«Oh my God, this is me and my mother»: Ο διακεκριμένος Ελληνας φωτορεπόρτερ Δημήτρης Μεσσήνης τράβηξε μια συγκλονιστική φωτογραφία το 1992 στο φλεγόμενο από τον εμφύλιο Σεράγεβο – Πριν από λίγες ημέρες ανάρτησε αυτή τη φωτογραφία στα social media – Η 31χρονη σήμερα Μάσα Γκαβράν αναγνώρισε τον εαυτό της στην εικόνα του κοριτσιού με τις αφέλειες και το κόκκινο φούτερ που αποχαιρετά για τελευταία φορά τον πατέρα της
Μετά τις δύο πρώτες μέρες κατά τις οποίες ενημερώνεται από τον Γαλλολιβανέζο συνάδελφό του Πάτρικ, τον οποίο θα αντικαταστήσει, για τις περιοχές των διασταυρούμενων πυρών, μένει μόνος στους «διαδρόμους» που υπάρχουν για τους φωτορεπόρτερ. Την τρίτη μέρα της παραμονής του στο φλεγόμενο Σεράγεβο μαθαίνει ότι στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου «Holiday Inn» μαζεύονται άμαχοι, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, για να εγκαταλείψουν την πόλη. «Αυτό ήταν το πρώτο μου ρεπορτάζ. Ηταν η μέρα που δημιουργήθηκε ένα κομβόι λεωφορείων με τα οποία θα έφευγαν οι άμαχοι με τη συνοδεία κυανόκρανων του ΟΗΕ», λέει στο «protothema.gr». Κάποια στιγμή βλέπει μέσα σε ένα λεωφορείο ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά της μητέρας του.
Ο φακός της φωτογραφικής μηχανής κεντράρει και το δάχτυλό του πατά το κουμπί. Τα κλικ πέφτουν κατά ριπάς. Ο Δημήτρης σταματά και κοιτά τι έχει τραβήξει. Το κοριτσάκι κλαίει γοερά στην αγκαλιά της μητέρας του και με το χεράκι του ακουμπά το τζάμι του λεωφορείου. Το βλέμμα της δεν κοιτά τον φακό του Ελληνα φωτορεπόρτερ, αλλά έχει καρφωθεί σε μια ανδρική φιγούρα που βρίσκεται δίπλα του. Είναι ο πατέρας του.
«Επαθα σοκ»
Αυτή τη φωτογραφία, 29 χρόνια μετά, ο Δημήτρης Μεσσήνης, ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες φωτορεπόρτερ, θα ανεβάσει στον λογαριασμό του στο facebook, κάνοντας ένα ξεσκαρτάρισμα του αρχείου του, όπως λέει στο «protothema.gr». Λίγες ώρες αργότερα και αφού την έχει ανεβάσει και στον λογαριασμό του στο Instagram, δέχεται ένα μήνυμα από ένα άγνωστό του προφίλ: «Oh my God, this is me and my mother», λέει το μήνυμα ξαφνιάζοντας τον Ελληνα φωτορεπόρτερ. «Λέω, κάποιος με δουλεύει. Πατάω σε αυτό το όνομα και στο προφίλ της βλέπω μια γυναίκα η οποία μοιάζει πάρα πολύ με το κοριτσάκι που είχα τραβήξει τότε στο Σεράγεβο. Λέω, για να μοιάζει τόσο πολύ, δεν μπορεί να είναι πλάκα. Και αρχίζω να της απαντάω. Και κάνω μια κλήση και αρχίζουμε και μιλάμε στα αγγλικά».
Τα όσα του λέει η γυναίκα προκαλούν ανατριχίλα στον Δημήτρη Μεσσήνη. Το κοριτσάκι με τις αφέλειες και το κόκκινο φούτερ που είχε τραβήξει πριν από 29 χρόνια στο λεωφορείο πίσω από το ξενοδοχείο στο Σεράγεβο είναι η 31 ετών σήμερα Μάσα Γκαβράν: «Αυτό που τράβηξες τότε είναι το τελευταίο βλέμμα στον πατέρα μου που ήταν δίπλα σου. Γιατί μερικούς μήνες αργότερα σκοτώθηκε από χειροβομβίδα». Ο Δημήτρης Μεσσήνης παγώνει: «Μόλις μου το λέει, παθαίνω σοκ. Το τελευταίο βλέμμα στον πατέρα της. Σταματάω να μιλάω και μου λέει “είσαι εδώ;”.
Είχα μείνει άφωνος, γιατί σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή στο Σεράγεβο. Οι άνθρωποι να χαιρετιούνται, να κλαίνε και στη συγκεκριμένη φωτογραφία το παιδάκι τότε δεν κοιτάζει εμένα, κοιτάζει δίπλα τον πατέρα του. Εγώ τον θυμάμαι γιατί είχε ένα περίεργο ξανθό μαλλί και μαύρο μουστάκι. Κάναμε το θέμα, έφυγαν τα λεωφορεία και πέρασαν 29 χρόνια ακριβώς. Και συνέρχομαι από το σοκ και συνεχίζουμε να μιλάμε. Και μου λέει ότι τη φωτογραφία τής την έδειξε ένας ξάδερφός της, ο οποίος την είδε στον λογαριασμό Sniper Alley που έχει φτιαχτεί από έναν φίλο μου, όπου παρουσιάζει εικόνες και ιστορίες από τότε. Και έτυχε τώρα που την ανέβασα στα social media να έχει πάει και αυτή στο Σεράγεβο, από το Ζάγκρεμπ, για να δει τη μητέρα της», εξηγεί στο «protothema.gr» ο Δημήτρης Μεσσήνης.
