το συντομότερο τα παιδιά από την Αλβανία. Προκειμένου μάλιστα να προχωρήσει η ένταξή τους στη γαλανόλευκη ομάδα, οργανώθηκε ολόκληρη αποστολή στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα εφήβων το 1991 και μάλιστα με την αποφασιστική παρέμβαση του κ. Αντώνη Σαμαρά, υπουργού Εξωτερικών τότε, καθώς η αρχική πρόθεση του υφυπουργείου Αθλητισμού ήταν να μην υπάρξει συμμετοχή!
Στο περιθώριο εκείνης της διοργάνωσης δρομολογήθηκαν τα πάντα, κυρίως σε μια συνάντηση των ανθρώπων της ελληνικής ομοσπονδίας, υπό τον κ. Σγουρό, με τον Πύρρο Δήμα και τον αδελφό του Οδυσσέα. Ακολουθεί μια επίπονη γραφειοκρατική διαδικασία για την έκδοση των απαραίτητων εγγράφων τού τρεις φορές Ολυμπιονίκη που θα λήξει μόλις λίγες ημέρες πριν από τους Αγώνες της Βαρκελώνης και πάλι με πολιτική παρέμβαση, αυτή τη φορά από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Σωτήρη Κούβελα. Προς τούτο είχε επισπευστεί ακόμα και η ορθόδοξη βάφτιση του Πύρρου, τον Απρίλιο του 1992, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Νέα Σμύρνη από τον ίδιο τον κ. Σγουρό!
Με την αίγλη του χρυσού μεταλλίου που κερδήθηκε υπό την ιαχή του Πύρρου «για την Ελλάδα», κάτω από το λόφο Μονζουίκ, δίπλα στην παραλία Μπαρτσελονέτα και πολύ κοντά στο πάρκο του Γκαουντί, ήταν θέμα χρόνου να συγκροτηθεί η σούπερ ομάδα της άρσης βαρών με την προσθήκη μεγάλων ονομάτων. Τα επόμενα βήματα σχεδιάστηκαν το ίδιο βράδυ, με φημισμένες ετικέτες ισπανικού κρασιού να μεθούν την επιτυχία στο εστιατόριο «Los Caracoles», δύο τετράγωνα από την περίφημη Ράμπλα και λίγο πιο πάνω από τη λεωφόρο Κολόμβου.
Το άθλημα αρχίζει να γοητεύει και χιλιάδες νέοι τρέχουν στα γυμναστήρια, ασχολούνται και μαθαίνουν τα αρασέ και τα ζετέ. Τα σωματεία από περίπου 15 που ήταν δραστήρια τη δεκαετία του ’80, φτάνουν τα 60 το ’99, ενώ το 2004 ξεπερνούν τα εκατό! Η Εθνική αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα κατακτώντας μεγάλες διακρίσεις: στη Μελβούρνη το 1993, στην Κωνσταντινούπολη το 1994 και την Κίνα το 1995, όπου σκαρφάλωσε δεύτερη στον πίνακα με τα μετάλλια.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 συντελείται κοσμογονία, αφού στην ομάδα έχει ενταχθεί στο μεταξύ και ο ξεχωριστός Κάχι (Ακάκιος) Καχιασβίλι. Ο Πύρρος και ο «Κλαρκ» -όπως ήταν το προσωνύμιο του ομογενούς από την Γεωργία, λόγω της ικανότητάς του να σηκώνει βάρη όπως το γνωστό μηχάνημα- παίρνουν χρυσά, ενώ ακόμα τρεις αθλητές, ο Λεωνίδας Σαμπάνης, ο Βαλέριος Λεωνίδης και ο Λεωνίδας Κόκκας κρεμάνε στον λαιμό τους ασημένια μετάλλια. Ο Γιώργος Τζελίλης και ο Βίκτωρας Μήτρου φτάνουν μέχρι την τέταρτη θέση και ο Παύλος Σαλτσίδης πλασάρεται στην έβδομη. Αθλημα με οκτώ Ολυμπιονίκες δεν είχε ποτέ η χώρα μέχρι τότε.
