Μέσα Απριλίου του 2022. Στο κλειστό γυμναστήριο του Τάε Κβον Ντο στο Φαληρικό Δέλτα διεξάγεται το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Στην κατάμεστη αρένα του 5.700 σύνεδροι εγκρίνουν το νέο καταστατικό που προβλέπει εκλογή προέδρου από τη βάση του κόμματος. Μαζί με την επικύρωση της δημιουργίας ενός αρχηγικού πλέον κόμματος υπό την ηγεσία του Τσίπρα, οι σύνεδροι εγκρίνουν τη συγκρότηση Επιτροπής Δεοντολογίας. Πρόκειται για τη σύσταση ενός οργάνου που για πρώτη φορά αποκτά το κόμμα και θα συνεδριάζει στον έκτο όροφο της Κουμουνδούρου επιβλέποντας την κομματική πειθαρχία.
Με δυο λόγια, θα έχει ως αρμοδιότητα να διαγράφει ανυπάκουα μέλη, «διαγράφοντας» έτσι τη μακρά παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ να μη διαγράφει. Κάπως έτσι, οι άλλοτε «ξορκισμένες» λέξεις όπως «κομματική κύρωση», «καθαίρεση», «καρατόμηση», «αποβολή», «αφαίρεση ιδιότητας» κ.λπ. εισέρχονται επισήμως στο κομματικό λεξιλόγιο. Οι σύνεδροι ψηφίζουν και τη 15μελή ομάδα στελεχών, επί της ουσίας τη μοναδική που κλήθηκε να επιλέξει το συνέδριο, που θα απαρτίζουν την επιτροπή. Συντονιστικό ρόλο σε αυτή θα έχει αυτοδικαίως ως πρόεδρός της ο έμπειρος Αντώνης Κοτσακάς, παλιός υπουργός του ΠΑΣΟΚ και από τα πρωτοπαλίκαρα του Ακη Τσοχατζόπουλου. Υπερισχύει σε σταυρούς προτίμησης του εκλεκτού της «Ομπρέλας» Μάκη Μπαλαούρα, αντιστασιακού αγωνιστή επί χούντας και μακροχρόνιου στελέχους της Ανανεωτικής Αριστεράς.
Κατά τα άλλα, η νεοσύστατη επιτροπή καθώς εκλέγεται από το συνέδριο απολογείται μόνο σε αυτό. Πράγμα που σημαίνει -και έχει σημασία για τους εσωκομματικούς συσχετισμούς- ότι δεν δεσμεύεται από τον πρόεδρο, ούτε είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει την όποια απόφασή του. Χώρια που για να λάβει απόφαση επιβολής ποινής απαιτείται ειδική πλειοψηφία 2/3, δηλαδή να την εγκρίνουν τα 10 από τα 15 μέλη της. Προηγουμένως, όμως, οφείλει η ίδια να ορίσει τριμελή ομάδα για κάθε κομματικό μέλος που παραπέμπεται στη δικαιοδοσία της.
Να τρέξει την προδιαδικασία αξιολόγησης των δεδομένων και να κάνει εισηγήσεις στην ολομέλειά της. Ζήσε Μάη μου δηλαδή! Η υπόθεση μυρίζει κιόλας παραπομπή στις ελληνικές καλένδες από τη στιγμή που η Επιτροπή Δεοντολογίας ζητάει τη «συμβουλευτικού χαρακτήρα» άποψη της Κεντρικής Επιτροπής για το θέμα που αφορά τη διαγραφή των Φίλη, Σκουρλέτη, Βίτσα και Τζουμάκα. Τα στελέχη που «πρόγραψε» εξ αποστάσεως μέσω Twitter/X ο νέος κομματικός πρόεδρος. Ηδη η ομάδα Αχτσιόγλου, η «Ομπρέλα», το νέο ρεύμα Τεμπονέρα, οι πρώην προεδρικοί και οι νεοπροεδρικοί του Κασσελάκη αναλώνονται σε παρασυνάξεις προς επηρεασμό των 300 μελών της Κ.Ε. προκειμένου να υπάρξει πλειοψηφία στη γνωμοδότησή τους υπέρ ή κατά των διαγραφών.
