Ανησυχητικά στοιχεία από την έκθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ για την περσινή χρονιά
Ο μικρός – πάντοτε σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο- αριθμός των κρουσμάτων γρίπης και των θανάτων λόγω επιπλοκών από τη νόσο καθώς και ο μεγαλύτερος αριθμός των επαγγελματιών υγείας που εμβολιάστηκαν με το αντιγριπικό εμβόλιο, είναι τα δύο θετικά κυρίαρχα στοιχεία της περυσινής περιόδου γρίπης, στα οποία επικεντρώνονται και οι συντάκτες της έκθεσης.
Η εφετινή επιδημιολογική επιτήρηση της γρίπης ξεκινά την 1η Οκτωβρίου (40η εβδομάδα τρέχοντος έτους) και διαρκεί περίπου μέχρι του Μάιο του 2019 (20ή εβδομάδα επόμενου έτους). Στην Ελλάδα η διαχρονική παρακολούθηση του νοσήματος έχει δείξει ότι η δραστηριότητα της γρίπης συνήθως αρχίζει να αυξάνει κατά τον Ιανουάριο, και κορυφώνεται κατά τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο. Οι ειδικοί επισημαίνουν όμως ότι η γρίπη είναι απρόβλεπτη, και ως εκ τούτου τόσο η έναρξη, όσο και η διάρκεια της εποχικής επιδημικής δραστηριότητας μπορεί να διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο. Επίσης σημειώνουν ότι η δραστηριότητα της γρίπης δεν μηδενίζεται ποτέ – εκτός από το επιδημικό κύμα τους χειμερινούς μήνες, σποραδικά κρούσματα γρίπης υπάρχουν όλο το χρόνο.
Ανεμβολίαστοι οι ασθενείς και τα θύματα της γρίπης
Κατά την περίοδο γρίπης 2017-2018 επικράτησε ο τύπος γρίπης Β και σε μικρότερα ποσοστά οι υπότυποι γρίπης A(H1N1) και A(H3N2). Καταγράφηκαν σημαντικά λιγότερα σοβαρά κρούσματα εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης και θανάτων: 107 άνθρωποι νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ και 42 κατέληξαν ενώ την περίοδο 2016-2017 είχαν νοσηλευθεί σε ΜΕΘ 276 άνθρωποι και είχαν καταλήξει 108.
Εμβολιασμένοι 4 στους δέκα γιατρούς και 1 στους 3 νοσηλευτές
Τελείως διαφορετική αποδεικνύεται ότι ήταν πέρυσι η στάση του προσωπικού των δομών υγείας σε ό,τι αφορά τον αντιγριπικό εμβολιασμό. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της περσινής περιόδου επιτήρησης, οι επαγγελματίες υγείας στα νοσοκομεία και στις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας πχ στα Κέντρα Υγείας συμπεριέλαβαν τον αντιγριπικό εμβολιασμό στη συνείδηση και τα καθήκοντά τους ώστε να προστατεύσουν τόσο τους εαυτούς τους όσο και τους ασθενείς που καλούνταν να φροντίσουν.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του ΚΕΕΛΠΝΟ στην έκθεσή τους, οι εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για επαγγελματική έκθεση και νόσηση από γρίπη, κίνδυνος που μειώνεται δραστικά με τη χορήγηση αντιγριπικού εμβολίου. Επίσης φροντίζουν ασθενείς ευαίσθητους, που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρή νόσηση από τη γρίπη, και αποτελούν πηγή μετάδοσης της γρίπης προς τους ασθενείς τους, συνεπώς πρέπει να τους προστατεύουν.
Σύμφωνα με ανάλυση των ειδικών του ΚΕΕΛΠΝΟ στοιχείων από 129 νοσοκομεία (108 δημόσια, 18 ιδιωτικά και 3 στρατιωτικά) και 257 Κέντρα Υγείας, ψήφο εμπιστοσύνης στο αντιγριπικό εμβόλιο έδωσαν δύο στους πέντε γιατρούς και ένας στους τρεις νοσηλευτές.
Η εμβολιαστική κάλυψη των εργαζομένων ήταν 24,9% στα νοσοκομεία και 40,2% στα Κέντρα Υγείας. Την περίοδο γρίπης 2016-2017 , τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 18% για τα νοσοκομεία και 34,6% για τα Κέντρα Υγείας, ενώ το διάστημα 2009-2016, τα ποσοστά κυμαίνονταν από 4,4% μέχρι 13% για τα νοσοκομεία και από 16,8% μέχρι 33% για τα Κέντρα Υγείας.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης εμφανίζουν οι γιατροί (40,3%) και ακολουθούν οι νοσηλευτές (35,1%), οι τεχνικοί (31,7%), οι διοικητικοί (31,2%) και το λοιπό επιστημονικό προσωπικό (29,2%).