Η κορύφωση
Η εντυπωσιακή άνοδος της άρσης βαρών συνεχίζεται και κορυφώνεται ουσιαστικά το 2000 στο Σίδνεϊ. Σε εκείνους τους Ολυμπιακούς ο Πύρρος και ο Κάχι ξαναπαίρνουν το χρυσό -είναι δύο από τους τέσσερις αρσιβαρίστες που έχουν καταφέρει τρίτο χρυσό στην ιστορία του αθλήματος- ενώ οι Σαμπάνης και Μήτρου γυρίζουν με το ασημένιο.
Ενδεικτικό της θεαματικής προόδου είναι και το γεγονός ότι για πρώτη φορά κατακτά μετάλλιο και γυναίκα, η Γιάννα Χατζηιωάννου, με την τρίτη θέση που κατέλαβε – επιτυχία και από τη Μαρία Τάτση με την ενδέκατη θέση. Ο Βαλέριος Λεωνίδης βρίσκεται στην έκτη θέση τότε και ο Χρήστος Σπύρου στην έβδομη.
Ουσιαστικά το Σίδνεϊ ήταν μια πρώτη καμπή, καθώς οι δύο μεγάλοι αστέρες, ο Δήμας και ο Καχιασβίλι, έφτασαν στο peak τους, ενώ σιγά-σιγά ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους και άλλοι. Η πρόκληση των Αγώνων της Αθήνας λειτουργεί ενισχυτικά, αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι η συγκεκριμένη φουρνιά έδωσε ήδη το καλύτερο κομμάτι της. Ετσι το 2004 διασώζεται μόνο ο Πύρρος, με το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία του, ενώ ο Καχιασβίλι, ταλαιπωρημένος από τραυματισμούς και έχοντας φτάσει στα 35 του, ακυρώνεται, όπως και ο Σαμπάνης. Ο Μήτρου κατακτά την πέμπτη θέση, ενώ ο νεαρός Γιώργος Μαρκούλας πλασάρεται στην τέταρτη και αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον. Από τις πέντε γυναίκες που μετέχουν ξεχωρίζει η Χριστίνα Ιωαννίδου (5η), ενώ η Βασιλική Κασάπη φτάνει ως την όγδοη θέση.
Προοπτικές για τη συνέχεια υπάρχουν, καθώς το κράτος χρηματοδοτεί την ομοσπονδία κάθε χρόνο με πολλά λεφτά (κοντά στα 2 εκατ. ευρώ έφτανε η επιχορήγηση τότε) και το ενδιαφέρον για ενασχόληση με το άθλημα παραμένει υψηλό. Ωστόσο, στο μεταξύ αρχίζει να χαλάει το κλίμα στην ομοσπονδία, ιδίως μετά την αποχώρηση Σγουρού, ο οποίος έχει εκλεγεί από το 2002 νομάρχης Αθήνας. Οι εσωτερικές έριδες και οι μάχες εξουσιών δίνουν και παίρνουν, ιδίως τώρα που λείπουν οι εύκολες διακρίσεις από τους χαρισματικούς αθλητές της απερχόμενης φουρνιάς.
Το ντόπινγκ και η κρίση του ’10
Η καταλυτική εξέλιξη που έπληξε το γόητρο του αθλήματος ήταν το σκάνδαλο ντόπινγκ πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008. Ουσιαστικά εκεί έγινε η πρώτη αποκαθήλωση. Εντεκα αθλητές (από τους 13) βρέθηκαν θετικοί σε έλεγχο της WADA, η ομάδα αποδεκατίστηκε, κυρίως όμως έχασε μεγάλο μέρος από τον μύθο που είχε φτιάξει. Οι σκιές πέφτουν βαριές, το Πεκίνο φυσικά χάνεται, ο δε Χρήστος Ιακώβου παραιτείται από ομοσπονδιακός προπονητής. Το άθλημα μπαίνει σε θολά νερά, με έντονες αμφισβητήσεις και την αχλή της απαξίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα έρχεται η οικονομική κρίση του 2009-10, που πλήττει καίρια την ομοσπονδία. Μεμιάς η κρατική επιχορήγηση πέφτει κάτω από μισό -τότε γίνεται η μεγάλη μείωση και όχι αργότερα-, οι όποιοι χορηγοί είναι ήδη άφαντοι, ενώ το «κυνήγι μαγισσών» που ξεκινά τότε κατά των προνομίων που απολαμβάνουν οι Ολυμπιονίκες έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρυνθούν πολλοί φιλόδοξοι αθλητές και το ενδιαφέρον να ατονήσει.