Δεν τους διέγραφε, τους «έγραφε»
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ένα τέτοιο πειθαρχικό όργανο, προϊόν εσωκομματικών ισορροπιών και υπό την υποχρέωση τήρησης των προβλέψεων του καταστατικού, ήταν από την ίδρυσή του αργό, ανομοιογενές, αμήχανο, ράθυμο, αν όχι εντελώς αδρανοποιημένο. Ετσι κι αλλιώς, ο Τσίπρας δεν απομάκρυνε μέλη και στελέχη από το κόμμα απ’ όταν εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνασπισμού το μακρινό 2008. Δεν ήταν φαν των αυστηρών διοικητικών αποχαιρετισμών και των γραφειοκρατικών εκκαθαρίσεων. Τους εσωκομματικούς διαφωνούντες δεν τους διέγραφε, απλώς τους κατέγραφε, αν τελικά δεν τους «έγραφε».
Είχε άλλωστε τον τρόπο να τους απομακρύνει αναίμακτα αντί να σύρει με πυγμή τη σπάθα των πειθαρχικών αποκεφαλισμών. Αποχώρησαν, για παράδειγμα, ο Φώτης Κουβέλης και σύσσωμη η Ανανεωτική Πτέρυγα στο 6ο Συνέδριο του ΣΥΝ το 2010, και η απάντησή του ήταν περίπου του τύπου «στο καλό και κλείστε χωρίς κρότο την πόρτα». Εξώθησε ακόμη με την «κωλοτούμπα» του το καλοκαίρι του 2015 σε ομαδική αποχώρηση το 1/3 της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας. Και από μνημονιακό πλέον μετερίζι κατευόδωσε την Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, καθώς και τους Γιάνη Βαρουφάκη και Ζωή Κωνσταντοπούλου, σχεδόν σε στυλ «προσεκτικά και από το αριστερό πεζοδρόμιο». Διέθετε βέβαια τότε την κοινοβουλευτική αβάντα των ΑΝ.ΕΛ. και του συγκυβερνήτη του Καμμένου.
Η μοναδική «διαγραφή» που έκανε ποτέ ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τον Δεκέμβριο του 2021, όταν έθεσε εκτός Κ.Ο. του κόμματος τον Παναγιώτη Κουρουμπλή για απαράδεκτες δηλώσεις του περί «δολοφόνων» της κυβέρνησης με αφορμή τους νεκρούς από την πανδημία. Γνωστοποίησε τότε την, όπως αποδείχτηκε, εικονική αποπομπή με επιστολή του στον πρόεδρο της Βουλής. Δέκα μήνες αργότερα, πάλι με επιστολή στον ίδιο θεσμικό αποδέκτη, κοινοποίησε τον επαναπατρισμό του βουλευτή στις κομματικές αγκάλες. Στις αιτιάσεις μερίδας του εσωκομματικού μηχανισμού γιατί δεν επιφύλαξε παρόμοια μεταχείριση προσωρινής κομματικής ποινής στον Πολάκη που αναλωνόταν σε χειρότερου ύφους και ήθους επιθέσεις εντός Βουλής, ο Τσίπρας ήταν γλυκόλογα απολογητικός προς τους συνομιλητές του.
Επικαλούνταν την ιστορική παράδοση του πολιτικού του χώρου να μην κρίνει ισοπεδωτικά τις διάφορες πολιτικές απόψεις, αλλά με ευελιξία και ανεκτικότητα, σύμφωνα με τις αρχές του διαλόγου και της συλλογικότητας. Αυτή η, υπό τη ρήτρα επιείκειας, ψυχοπονιάρικη αφήγησή του είχε πέραση στα διάφορα εσωκομματικά ταμπούρια. Ανεξάρτητα αν κάποια από αυτά του χρέωναν έλλειψη ηγετικής αποφασιστικότητας και άλλα του πίστωναν ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση. Εστω κι αν η τελευταία έδειχνε μια ροπή προς την αλαζονεία.
