«Η παγκόσμια εμπειρία των προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων στις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης δείχνει ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπόρεσε να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα»
Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τη νέα ρυθμιστική αρχή, που περιλαμβάνει και το νερό, θύμισε εκείνον τον χρυσό κανόνα που χαράκτηκε στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας του 1992: «δεν υπάρχουν ουσιαστικά όρια στο τι μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί». Έκτοτε, οι ισχυρότεροι δυτικοί οργανισμοί της Δύσης (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΕΕ) επιδόθηκαν σε ένα ράλι εκβιαστικών ιδιωτικοποιήσεων και ΣΔΙΤ υπηρεσιών νερού υπερχρεωμένων κρατών, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.
Ήδη από τη δεκαετία του 1990, οι περισσότερες χρεωμένες και υπανάπτυκτες χώρες, όπως στην Αφρική, διέθεταν κρατικές υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης. Έκτοτε, αυτό που άλλαξε δεν ήταν το επίπεδο ανάπτυξης, αλλά ο ιδιοκτήτης των υπηρεσιών νερού. Ανάμεσα στους όρους που έθεσαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα προκειμένου να δώσουν δάνεια σε αυτά τα κράτη ήταν είτε ιδιωτικοποίηση του νερού ή ανάκτησης κόστους (κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων που αυξάνουν το δημοσιονομικό έλλειμμα).
«Είναι καλό πράγμα οι ιδιωτικοποιήσεις»
Το σκεπτικό ήταν πως στις αναπτυσσόμενες χώρες, η οικονομία είναι πολύ αδύναμη για να επιδοτεί τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης. Έτσι, το κόστος των υπηρεσιών θα έπρεπε να το καλύψουν οι καταναλωτές. Τα παραπάνω ιδρύματα υποστηρίζουν ότι η πώληση των δημοσίων επιχειρήσεων θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις όχι μόνο στη διαχείριση του συστήματος ύδρευσης αλλά και στο δημόσιο χρέος και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας. Επιπλέον, οι πόροι που παράγονται μέσω των πολιτικών ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσαν να παρέχουν πρόσβαση στο νερό σε υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού.
Μεταξύ των χωρών που αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν πολιτικές ιδιωτικοποίησης του νερού είναι η Γκάνα, το Μάλι, η Μοζαμβίκη, η Τανζανία, η Αργεντινή, η Βολιβία, η Ουρουγουάη, η Madhya Pradesh, η Ινδονησία, η Αγκόλα, το Μπενίν, η Γουινέα-Μπισάου, η Ονδούρα, η Νικαράγουα, ο Νίγηρας, ο Παναμάς, η Ρουάντα,, Σενεγάλη και Υεμένη. Στην Ελλάδα η διαδικασία ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
Παγκόσμια εμπειρία, παγκόσμια αποτυχία
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Πεμπετζόγλου Μαρία, αυτά που υπόσχονταν οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων δεν επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά στοιχεία.
«Η παγκόσμια εμπειρία των προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων στις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης δείχνει ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπόρεσε να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ιδιωτικοποίηση του νερού οδήγησε σε πολλά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται κυρίως με αυξήσεις στα τιμολόγια νερού, μείωση της ποιότητας του νερού, προβλήματα υγείας, περιορισμένη χρήση του νερού, διαφθορά και αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες. Παρά τις καταστροφικές συνέπειες τόσο για το κράτος όσο και για τους πολίτες, οι δανειστές επιμένουν να διατηρηθεί η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης ως απαίτηση στα προγράμματα προσαρμογής» παρατηρεί η κα Πεμπετζόγλου.
Προς επίρρωση αυτών, σε έκθεση του 2018 του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ Philip Alston το νερό είναι πολύ λιγότερο πιθανό να παρέχεται επαρκώς ή σε καλά ποιοτικά επίπεδα στους φτωχούς. Μπορεί να λένε ότι θα ρυθμιστεί μέσω αυστητών κανόνων και προδιαγραφών –όπως στην Ελλάδα- αλλά «ως επί το πλείστον, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η ιδιωτικοποίηση στους περισσότερους τομείς –σαν το νερό- και στις περισσότερες χώρες έχει πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες που μοιάζουν με το είδος των λεπτομερών υποχρεώσεων που η νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είχε επιβάλει σε έναν κρατικό πάροχο» σύμφωνα με την έκθεση.
Ακόμα και η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα κάνει λόγο -σε σειρά δημοσιεύσεων- για «ανάμεικτα αποτελέσματα» από τις ΣΔΙΤ, από τις οποίες πρέπει να «αντληθούν μαθήματα». Δηλαδή, ακόμα και οι ιερές αγελάδες των ιδιωτικοποιήσεων παραδέχονται ότι τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά.