Αποτέλεσμα εκείνου του διπλού χτυπήματος ήταν η σταδιακή μείωση των σωματείων από 130 την περίοδο της ακμής σε κάτι περισσότερα από 30 (ενεργών και λιγότερο ενεργών) το 2020. Η περιπέτεια με το ντόπινγκ συνεχίζεται και το 2009 με δύο κρούσματα. Ηδη από το φθινόπωρο του 2008 ο Πύρρος Δήμας αναλαμβάνει το τιμόνι της ομοσπονδίας, αλλά ουδέποτε κατάφερε να οδηγήσει το καράβι σε ασφαλή νερά. Το 2012 εκλέγεται βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, κάτι που περιορίζει τον χρόνο ουσιαστικής ενασχόλησής του με το άθλημα.
Η επιδότηση συνεχίζει να μειώνεται (έχει φτάσει κάτω από τα 400.000 ευρώ ετησίως), ενώ το 2013 η ομοσπονδία παρουσιάζει χρέη πάνω από 350.000 ευρώ! Παρότι το 2014 και οι 25 κατηγορούμενοι (αθλητές και παράγοντες) για την υπόθεση ντόπινγκ του 2008 αθωώνονται στα πολιτικά δικαστήρια, το γόητρο του αθλήματος δεν ανακάμπτει, κυρίως επειδή δεν υπάρχουν στο μεταξύ μεγάλες διακρίσεις, αφού η ομοσπονδία λιμνάζει στην έλλειψη σχεδίου και οργάνωσης.
Οι κόντρες
Την τελευταία πενταετία ξεσπά στην ΕΟΑΒ ανηλεής πόλεμος, με τα δάκρυα του Ιακωβίδη να είναι η κορυφή του παγόβουνου, όπως αποδεικνύεται. Ο Πύρρος Δήμας, αφού ιδρύει τον Μάιο του 2016 την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Διεθνές Ινστιτούτο Αθλητισμού Πύρρος Δήμας», αποφασίζει λίγο αργότερα να αποχωρήσει από την προεδρία της ΕΟΑΒ και να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, κλείνοντας συνεργασία με την αμερικανική ομοσπονδία άρσης βαρών. Ο διττός του ρόλος, καθώς παραμένει ισχυρός παράγοντας στην ελληνική ομοσπονδία, η συχνή απουσία του, αλλά και ο τρόπος διαχείρισης φέρνουν σοβαρές τριβές, ακόμα και με παλιούς του συναθλητές. Στις αρχές του 2018 απομακρύνει τον Βαλέριο Λεωνίδη από τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή (τοποθετώντας τον αδελφό του Οδυσσέα), ενώ συγκρούεται πριν και μετά με ανθρώπους όπως ο Λεωνίδας Σαμπάνης, ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, ο Χρήστος Σπύρου, η Κυριακή Γαλάνη, ο Βίκτωρ Μήτρου, η Γιάννα Χατζηιωάννου, ο Γιώργος Τζελίλης, ο Παύλος Σαλτσίδης, ο Γιάννης Γέροντας, ο Κώστας Κορλός, ενώ και ο Χρήστος Ιακώβου τού ασκεί κριτική.
Στις εκλογές που γίνονται στις αρχές του 2019 για τη διοίκηση της ομοσπονδίας εμφανίζεται ισχυρή αντιπολίτευση, που αμφισβητεί έντονα την πολιτική της ηγετικής ομάδας, κάνει καταγγελίες και προβλέπει καταστροφή – την καταστροφή που ήρθε με το ναυάγιο στο Τόκιο. Ακόμα κι αν η κινητοποίηση φιλάθλων και χορηγών καταφέρει να στεγνώσει τα δάκρυα του Ιακωβίδη, ο διχασμός της ομοσπονδίας και η αδυναμία της ηγετικής ομάδας να χαράξει νέο δρόμο θα ταλαιπωρούν και θα πλήττουν για καιρό ακόμα το άθλημα.