Το μαρτύρησε η εκνευρισμένη στάση του όταν τον Οκτώβριο του 2016 επί «πρώτης φοράς Αριστεράς» κυβέρνησης απευθύνθηκε στους συνέδρους του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας «δεν ξέρω αν έχετε καταλάβει τι ψηφίσατε, αλλά είστε ενάντια στην εισήγησή μου» – και ζήτησε επανάληψη της ψηφοφορίας. Δεν θα έλεγε κανείς αυτή την επιτακτική παρέμβασή του επιτομή της «πλέριας» δημοκρατικής πολυφωνίας.
Εφτασε βέβαια κάποτε στο αμήν η Κουμουνδούρου ώστε να τραβήξει αυστηρά το αυτί του Πολάκη. Του απέδιδε ιδιωτική ατζέντα που αγνοούσε τις αρχές και την πολιτική του κόμματος, ενώ διαπίστωνε ότι προφανώς είχε συνειδητά αποφασίσει να θέσει εαυτόν εκτός εκλογικής μάχης. Προφανέστατα, ο προσφιλής του αρχηγού «αψύς Κρητικός» δεν υπέστη καμία συνέπεια για την οργισμένα υβριστική συμπεριφορά του. Αντίθετα, εφοδιασμένος με το άτυπο συγχωροχάρτι του μεθόδευε την εκδίκησή του προς το κομματικό απαράτ που τον κατέκρινε ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ βάδιζε ραγδαία προς την εκλογική συντριβή. Στον επόμενο τόνο, μετά από αλλεπάλληλες ήττες, ο Τσίπρας μάζεψε τα μπογαλάκια του από τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου και εισήλθε στην πολιτική αποστρατεία με σιωπηλή πραότητα.
Εκτοτε, «άρχισαν τα όργανα, σήκω απ’ τη θέση σου». Η άφιξη του ουρανοκατέβατου ομογενούς Στέφανου Κασσελάκη και η εγκατάστασή του στην προεδρική καρέκλα σηματοδότησαν τον ασίκικο χορό στο τέμπο «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα». Ή, καλύτερα, «κατέφτασαν τα αμφίβολα αύρια να διώξουν τα καταγραμμένα σήμερα». Μόνο που η ανασκαφή του καινοφανούς -πλην εκλεγμένου- αρχηγού στα χρονοντούλαπα της Αριστεράς για την ανάσυρση μιας κομματικής λαιμητόμου είναι πιο παλιομοδίτικη και από την έκφραση «με το μπαρδόν». Παρωχημένη όσο και το «έθεσε εαυτόν εκτός κόμματος» που κάποτε διάνθιζε μέχρι και τις ατάκες στις θεατρικές επιθεωρήσεις.
Η κομματική λαιμητόμος του ΚΚΕ
«Η μοναδική γοητεία του παρελθόντος είναι ότι είναι παρελθόν», έγραφε ο Οσκαρ Ουάιλντ. Ακριβώς γι’ αυτό δεν έχουν καμία αίγλη οι σελίδες της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας που βρίθουν με λεγόμενους καρατομηθέντες, αποδιοπομπαίους, αιρετικούς ή φατριαστές οι οποίοι διαγράφηκαν κατά καιρούς από όλα τα πολιτικά κόμματα. Δεξιά και αριστερά. Σπανίως θυμάται κανείς τα ονόματά τους καθώς διαφεύγουν της ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα της εγχώριας κομμουνιστικογενούς Αριστεράς. Στον πολιτικό χώρο της οποίας οι διαγραφές αποτελούσαν ανέκαθεν το κατεξοχήν εκκαθαριστικό εργαλείο για την επιβεβαίωση της αμόλυντης κομματικής γραμμής και την πιστοποίηση της μονολιθικής ισχύος της ηγεσίας.