Η Ελλάδα υπέκυψε
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δεσμεύεται από το άρθρο 345 της ΣΛΕΕ να παραμένει ουδέτερη σε σχέση με τη δημόσια ή ιδιωτική διαχείριση των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά η ΕΕ ανάγκασε την Ελλάδα να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα του νερού, προκειμένου να λάβει «ευρωπαϊκή διάσωση». Ήδη, το σχέδιο ξεκίνησε από την αρχής της κρίσης στην Ελλάδα, προκαλώντας και μαζικές αντιδράσεις ευρωπαϊκών οργανισμών εναντίον της Τρόικα το 2012.
Ειδικότερα, η μέθοδος ιδιωτικοποίησης που προώθησε η ΕΕ στην ΕΥΑΘ περιελάμβανε την πώληση του 23% του μετοχικού κεφαλαίου. Το ΤΑΙΠΕΔ θα διατηρούσε το 74% των μετοχών. Στην περίπτωση της ΕΥΔΑΠ, η μέθοδος ιδιωτικοποίησης περιελάμβανε την πώληση του 11% των μετοχών, ενώ το ΤΑΙΠΕΔ θα διατηρούσε το 27% των μετοχών.
Για να λάβει η Ελλάδα δάνεια από τους πιστωτές της το 2015, έπρεπε να κάτσει να συζητήσει και για τη μοίρα των υπηρεσιών νερού. Έτσι, το 2016, η Βουλή ψήφισε νόμο για την ένταξη της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο και έτσι οι δύο εταιρείες, «παύουν να αποτελούν υπηρεσίες κοινής ωφελείας με αντικείμενο την απρόσκοπτη και ποιοτική παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στους πολίτες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και καθίστανται απλώς «αξίες» στο χαρτοφυλάκιο της ΕΔΗΣ (μιας εκ των θυγατρικών του Υπερταμείου)».
«Μα για ποιό λόγο;»
Η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών νερού ήταν τόσο «άκυρη» που ακόμα και ο πρώην διευθυντής Προγράμματος της Παγκόσμιας Τράπεζας και συγγραφέας του βιβλίου «Water, Politics and Money» Manuel Schiffler ομολόγησε πως η ιδιωτικοποίηση [στο νερό] έχει νόημα μόνο όπου υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, είχε πει, το σύστημα ύδρευσης ήταν σχετικά αποδοτικό. «Νομίζω ότι είναι μια ιδιωτικοποίηση για λάθος λόγους. Είναι μόνο για δημοσιονομικούς λόγους και όχι για να βελτιωθούν οι υπηρεσίες που παρέχει η δημοσια επιχείρηση», είχε δηλώσει. Στην Ελλάδα δεν συνέτρεχε ότι συντρέχει λόγος να αγγιχτεί ένας τομέας που τα πηγαίνει καλά.
Για τις εξελίξσεις στην χώρα μας είχαν υπάρξει αντιδράσεις και στη Γερμανία εναντίον της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία πίεζε την Αθήνα να ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες νερού. Ενώ στην Ευρώπη κυριαρχεί η τάση της επανακρατικοποίησης του νερού, στην Ελλάδα επιφυλάσσουν πραγματικό ξεπούλημα του νερού. «Υπάρχει σε εξέλιξη στη Γερμανία ένα κύμα δημόσιας ανάκτησης αυτού του πόρου, αφού ακρίβυνε, δεν μπορεί να αφεθεί στους διευθύνοντες συμβούλους που επιδιώκουν κέρδος», είχε δηλώσει το 2015 στο Bloomberg η διευθύνουσα σύμβουλος της AoeW Christa Hecht. «Το νερό είναι ζωτικής σημασίας δημόσιο αγαθό και οι Έλληνες έχουν δίκιο που θέλουν να το διατηρήσουν έτσι» είχε συμπληρώσει.
Ωστόσο, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αντισταθεί, ακόμα και όσες ήταν εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων. Το 2016, ο ίδιος ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει πως «στην εποχή που ζούμε, της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, είναι προφανές ότι ο έλεγχος αυτός [των υπηρεσιών νερού] εξασφαλίζεται με την πλειοψηφία του πακέτου των μετοχών από το κράτος» καθώς «η συμμετοχή ιδιωτών -με μειοψηφικό πακέτο- που θα δώσουν τη δυνατότητα στην εταιρεία να γίνει πιο ανταγωνιστική». Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι με το νομοσχέδιο που πέρασε θα βελτιώσει τις υπηρεσίεως νερού (ΣΔΙΤ κτλ). Αλλά, η πραγματικότητα τη διαψεύδει.
in.gr