Μετά από αυτή την αναπάντεχη συνάντηση ο Ελληνας φωτορεπόρτερ, ο οποίος πλέον ζει στη Δράμα
έχοντας αφήσει το φωτορεπορτάζ λόγω συνταξιοδότησης, καλεί έναν παλιό του φίλο στο Σεράγεβο και του ζητά να τυπώσει τη φωτογραφία που είχε τραβήξει τον Νοέμβριο του 1992 και να συναντήσει τη Μάσα και τη μητέρα της Βερίνα. «Είδαν τη φωτογραφία, την κράτησαν στα χέρια τους και άρχισαν να κλαίνε. “Είναι πολύ μεγάλο το φορτίο και μεγάλη στεναχώρια, αλλά νιώθω απελευθερωμένη τώρα που έχω τη φωτογραφία”, μου είπε στην επικοινωνία μας μετά και μου αποκάλυψε ότι τότε ήταν τριών ετών και θυμόταν πως όταν έφυγαν με τη μητέρα της από το Σεράγεβο με προορισμό έναν καταυλισμό προσφύγων στην Τσεχία, ειδοποιήθηκαν λίγους μήνες αργότερα ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε από χειροβομβίδα.
Τον έλεγαν Μιρσάντ Αλιχότζικ και ήταν 43 ετών. Ηταν τραπεζικός υπάλληλος και η τελευταία φορά που είδε την κόρη του ήταν εκείνη τη στιγμή που απαθανάτισα με τη φωτογραφική μου μηχανή», λέει ο Δημήτρης Μεσσήνης. Οπως του είπε η 31χρονη σήμερα Μάσα, τα τελευταία χρόνια ζει με τον άνδρα της στο Ζάγκρεμπ και κάποιες φορές έρχεται στο Σεράγεβο για να δει τη μητέρα της. Ο Δημήτρης Μεσσήνης έμεινε τότε στο Σεράγεβο μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων του 1992, ενώ έως το τέλος του πολέμου, το 1996, πήγε άλλες δύο φορές. Oι φωτογραφίες που τράβηξε από την εμπόλεμη ζώνη αμέτρητες, όπως και τα πρωτοσέλιδα που τις φιλοξένησαν.
«Το πρώτο μου ρεπορτάζ»
«Τώρα που μιλάμε, συνειδητοποιώ ότι αυτή η φωτογραφία της μικρής Μάσα ήταν το πρώτο μου ρεπορτάζ, ενώ στις 19 Μαρτίου του 1996, στην ανταλλαγή πληθυσμών, ήταν το τελευταίο μου και θυμάμαι ότι είχα τραβήξει ένα ζευγάρι έξω από το φλεγόμενο διαμέρισμά του. Αυτός ήταν ένας ανάπηρος άνδρας τυλιγμένος σε μια κουβέρτα και η γυναίκα του έξω από το διαμέρισμά τους στον δρόμο να μην μπορεί να το πιστέψει. Θυμάμαι ότι τότε οι Σέρβοι που έφευγαν έκαιγαν σπίτια, σχολεία, για να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους και εκείνοι που θα έρχονταν να βρουν καμένη γη. Αυτό το ζευγάρι δεν είχε πού να πάει και έλεγε η γυναίκα σε αυτούς που ήρθαν για να τη βγάλουν από τη σπίτι της για να φύγει, “δεν μπορώ ούτε τον άνδρα μου να μετακινήσω”. Κι όμως, οι ομοεθνείς τους τούς έβγαλαν και έβαλαν φωτιά στο διαμέρισμα. Και συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν το τελευταίο μου φωτορεπορτάζ στο Σεράγεβο», αποκαλύπτει ο Ελληνας φωτορεπόρτερ.
Ο Δημήτρης Μεσσήνης ξεκίνησε το φωτορεπορτάζ το 1978 εντελώς τυχαία, αφού είχε σπουδάσει Οικονομικά στο Παρίσι και είχε εργαστεί για πέντε χρόνια σε τράπεζα εκεί. «Δεν μπορούσα τις γραβάτες και τα κοστούμια και αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Πήγα σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων στη Θεσσαλονίκη που το είχαν Γάλλοι και ήθελαν διερμηνέα. Μια μέρα λόγω της υγρασίας βλέπω από τις καμινάδες να βγαίνει ο καπνός σχηματίζοντας όμως ένα τεράστιο μανιτάρι. Εγώ τότε έμενα δίπλα στον γνωστό ψυχίατρο Κλεάνθη Γρίβα, ο οποίος ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος. Μάλιστα εμφανίζαμε τις εικόνες στο μπάνιο του σπιτιού και μας κυνηγούσαν οι γυναίκες μας. Βλέποντας λοιπόν αυτό το μανιτάρι παίρνω τη φωτογραφική μηχανή και το απαθανατίζω. Οταν αργότερα εμφάνισα τις φωτογραφίες, μου λέει ο Γρίβας: “Δεν μου τις δίνεις, να γράψω ένα άρθρο για τη ρύπανση;”. Του λέω “φυσικά”. Δύο μέρες μετά και ενώ πήγαινα στη δουλειά, βλέπω μέσα από το τζάμι του λεωφορείου κρεμασμένη στα περίπτερα την εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” με τη φωτογραφία μου. Εκεί μπήκε το μικρόβιο και δεν ξαναβγήκε ποτέ», καταλήγει ο Δημήτρης Μεσσήνης.