Μεταπολιτευτικά, παρά τις παρελθούσες διαδοχικές ήττες, την παρανομία, τις λυσσαλέες διαμάχες και τις εξοντωτικές ρήξεις, παρέμεναν σε συνθήκες νόμιμης κομματικής λειτουργίας ανοιχτά τα περασμένα τραύματα και κυρίως αθεράπευτα τα παλιά κουσούρια της. Μικροπρέπεια, κακοβουλία, απέχθεια, καχυποψία, περιφρόνηση, που, εκτός από τις πολιτικοϊδεολογικές διαφορές, δοκίμαζαν και δίχαζαν ξεχασμένους «ζαχαριαδικούς» και «βαφειαδικούς», λησμονημένους «κολιγιαννικούς» και «παρτσαλιδικούς», ανοστάλγητους «σταλινικούς» και «χρουτσοφικούς». Διαφοροποιήσεις και έντονες διαφωνίες που είχαν ανακύψει στην άλλοτε ενιαία ηγεσία της από την εποχή κιόλας της εξορίας στις χώρες του ανατολικού μπλοκ και συνεχίστηκαν στα ντόπια χώματα μετά το σχίσμα του ’68 στη Βουδαπέστη. Με την αμείλικτη αντιπαλότητα του «ορθόδοξου, φιλοσοβιετικού, δογματικού» ΚΚΕ από τη μια και του «ανανεωτικού, ευρωκομμουνιστικού, αναθεωρητικού» ΚΚΕ εσωτερικού από την άλλη.
Κάπως έτσι στα τέλη των 70s, με όπλο το «ιερό» και απαραβίαστο καταστατικό, το ΚΚΕ διέγραψε σημαντική μερίδα «ανυπάκουων» μελών της ΚΝΕ, ενώ το ΚΚΕ εσωτερικού απέβαλε την «ατίθαση» Β’ Πανελλαδική από τη Nεολαία του «Ρήγα Φεραίου».
Τα ίδια φεγγάρια ο αενάως δύσπιστος Χαρίλαος Φλωράκης υποψιαζόταν ότι κάποιο από τα νεότερα στελέχη του Περισσού θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη του ίδιου και του κόμματος. Το εκμυστηρευόταν σε εχέμυθο συνομιλητή του σε ταβέρνα κοντά στο σπίτι του στο Χαλάνδρι. «Ε όχι και ο Μίμης Ανδρουλάκης», του αντέτεινε ο στενός συνδαιτυμόνας του. «Πρώτος αυτός!» επέμενε ο γραμματέας του κόμματος για τον αγαπημένο νεαρό, τότε, συνεργάτη του. Οταν έπεσε πια το Τείχος του Βερολίνου, και οι Φλωράκης και Κύρκος είχαν συμμετάσχει στην οικουμενική συγκυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κατέφτασαν σταδιακά στον Περισσό τα πικρά μαντάτα – «μαχαιριές πανάθεμά τα». Από διαφορετικό πρίσμα και αποκλίνουσες ιδεολογικές αφετηρίες είχαν αποχωρήσει από το ΚΚΕ οι Ανδρουλάκης, Δραγασάκης, Χουντής, Αλαβάνος, Λαφαζάνης, Καρτερός, Βαλαβάνη, Βίτσας κ.ά. παίρνοντας τον δρόμο για τον Συνασπισμό, όπου πρόεδρος ήταν η Μαρία Δαμανάκη.
