Στο μακρινό Σιγκλουφιόρδουρ (Siglufjörður), τη βορειότερη πόλη της Ισλανδίας, με τους 1.350 κατοίκους, 6 Έλληνες κάνουν τη διαφορά.
Ο 33χρονος, Γιώργος Αλευράς από το Μεσολόγγι με τη σύζυγό του Κυριακή Σαρηγιαννίδου, η μητέρα του και η οικογένεια του αδερφού του ζουν στην εσχατιά της Ευρώπης, όπου ο παγωμένος αέρας λυσσομανά, φτάνοντας στα 12-13 μποφόρ.
Ο Γιώργος Αλευράς βρίσκεται εδώ και τρία χρόνια στο Σιγκλουφιόρδουρ. Ψαράς ήταν στο Μεσολόγγι, ψαράς έγινε και στην Ισλανδία, ασχολούμενος με τον μπακαλιάρο, αλλά σε εντελώς διαφορετικό επαγγελματικό επίπεδο.
«Εδώ η αλιεία είναι πάνω σε στέρεες βάσεις και κανείς δεν παρεκκλίνει από τους κανόνες. Θα τολμούσα να πω ότι είναι 50 χρόνια πιο μπροστά από την Ελλάδα. Υπάρχουν περιοχές που έχουν κλείσει εδώ και δέκα χρόνια και απαγορεύεται το ψάρεμα. Κανείς δεν διανοείται να μπει σε αυτές και να ψαρέψει. Η ποσόστωση για κάθε επαγγελματία είναι συγκεκριμένη. Κάθε χρόνο την 1η Σεπτεμβρίου διανέμεται η ποσόστωση από το κράτος για τα δικαιώματα που έχει κάθε σκάφος. Όταν κάποιος φτάσει σε αυτή την ποσότητα, πρέπει είτε να σταματήσει, είτε να νοικιάσει από άλλον, που έχει διαθέσιμη» λέει στο ethnos.gr.
Τα μικρά ψάρια που πιάνονται στα δίχτυα ή στα παραγάδια ρίχνονται απευθείας στη θάλασσα και δεν υπάρχει ανεξέλεγκτη αλιεία. Καθένας σέβεται τον συνάδελφο, αλλά -κυρίως- τη θάλασσα και τα αλιεύματα. Συγκεκριμένα, για τον μπακαλιάρο, πρέπει να είναι πάνω από 45 εκατοστά, ενώ το σκάφος μπορεί να φέρει ένα μικρό ποσοστό γύρω στο 5% σε μη επιτρεπόμενα είδη.
Στη βόρεια Ισλανδία, οι μπακαλιάροι είναι πολύ μεγάλου μεγέθους και φτάνουν μέχρι και τα 45 κιλά. Φιλετάρονται, παστώνονται και καταψύχονται πάνω στο σκάφος. Η χώρα έχει τεχνογνωσία στον παστό μπακαλιάρο και το 80% της παραγωγής εξάγεται στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Παλαιότερα το Σιγκλουφιόρδουρ είχε παράδοση στο ψάρεμα της ρέγγας, αλλά η υπεραλίευση σχεδόν εξάντλησε το είδος και πλέον λαμβάνονται μέτρα προστασίας.
Στο χωριό, ωστόσο, υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Ρέγγας, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας, χωρισμένο σε τρία οικήματα, ενώ κάθε καλοκαίρι γίνονται μικρά φεστιβάλ ρέγγας, όπου αναπαρίσταται ο τρόπος αλίευσης και επεξεργασίας του συγκεκριμένου ψαριού. Αυτά, και άλλα πολλά έμαθε στην τρίχρονη παραμονή του στο βορειότερο άκρο της Ισλανδίας, ο Γιώργος Αλευράς, αυτά και άλλα πολλά θέλει να φέρει πίσω στην πατρίδα του.
Το τελευταίο διάστημα σκέφτεται σοβαρά να επιστρέψει με τη σύζυγό του στην Ελλάδα και να ασχοληθεί εδώ με την αλιεία, σε επαγγελματική βάση. «Ήδη ψάχνω προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για νέους αλιείς. Προγράμματα που επιδοτούν την αγορά σκάφους, το οποίο θα χρησιμοποιώ τον χειμώνα για το ψάρεμα και το καλοκαίρι ως τουριστικό για εκδρομές στο Ιόνιο» μας λέει.
Τι κέρδισε αυτά τα τρία χρόνια, που ασχολείται επαγγελματικά με το ψάρεμα σε μια άλλη χώρα; «Έμαθα να σέβομαι τη θάλασσα κι αυτή με ανταμείβει. Στην Ελλάδα, όλα γίνονται λίγο βιαστικά, γρήγορα, χωρίς κανόνες, χωρίς σχέδιο. Κανείς δεν βλέπει μπροστά» είναι η απάντησή του.
Στα ταξίδια του στην πατρίδα, έχει κάνει κάποιες επαφές με παράγοντες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και θα ήθελε να συναντήσει στελέχη που ασχολούνται ειδικά με την αλιεία.
«Το βασικό που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο. Να εκσυγχρονιστούν τα σκάφη, τα εργαλεία, να τηρούνται οι νόμοι από όλους απαρέγκλιτα. Η θάλασσα έχει ψάρια για όλους, αλλά όχι όλες τις εποχές. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε και να το σεβαστούμε» δηλώνει.
Στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 15.000 αλιείς και η χώρα μας έχει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο της Μεσογείου. Ωστόσο, αρκετά πράγματα γίνονται ακόμη σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Το 2016, όταν ο Γιώργος Αλευράς ήθελε να φύγει από την πατρίδα του, γιατί τα έβγαζε δύσκολα πέρα ως ψαράς στο Μεσολόγγι, έψαχνε να βρει χώρες για να ασχοληθεί με αυτό που ήξερε να κάνει.
Σκεφτόταν να πάει στην Αλάσκα, για να μάθει το ψάρεμα των καβουριών, ή στη Νορβηγία, αλλά κατέληξε στην Ισλανδία, τη χώρα που εξόρισε τα βρετανικά ψαράδικα μίλια μακριά από τις ακτές της και διέσωσε το εισόδημα των ψαράδων της στον «πόλεμο του μπακαλιάρου», που κράτησε για δύο δεκαετίες: από το 1950 ως το 1970.
ethnos