Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να βλέπει τη Γροιλανδία ως το «νέο σύνορο» της χώρας του για πολύτιμα ορυκτά και άσκηση γεωπολιτικής επιρροής, όμως θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε οποιαδήποτε απαίτησή του για τον έλεγχο του απομακρυσμένου και αραιοκατοικημένου νησιού της Αρκτικής, σχολιάζει το Politico.
Ο Τραμπ είναι απλώς ο τελευταίος από μια μακρά σειρά ενδιαφερομένων -και όχι μόνο Αμερικανών- που χτύπησαν την πόρτα της Δανίας για την απόκτηση της Γροιλανδίας. Ωστόσο, ξεχωρίζει για την επιμονή και την επιθετικότητά του, φτάνοντας στο σημείο να αρνηθεί να αποκλείσει ακόμη και το ενδεχόμενο εισβολής στη Γροιλανδία. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Αμερικανός ηγέτης άφησε να αιωρείται τέτοια απειλή, έστω και χιουμοριστικά.
Πολλοί ένιωσαν προσβεβλημένοι από την προσέγγιση του Τραμπ. «Δεν αγοράζεις απλώς μια χώρα ή τους ανθρώπους της», δήλωσε ο Κούπικ Κλάιστ, πρώην πρωθυπουργός της Γροιλανδίας.
O Τζον Ράχμπεκ-Κλέμενσεν, αναπληρωτής καθηγητής στη Βασιλική Σχολή Άμυνας της Δανίας, σημειώνει πως «Οι ΗΠΑ ήδη παίρνουν αυτό που θέλουν. Και είναι φθηνό». Τι σημαίνει όμως αυτό;
Οι περίπου 56.000 κάτοικοι της Γροιλανδίας ζουν σε μια χώρα με αυτόνομη διακυβέρνηση, ενώ η Δανία, πρώην αποικιοκρατική δύναμη, διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική και την ασφάλειά της. Για δεκαετίες, οι Γροιλανδοί έχουν ως στόχο, ή έστω ως όνειρο, την πλήρη ανεξαρτησία. Ο πρωθυπουργός της Γροιλανδίας, Μούτε Έγκεντε, ξεκαθάρισε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι «η Γροιλανδία δεν πωλείται».
Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα του Axios, που επικαλείται δύο ανώνυμες πηγές, η Δανία έστειλε ιδιωτικά μηνύματα στην ομάδα συνεργατών του Τραμπ, εκφράζοντας την επιθυμία για συζήτηση της ενίσχυσης της ασφάλειας στη Γροιλανδία ή της αύξησης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ.
Η Κοπεγχάγη καλύπτει περίπου τον μισό προϋπολογισμό της Γροιλανδίας, γεγονός που αποτελεί το μεγαλύτερο πρακτικό εμπόδιο για την ανεξαρτησία της.
«Αυτό αντιστοιχεί σε ένα ποσό μεταξύ 750 εκατομμυρίων και 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων ετησίως», δήλωσε ο Ράχμπεκ-Κλέμενσεν. «Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αγαπά τις κακές συμφωνίες, σωστά;» σχολίασε.
Με άλλα λόγια, η Γροιλανδία είναι ένας πολύ ακριβός μεσαίου μεγέθους «δήμος» για τη Δανία, ενώ οι ΗΠΑ μπορούν ήδη να επωφεληθούν από την τρέχουσα κατάσταση χωρίς πρόσθετα έξοδα.
Οι επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Γροιλανδία είναι επίσης πολύ μεγαλύτερες από αυτές των ΗΠΑ. Παρά ταύτα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραμένει σε στάση αναμονής. «Είναι σαφές ότι η κυριαρχία των κρατών πρέπει να γίνεται σεβαστή», δήλωσε η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ανίτα Χίπερ την Τετάρτη, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Πρόσθεσε ότι η Επιτροπή προσβλέπει στη συνεργασία με την επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ για «μια ισχυρότερη διατλαντική ατζέντα».
Η κατάκτηση της Γροιλανδίας -είτε μέσω αγοράς είτε μέσω βίας- δεν θα βελτίωνε ουσιαστικά τις στρατηγικές επιδιώξεις της Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ έχουν τρεις κύριους στόχους στη Γροιλανδία, οι οποίοι εξυπηρετούνται ήδη με την υπάρχουσα κατάσταση.
- Διαστημική βάση Πιτούφικ (πρώην Αεροπορική Βάση Θούλη): αποτελεί κρίσιμο στρατιωτικό σημείο για τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και την αεροπορική ισχύ στην Αρκτική.
- Επενδυτές: η Γροιλανδία προσελκύει επενδυτές για την ανάπτυξη βιώσιμων υποδομών εξόρυξης σπάνιων γαιών, καθώς και πιθανών κοιτασμάτων χαλκού, αργύρου, πλατίνας και τιτανίου. Ο πρωθυπουργός Έγκεντε έχει επισκεφθεί αρκετές φορές τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2021, όταν εξελέγη, για να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις — ωστόσο, καμία εταιρεία δεν έχει προχωρήσει σε ουσιαστικές ενέργειες.
- Αποτροπή της Κίνας: οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να αποτρέψουν την Κίνα από το να επεκτείνει την επιρροή της στη Γροιλανδία. Υπό την πίεση της Ουάσιγκτον, η Κοπεγχάγη εμπόδισε μια κρατική κινεζική εταιρεία να αναλάβει την κατασκευή τριών αεροδρομίων στο νησί, επικαλούμενη λόγους ασφάλειας.
Ένα διαρκές «φλερτ»
Οι επικριτές μπορεί να χλευάζουν τη φιλοδοξία του Τραμπ να προσαρτήσει τη Γροιλανδία, αλλά η γεωπολιτική και οι στρατιωτικοί λόγοι έχουν ωθήσει και παλαιότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσπαθήσουν να αγοράσουν το νησί.
Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1867, όταν ο πανίσχυρος τότε υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σιούαρντ, λίγους μήνες μετά την απόκτηση της Αλάσκας από τη Ρωσία, εξέφρασε την άποψη ότι η αγορά της Γροιλανδίας ήταν «άξια σοβαρής σκέψης».
Ακολούθησαν παρασκηνιακές συνομιλίες το 1910, στο πλαίσιο μιας εξαιρετικά περίπλοκης παγκόσμιας ανταλλαγής εδαφών. Το σχέδιο περιλάμβανε την ανταλλαγή νησιών στις Φιλιππίνες, τις Δυτικές Ινδίες και το Βόρειο Σλέσβιχ ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Δανία.
Δεν ήταν μόνο οι Αμερικανοί που επιθυμούσαν την απόκτηση της Γροιλανδίας. Η Βρετανία και ο Καναδάς επίσης «φλέρταραν» το νησί. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Λονδίνο προσπάθησε να εξασφαλίσει το δικαίωμα πρώτης προτίμησης στην περίπτωση που η Δανία αποφάσιζε ποτέ να πουλήσει το νησί, επιδιώκοντας να αποτρέψει την αμερικανική κυριαρχία.
Το 1917, σε μια άκρως απόρρητη συνάντηση, οι Βρετανοί και οι Καναδοί ηγέτες συζήτησαν την πιθανή αγορά της Γροιλανδίας για λογαριασμό του Καναδά ως μέρος μιας μεταπολεμικής ανακατανομής εδαφών.
Οι Δανοί, ωστόσο, δήλωσαν την αποφασιστικότητά τους να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, ανακηρύσσοντας το 1921 επίσημα την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Γροιλανδία. Η Νορβηγία επιχείρησε να την αμφισβητήσει το 1931, αλλά η διεκδίκηση απορρίφθηκε.
Tο 1946 η Ουάσιγκτον πρόσφερε 100 εκατ. δολάρια σε ράβδους χρυσού και την ανταλλαγή εδαφών, παραχωρώντας την ιδιοκτησία του Point Barrow στην Αλάσκα στη Δανία.
Ίσως οι Δανοί θα έπρεπε να είχαν συμφωνήσει τότε, σχολιάζει το Politico. Αν το είχαν κάνει, σήμερα δε θα χρειάζονταν να αντιμετωπίζουν τον επίμονο Τραμπ, ο οποίος όχι μόνο επιδιώκει να αγοράσει τη Γροιλανδία, αλλά έχει φτάσει στο σημείο να στείλει έναν από τους γιους του στο νησί, διαφημίζοντας τα οφέλη της πιθανής αμερικανικής κυριαρχίας.
Επιπλέον, θα είχαν επωφεληθεί από την ανακάλυψη του μεγαλύτερου κοιτάσματος πετρελαίου στην ιστορία των ΗΠΑ, όταν το 1967 άνοιξε το «πετρελαϊκό πεδίο» του Prudhoe Bay.
«Αν και χρωστάμε πολλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν πιστεύω ότι τους χρωστάμε ολόκληρο το νησί της Γροιλανδίας», δήλωσε το 1946 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Δανίας, Γκούσταβ Ράσμουσεν, απορρίπτοντας την πρόταση των Αμερικανών και προκαλώντας την οργή τους.
Οι αντιδράσεις των συμμάχων των ΗΠΑ
Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας δήλωσε την Τετάρτη ότι «δεν τίθεται θέμα να επιτραπεί σε άλλες χώρες, όποιες κι αν είναι, να επιτεθούν στα κυρίαρχα σύνορα της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]», αναφερόμενος στις δηλώσεις του Τραμπ για τη Γροιλανδία.
Η τάση του Τραμπ, σχολιάζει το Semafor, να μιλάει αυθόρμητα καθιστά δύσκολο να διακριθεί η υπερβολή από την πραγματική πολιτική, αλλά οι δηλώσεις του για τη Γροιλανδία και τη Διώρυγα του Παναμά πιθανότατα στόχευαν να προβάλλουν μια εικόνα ισχύος απέναντι στους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ, αναφέρει το BBC.
Ωστόσο, το «μπούλινγκ των φίλων της Αμερικής» από τον Τραμπ θα μπορούσε εύκολα να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, ενισχύοντας την αντίθεση της κοινής γνώμης αυτών των χωρών απέναντι στις ΗΠΑ, υποστήριξε το CNN.
Η πρωθυπουργός της Δανίας προσπάθησε να δώσει μια θετική διάσταση στο ενδιαφέρον του Τραμπ για τον έλεγχο της Γροιλανδίας, λέγοντας ότι καλωσορίζει τις αμερικανικές επενδύσεις στην περιοχή.
Ο σχολιαστής εξωτερικών υποθέσεων του Observer προειδοποίησε ότι η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ «δεν θα αποσπάται τόσο εύκολα, δεν θα γοητεύεται ή θα εμποδίζεται» και ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Η ΕΕ φαίνεται να προετοιμάζεται για μια μάχη, καθώς ο επικεφαλής βιομηχανίας του μπλοκ δήλωσε το «τέλος του ευρωπαϊκού εφησυχασμού» σε πρόσφατη συνέντευξη στο Bloomberg.
Ωστόσο, απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα και μια ολοένα και πιο «αρπακτική» Κίνα, η Ευρώπη χρειάζεται τις ΗΠΑ περισσότερο από ποτέ, αν και τώρα βρίσκεται δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική, πολύ περισσότερο «από οποιαδήποτε άλλη στιγμή τις τελευταίες δεκαετίες», ανέφερε αρθρογράφος της Wall Street Journal.
enikos.gr