Ασφαλώς και διαγράφηκαν από το «ένα είν’ το κόμμα της εργατιάς». Ψύχραιμος αλλά κάπως μελαγχολικός τότε ο «να λείπει το βύσσινο» Χαρίλαος ανάβοντας την πίπα του εξομολογούνταν στον ίδιο πιστό ακροατή του πως «το κόμμα δεν θα πάθει τίποτε, αλλά χρειάζεται επαγρύπνηση και κόψιμο του οπορτουνισμού από τη ρίζα». Τον δοκίμασε αυτό τον κομματικό ακρωτηριασμό ο πρώην γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ και βουλευτής του κόμματος Μήτσος Κωστόπουλος όταν τον Οκτώβριο του 2000 διαγράφτηκε υπό την επωδό «δεν μπορεί να έχει τον τιμημένο τίτλο του μέλους του ΚΚΕ». Εννέα μήνες νωρίτερα είχε πεθάνει στα 47 του χρόνια ο γυψαδόρος στο επάγγελμα, πρώην γραμματέας της ΚΝΕ, Γιώργος Γράψας. Αυτός διαγράφτηκε νωρίς, το 1989, αφότου ήρθε σε ασυμβίβαστη ανοιχτή ρήξη με την ηγεσία του ΚΚΕ βροντοφωνάζοντας «δεν θα υπακούσουμε».
«Εθεσε εαυτόν εκτός κόμματος»
Αν εκείνα τα χρόνια για τη λεγόμενη «παραδοσιακή Αριστερά» οι διαγραφές ήταν κομματική μανιέρα, για το ορμητικό ΠΑΣΟΚ ήταν κάτι σαν παραφθορά των στίχων του Λουκιανού Κηλαηδόνη στο τραγούδι του «Πού βαδίζουμε κύριοι;». Εγραψε ολόκληρη εποποιία η Χαριλάου Τρικούπη με αδιάκοπες εσωκομματικές αναμετρήσεις, διαγραφές, αποχωρήσεις, εξόδους, επανόδους, ξανά αποδράσεις και αέναες επιστροφές. Με πρόεδρο του Πειθαρχικού του Κινήματος τον Δημήτρη Παγορόπουλο, το κομματικό όργανο συντονιζόταν περίπου στον τρελό ρυθμό: «Διέγραψε ο Μηνάς την Αργυρώ / Που καθαίρεσε το Δήμο τον τρελό / Ξαπόστειλε ο Χρηστάκης τη Γωγώ / Και καθάρισε πια και τη Ζωζώ / Πού ίσως “αποκεφάλισα” κι εγώ». Ολα φυσικά οφείλονται στον Ανδρέα Παπανδρέου που καταχώρησε στο πολιτικό λεξικό την απαράμιλλη φράση «έθεσε εαυτόν εκτός κόμματος». Αφορούσε τον πρώην «τσάρο της οικονομίας», Γεράσιμο Αρσένη, που ύστερα από μια ομιλία του στην Καρδίτσα, η οποία κρίθηκε αντικομματική, αντίκρισε την 1η Μαρτίου του 1986 στις εφημερίδες την ανακοίνωση της διαγραφής του με αυτές τις τέσσερις ακριβώς λέξεις. Εξάλλου ο Ανδρέας από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ είχε καταστήσει σαφές ότι το στίγμα του κόμματος το δίνει αποκλειστικά ο ίδιος.
Από τον μακρινό Μάρτιο του 1975, στην πρώτη εσωκομματική αναμέτρηση ενώπιον 450 συνέδρων στο κεκλεισμένων των θυρών κέντρο νυχτερινής διασκέδασης «Μονσενιέρ» στην Πλατεία Αμερικής, είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του για το ποιος κάνει κουμάντο στο κόμμα. Μέχρι τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχε διαγράψει από το ΠΑΣΟΚ τα στελέχη της Δημοκρατικής Αμυνας που προσπάθησαν να αναδείξουν τον καθηγητή με έντονη αντιδικτατορική δράση Σάκη Καράγιωργα ως τον αντίπαλο πόλο του. Μεμιάς τα 48 από τα 75 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής διαγράφηκαν ως «σοσιαλδημοκράτες» και «υπονομευτές». Αναπέμφθηκαν μαζί με τον Καράγιωργα οι Βασίλης Φίλιας, Αστέρης Στάγκος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Στέλιος Νέστωρ, Λαοκράτης Βάσσης κ.ά.
