Του Δημητρίου Λυκούδη, Δ/ντου Σύνταξης της εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Στα μέσα σχεδόν του Δεκαπενταυγούστου και ενώ ολόκληρη η Χριστιανοσύνη, από το ένα άκρο έως το άλλο, ετοιμάζεται να εορτάσει και να πανηγυρίσει την Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τα σύννεφα του πολέμου στη Μέση Ανατολή μαζεύονται όλο και περισσότερο, με το φόβο της γενίκευσης πλέον των πολεμικών συρράξεων να είναι προ των πυλών.
Ταυτόχρονα, ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίζονται, εγκαταλείπουν τις πατρογονικές εστίες τους και αναζητούν μια νέα αρχή στα χαλάσματα, μια νέα αρχή εκεί που κάποτε, έως και λίγο καιρό πριν, όλα μαρτυρούσαν πως υπάρχει ζωή, πως πολιτεύονταν άνθρωποι, πως, έστω με δυσκολίες, διαβιούσαν.
Ενδόμυχα, λοιπόν, κάθε φιλήσυχη ψυχή στρέφεται προς τη Χάρη της Θεομήτορος και αναζητά το θαύμα, αναζητά τη Θεία Της Σκέπη, Εκείνη να τρέξει, Εκείνη να οικονομήσει τα απανταχού παιδιά Της και να ειρηνεύσει ο κοσμος.
Η Παρθένος Μαρία, σε ολόκληρη τη βιοτή της, από την έναρξη της δημόσιας και σωστικής δράσης του Κυρίου Ιησού έως την Κοίμησή Της, υπήρξε διακριτικά πλησίον του Υιού και Θεού Της. Η Κυρία Θεοτόκος, από τη γέννηση του Θεανθρώπου έως την ώρα του Σταυρικού Του Θανάτου, σιωπά. Αυτή δε η σιωπή εδράζεται στην ανείπωτη ταπεινοφροσύνη και στο ανέκφραστο αρχοντικό μεγαλείο της Θεομήτορος, καθώς είναι σιωπή ομολογίας και συγκαταβάσεως, είναι σιωπή αγιαστική και χαριτωμένη. Είναι σιωπή, που νοερά εγκαθιδρύει και εξαίρει την ιδιαίτερη θέση της Παναγίας Μητρός του Κυρίου στον Ουράνιο Νυμφώνα: «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Είναι σιωπή σταυρώνουσα στην ελευθερία της αγάπης και του αγιασμού και απορρέει θαυματουργικά ως θεία δωρεά και ως εκούσια και αυτοθέλητη υπακοή της Θεοτόκου. Γι ΄ αυτό, στο πανάγιο πρόσωπο της Αειπαρθένου, επικεντρώνεται η οικονομία της λυτρώσεως, τονίζεται δηλαδή, η συνεισφορά και ¨συνεργία ¨ της πεσμένης φύσης στο έργο της σωτηρίας , καθώς η Παναγία μας αποτελεί ¨δοχείον της χάριτος¨ και ¨ Βασιλέως Καθέδρα¨ του Ιησού Χριστού. Με άλλα λόγια, «η ανθρωπότητα παρείχε την Κόρη της, για να έχει μέσω αυτής τον Σωτήρα της».
Η Κυρία Θεοτόκος ως «Πλατυτέρα των Ουρανών» και «Χώρα του Αχωρήτου», «μετέστη προς την ζωήν αλλά τον κόσμον ου κατέλιπε». Η συνεχής και ζώσα παρουσία Της στην εκκλησιαστική ζωή, διακρατεί την αγιαστική συνοχἠ και ενότητα του Χριστεπωνύμου πληρώματος τόσο μεταξύ των πιστών, όσο και αναγωγικά στη Θεοκεντρική κοινωνία ενός εκάστου από εμάς με την Παναγία Τριάδα. Ως «κειμήλιον της οικουμένης» και «ένδοξη και ολόφωτη Σελήνη», η Υπεραγία Θεοτόκος αποτελεί το μοναδικό πρόσωπο που καθίσταται εκπρόσωπος της πανανθρωπότητας και έχει οικουμενικό και παγκόσμιο χαρακτήρα, καθώς χαριτωμένα ερμηνεύεται ως εκπροσώπηση και αγιασμένη προσφορά του σύμπαντος ανθρωπίνου γένους.
«Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε». Και ψελλίζει δακρύβρεχτη κάθε ψυχή, κάθε ψυχή ατενίζει την Κυρία Θεοτόκο και δέεται υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνήν; πού προσδράμω λοιπόν και σωθήσομαι; πού πορευθώ; ποίαν δε εφεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμήν αντίληψην; ποίαν εν ταις θλίψεσι βοηθόν; εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι , και επί σε θαρρών κατέφυγον». Μετά σπουδής και πίστεως, «τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν».
Τότε ήταν που ένιωθα τους Ουρανούς να χαμηλώνουν, προσεγγίζοντας την εορτή της Κοιμήσεως! “Πάσχα του Καλοκαιριού ” σκεπτόμουν και ξεκουραζόμουν υπό την αγιότητα της Σωστικής Σου σκέπης.
«Και Σε Μεσίτριαν έχω» κάθε φορά που η ασημότητά μου υπερξεχείλιζε και αναζητούσα το “Φως το απρόσιτον”, τον “Γνόφο της αγνωσίας”, να φωτίσει και ν΄αλλοιώσει θετικά και αγιοπνευματικά τη γνωστική μου συνείδηση, για να δυνηθώ, κατ΄οικονομίαν, να πανηγυρίσω και να δοξολογήσω για όσα καταφανή και αυτόδηλα λαμβάνουν χώρα γύρω μου, για όσα άρρητα και υπερθαύμαστα μυστικώς επιτελούνται στην καθημερινή μας πραγματικότητα.
Και ένιωθα τότε τους Ουρανούς να χαμηλώνουν, πιο κοντά στον άνθρωπο, πιο κοντά οι άνθρωποι μεταξύ τους!
“Και Σε Μεσίτριαν έχω” Κυρία Θεοτόκε, καθώς «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες». «Και πού λοιπόν άλλην ευρήσω αντίληψιν»; Βιαζόμουν να διατηρήσω τη χάρη Της, να συνεχίσω εσαεί τη “μεθέορτη εορτή” στην κοινοτική μου συνοδοιπορία, στη σχεσιακή μου συνύπαρξη.
«Αρχή προσευχής, η ησυχία», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος και ο συμπληρώνει ο ποιητής: «Μάθε να σιωπάς μπροστά στην αλογία των καιρών, ακριβώς γιατί η έλλογη σιωπή στην θυσιαστική αγάπη είναι “Εορτή μεθέορτη”, είναι “Πάσχα πνευματικό”, είναι “πανήγυρις ανεκλάλητος και υπέρλαμπρος”».
Τότε ένιωθα τους Ουρανούς να χαμηλώνουν, ν΄αγγίζουν τον άνθρωπο, να γίνονται ένα μ΄αυτόν.
“Και Σε Μεσίτριαν έχω” Κυρία Θεοτόκε και «θαρρώ και καυχώμαι και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσον με».
Και ένιωθα τους Ουρανούς να χαμηλώνουν κάθε φορά που διατηρούσα ορθόπρακτα τη “μεθέορτη εορτή “στη ζωή μου, κάθε φορά που η συνείδησή μου έδινε σιωπηλά τη συμμαρτυρία της αγάπης που συνείχε το νου και την καρδιά μου.
Ένιωθα τους Ουρανούς να χαμηλώνουν κάθε φορά που προσέτρεχα στη Χάρη Της και ζητούσα ικετευτικά κάθε παραμυθία για τους αδελφούς μου σε όλη τη συμπαντική κτίση.
Ένιωθα τους Ουρανούς να χαμηλώνουν κάθε φορά που μπορούσα ν΄ αναπαύω το λογισμό μου και να εφησυχάζω, κάθε φορά που μπορούσα και κοιμόμουν με καθαρή συνείδηση…
Κάθε φορά που η ειρήνη του σύμπαντος κόσμου είχε προτεραιότητα, προηγείτο στην προσευχή και στην καρδιακή ενατένιση μου προς τον Ουρανό από κάθε άλλη σκέψη και επιθυμία…
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας (8/8/2024)