Οι εμβολιαστικές επιδόσεις στο ΕΣΥ ανά περιοχή
Πρωτιά για το εμβολιασμένο προσωπικό στα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας στην Κρήτη καταγράφεται από τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης για τη γρίπη: θωρακισμένο με εμβόλιο έναντι της γρίπης ήταν πέρυσι το 39,3% του προσωπικού των νοσοκομείων και το 53,7% του προσωπικού των Κέντρων Υγείας. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι επαγγελματίες υγείας των δημόσιων δομών της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας, δηλαδή σε Πελοπόννησο, Ήπειρο, Δυτική Ελλάδα και Ιόνια νησιά: 27,3% και 46,85 ήταν το ποσοστό των εμβολιασμένων σε νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας αντιστοίχως.
Στην 5η Υγειονομική Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας – Θεσσαλίας, τα στοιχεία έδειξαν ότι εμβολιάστηκε μόλις το 15% των εργαζομένων στα νοσοκομεία και το 39,1% εκείνων στα Κέντρα Υγείας. Συνεχίζοντας προς τις δημόσιες δομές της Μακεδονίας και της Θράξης (4η Υγειονομική Περιφέρεια) καταγράφονται χαμηλά εμβολιαστικά ποσοστά: το 16% των εργαζομένων στα νοσοκομεία και το 36,4% των εργαζομένων στα Κέντρα Υγείας εμβολιάστηκαν για τη γρίπη προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τους ασθενείς τους. Ελαφρώς καλύτερη η εικόνα για το εμβολιασμένο προσωπικό στις δημόσιες δομές της Μακεδονίας με ποσοστά 23% στα νοσοκομεία και 34% στα Κέντρα Υγείας.
Στη 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιά και Νήσων, «ναι» στο αντιγριπικό εμβόλιο είπαν το 20,9% των εργαζομένων στα νοσοκομεία το διπλάσιο ποσοστό (41,5%) στα Κέντρα Υγείας. Τέλος, στην 1η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής, στην Αθήνα με τα 20 μεγάλα νοσοκομεία, μόλις 1 στους 4 εργαζόμενους (ποσοστό 24,7%) των νοσοκομείων και τρεις στους δέκα (ποσοστό 33%) εκείνων σε Κέντρα Υγείας έλαβαν το αντιγριπικό εμβόλιο.
Ποιοι και γιατί πρέπει να εμβολιάζονται με το αντιγριπικό εμβόλιο
Οι περισσότεροι άνθρωποι που «κολλούν» τη γρίπη δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ενώ άλλοι αρρωσταίνουν ελαφρά και μένουν σπίτι ή συνεχίζουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Από αυτούς που νοσούν, ένα μέρος αναζητεί ιατρική βοήθεια, και ενδεχομένως εισάγεται στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Από τους νοσηλευόμενους κάποιοι είναι τόσο βαριά ώστε καταλήγουν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), ενώ κάποιοι πεθαίνουν σαν αποτέλεσμα της γρίπης, συνήθως σε συνδυασμό και με άλλες προϋπάρχουσες καταστάσεις που επιβαρύνουν την υγεία τους.
Επειδή ο ιός της γρίπης μεταλλάσσεται συνεχώς, ο εμβολιασμός είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο με έμφαση σε συγκεκριμένες ομάδες προτεραιότητας:
Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω.
Παιδιά και ενήλικοι που πάσχουν από διάφορα νοσήματα ή παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα σοβαρής νόσησης από τη γρίπη και εμφάνισης επιπλοκών (άσθμα, χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης και άλλα μεταβολικά νοσήματα, κληρονομική ή επίκτητη ανοσοκαταστολή, χρόνια νεφροπάθεια, δρεπανοκυτταρική νόσο και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες, μεταμόσχευση οργάνων, νευρομυϊκά νοσήματα, παιδιά που λαμβάνουν μακροχρόνια ασπιρίνη.
Έγκυες γυναίκες (ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης), λεχωΐδες και θηλάζουσες.
Παχύσαρκα άτομα (με Δείκτη Μάζας Σώματος >40 kg/m2 ).
Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών, επίσης όσοι φροντίζουν άτομα (παιδιά ή ενήλικες) με υποκείμενο νόσημα τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.
Κλειστοί πληθυσμοί (τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων, στρατιώτες, εσωτερικοί σπουδαστές σχολών – όπως αστυνομικών, στρατιωτικών και άλλων σχολών).
Εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και άλλοι εργαζόμενοι).
Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (για νόσο Kawasaki, ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη.
Επαγγελματίες, όπως πτηνοτρόφοι, χοιροτρόφοι, κτηνίατροι, εκτροφείς, σφαγείς και γενικά άτομα που έρχονται σε συστηματική επαφή με πουλερικά.
Η αποτελεσματικότητα του αντιγριπικού εμβολίου ποικίλει κάθε χρόνο, κυρίως ανάλογα με την αντιγονική ομοιότητα (antigenic matching) των στελεχών γρίπης που περιέχει το εμβόλιο με τα στελέχη που κυκλοφορούν τη χρονιά εκείνη στην κοινότητα και αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και αξιολόγησης.