Η θεριζοαλωνιστική των διαγραφών πήρε παραμάζωμα και φίλους του Ανδρέα, όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Αμαλία Φλέμινγκ, ακόμη και η γραμματέας του Αγγέλα Κοκόλα. Καπάκι πήρε σβάρνα τους «μαρξιστές» του Κινήματος που υπό τον καθηγητή Γιάννη Τσεκούρα αποκαλούνταν «ΠΑΣΟΚ-Β». Τους εκκαθάρισε σαν φρέσκα φασολάκια με την ετικέτα «φραξιονιστές». Κατόπιν εκδίωξε τσάκα-τσάκα τους «τροτσκιστές»-εισοδιστές που επηρεάζονταν από τον Δημήτρη Λιβιεράτο, συνεργάτη της ηγετικής μορφής της Δ’ Διεθνούς Μιχάλη Ράπτη, γνωστότερου με το επαναστατικό όνομα «Πάμπλο». Εκτοτε, από το 1977 και μετά κανείς δεν μπορούσε να κουνηθεί με εσωκομματικά τσαλίμια στον «μεγάλο». Δεν ήταν μόνο θέμα πυγμής για τη διαφύλαξη της ιδεολογικής καθαρότητας. Συμπύκνωνε σε ένα πακέτο μια χαρισματική προσωπικότητα με βαρύ όνομα, αναγνωρισμένο καθηγητικό κύρος και διεθνές πολιτικό εκτόπισμα.
Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του -επί Αλλαγής- με το ακροβατικό σλόγκαν «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία» ο Ανδρέας από το 1981 και μετά δεν παράτησε το βιολί των διαγραφών. Εδειξε την πόρτα της εξόδου στον υφυπουργό Εθνικής Αμυνας Γιώργο Πέτσο, ξαπόστειλε στη διάρκεια του σκανδάλου Κοσκωτά τους διατελέσαντες υπουργούς του Ρούλα Κακλαµανάκη, Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη και Αντώνη Τρίτση, οι οποίοι στο κλίμα εκείνης της περιόδου δυσφορούσαν σε βάρος του. Διέγραψε και μερικά άλλα μινόρε στελέχη, όπως τους Δημήτριο Χονδροκούκη, τους αδελφούς Μπουλούκους, τον Στάθη Παναγούλη. Εως ότου, ασθενής και καταβεβλημένος, ο Ανδρέας εκδίωξε κάποιο αντιστράτηγο εν αποστρατεία και βουλευτή του κόμματος ονόματι Κυριάκο Σπυριούνη που διακήρυσσε ότι δεν ανεχόταν την ανάμειξη στην πολιτική της Δήµητρας Λιάνη.
Από τον Ανδρέα στον Σημίτη
Τη σκυτάλη των εκκαθαρίσεων πήρε ο επόμενος επικεφαλής του κόμματος και πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, που διέγραψε κι αυτός τρεις-τέσσερις, ανάμεσά τους και τον βουλευτή Κώστα Μπαντουβά για την εμπλοκή του στην καλοστημένη επιχείρηση με τον Κούρδο ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Στη συνέχεια ο διάδοχός του στην κομματική ηγεσία Γιώργος Παπανδρέου, πιστός στην επική σάγκα των εσωκομματικών καρατομήσεων, διέγραψε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα τον ίδιο τον Σημίτη! Ακολούθως, επί των μνημονίων, έγινε μέσα στο χάος του τρελού το πανηγύρι. Πάνε οι Γιάννης Δηµαράς, Βασίλης Οικονόµου, Σοφία Σακοράφα. Διαγράφηκαν συνοπτικά στο πρώτο μημόνιο επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου. Πάνε και άλλοι 22 βουλευτές στο δεύτερο μνημόνιο. Πάνε και άλλοι έξι στο τρίτο, επί αρχηγίας Βενιζέλου. Στην έξαψη της καρμανιόλας ο τελευταίος διέγραψε και τον παλιό του φίλο Ανδρέα Λοβέρδο, που προχώρησε σε δική του πολιτική κίνηση.
Εν τέλει, κανείς δεν θυμάται πια ποιοι και πόσοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που αρνούνταν την υπερψήφιση των δανειακών συμβάσεων και των πακέτων μέτρων λιτότητας της τρόικας διαγράφηκαν από το κόμμα. Ενδεχομένως να θυμάται ο ΣΥΡΙΖΑ που απροκατάληπτα τους υιοθέτησε. Πιστεύοντας ότι θα δει μαζί τους χαΐρια και προκοπές. Η αλήθεια είναι ότι επί ΠΑΣΟΚ -ωραία χρόνια- οι εσωκομματικές διαγραφές πήραν τη φαντεζί υπόσταση μιας επικοινωνιακής φάμπρικας. Παρότι αυτές δεν υποστήριξαν ένα σόου μοχθηρότητας και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, υπηρετήσαν ελάχιστα τις ανάγκες των πολιτών και έμειναν μακριά από τη συμμετοχική συγκατάθεση της κοινωνίας. Τουλάχιστον, όμως, δεν δραματοποιήθηκαν με την απαίτηση προς τους εκδιωχθέντες να κάνουν αυτοκριτική στα όργανα και να υποβάλλονται σε ταπεινωτική μετάνοια ζητώντας δημοσίως συγγνώμη. Απλώς όσοι αποβάλλονταν από το Πειθαρχικό με την επίδειξη συνεπούς στάσης -αν το επιθυμούσαν- επανέρχονταν αργά ή γρήγορα στο Κίνημα. Κάποιοι επέστρεφαν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εκδηλώνουν μια ψυχαναγκαστική κλίση προς τον μαζοχισμό. Για παράδειγμα, ο βουλευτής Βασίλης Κεδίκογλου διαγράφηκε δις – και από τον Ανδρέα και από τον Σημίτη.
Από τότε βέβαια διανύθηκε αρκετός χρόνος και κύλησε πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι. Για να εμφανιστεί σήμερα ο νέος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρεί να επαναφέρει, χάριν εντυπώσεων, στο πολιτικό παιχνίδι μια ξεθυμασμένη πολιτική κουλτούρα, ασυμβίβαστη με τη νεωτερική Αριστερά και την ευρύτερη Κεντροαριστερά. Η εκδίωξη, η απομάκρυνση και οι εκκαθαρίσεις από τον κομματικό μηχανισμό αφορούν πια παλαιολιθικά κόμματα με μονόχνοτες και μνησίκακες ηγεσίες. Πρώτα απ’ όλα γιατί οι πολιτικές διαφοροποιήσεις δεν λύνονται πλέον με απειλές, συνδηλώσεις ανθρωποφαγίας και διοικητικά μέτρα. Εξάλλου, αντί της διαγραφής που εισηγείται με τουπέ ο θιγμένος, φουριόζος και άπειρος περί τα εσωκομματικά Κασσελάκης, ενδέχεται η Επιτροπή Δεοντολογίας του κόμματος να κρίνει διαφορετικά. Να αποφασίσει πλήρη απαλλαγή, επίπληξη ή αναστολή της κομματικής ιδιότητας για κάποιο διάστημα των παραπεφθέντων προς διαγραφή στελεχών.
Προβάλλει τότε αβίαστο το ερώτημα: Τι θα κάνει μετά ο ίδιος; Θα ανεχτεί στριμωγμένος τη συμβίωση με τους υβριστές του στο ίδιο ιντριγκαδόρικο μαντρί; Θα επιστρέψει απογοητευμένος και χολωμένος μαζί με τον σύζυγό του στην Αμερική για μια νέα ευκαιρία στην Goldman Sachs, ας πούμε; Ή θα πλασάρει φιγουρατζίδικα μια συγχωρητική μεγαθυμία ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα; Σε κάθε περίπτωση, καλύτερο για την καριέρα του θα είναι, χωρίς να ρωτήσει τον εχθροπαθή Πολάκη, να μελετήσει τη σύγχρονη πολιτική Ιστορία του τόπου. Είναι ίσως μια διέξοδος στις κακοτοπιές. Πριν αυτή τον διαγράψει κατατάσσοντάς τον στα αζήτητα.
protothema.gr