Με αφορμή δύο απανωτά δυστυχήματα στο μυθικό βουνό, δύο αδέλφια που εγκατέλειψαν την καριέρα τους για να εγκατασταθούν μόνιμα στην κατοικία των θεών μας ξεναγούν στα σκοτεινά μονοπάτια του, μας δείχνουν τις παγίδες του και εξηγούν γιατί ο Όλυμπος είναι από τα δυσκολότερα σημεία του πλανήτη
Στα βουνά μαθαίνεις να προσδοκάς το απροσδόκητο. Διδάσκεσαι προσοχή και αυτοκυριαρχία. Σου ζητείται κουράγιο, στέρηση, θέληση και μετριοφροσύνη στο όνομα της φύσης. Πάνω απ’ όλα, απαιτείται ειλικρίνεια με τον εαυτό σου και τους συντρόφους σου. Στα βουνά ψέματα δεν χωράνε. Σε αυτές τις φράσεις συμπυκνώνεται η φιλοσοφία των αδελφών Μιχάλη και Αλέξανδρου Στύλλα, που από το 2003 μετά από συνειδητή επιλογή δηλώνουν μόνιμη κατοικία σε υψόμετρο 2.648 μέτρων στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας.
Είναι και οι δύο διεθνώς πασίγνωστοι για τις ορειβατικές επιτυχίες τους, αφού έχουν κατακτήσει πολύ δύσκολες βουνοκορφές σε όλο τον κόσμο. Ο Μιχάλης, γεωλόγος με μεταπτυχιακό στην Ωκεανογραφία, είναι αθλητής του ορειβατικού σκι και δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Συγκαταλέγεται στους διασημότερους Ελληνες ορειβάτες, αφού τον Μάιο του 2004 κατάφερε να είναι ένας από τους εννέα συμμετέχοντες στην αποστολή που κατέκτησε την ψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Εβερεστ. Συνοδός εκείνης της αποστολής ήταν και ο αδελφός του Αλέξανδρος, χωρίς τον οποίο ο Μιχάλης τονίζει ότι δεν θα τα είχαν καταφέρει.
Aν και έμπειρος ορειβάτης, ο Χρήστος Ανανιάδης έχασε τη ζωή του στο βουνό που λάτρευε όσο κανένα άλλο
Εχει αναρριχηθεί ακόμη στις κορυφές του Ινδοκαυκάσου στο Πακιστάν, στις Περουβιανές Ανδεις, στον Ρωσικό Καύκασο, στις οροσειρές της Βόρειας Αμερικής και έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ορειβατικές αποστολές στις δύσκολες βόρειες ορθοπλαγιές των Αλπεων. Ολες σε υψόμετρο από 5 έως 7 χλμ. από το επίπεδο της θάλασσας, αποκομίζοντας δύσκολες αλλά και συναρπαστικές εμπειρίες. Επίσης, συμπεριλαμβάνεται στους επιφανέστερους υπερμαραθωνοδρόμους σε επίπονες στο σύνολό τους διαδρομές, άλλοτε σε καυτές ερήμους και άλλοτε σε πολικές περιοχές που διαρκούν από 24 έως 45 ώρες.
Εδώ και 14 χρόνια τα δύο αδέλφια, ο Αλέξανδρος και ο Μιχάλης Στύλλας, πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πόλη τους, να ξενοικιάσουν το σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθούν μόνιμα στο «βουνό των θεών». Εκεί, «σε ένα από τα πιο επικίνδυνα βουνά του κόσμου», ζουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, συνήθως εννιά μήνες. Ετσι χαρακτηρίζουν τον Ολυμπο, ο οποίος «μπορεί να μην είναι από τα ψηλότερα βουνά, είναι όμως μεταξύ των πιο επικίνδυνων σε ολόκληρο τον κόσμο», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο Αλέξανδρος Στύλλας.
Κάθε χρόνο στην κορυφή
Η επιλογή τους αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ξαφνικής παρόρμησης – να εγκαινιάσουν ένα νέο τρόπο ζωής στις βουνοκορφές. Χάρη στη μητέρα τους Αρετή και στον πατέρα τους Νίκο ανακάλυψαν τον άλλο τους εαυτό στη φύση, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 εγκατέλειψαν τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης για το αραιοκατοικημένο εκείνη την περίοδο προάστιο του Πανοράματος. Εκεί οι μικρές εξερευνήσεις στην ύπαιθρο έγιναν καθημερινή ασχολία που μπόλιασε με τη φύτρα της ορειβατικής περιπέτειας τα αθώα παιδικά τους χρόνια. Οι πρώτες οικογενειακές εξορμήσεις στα βουνά ξεκίνησαν από τον γειτονικό Χορτιάτη, για να ακολουθήσουν η Πίνδος και ο Ολυμπος.
Τα αδέλφια Αλέξανδρος και Μιχάλης Στύλλας μαγεύτηκαν τόσο από τη γοητεία της κατοικίας των θεών ώστε αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί
Σε ηλικία 7 ετών ο Μιχάλης και 5 ετών ο Αλέξανδρος ανέβηκαν με τους γονείς τους στον Μύτικα, στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, στα 2.917 μ. Από τότε και κάθε χρόνο αυτή η οικογενειακή εκδρομή πήρε εθιμικό χαρακτήρα που ποτέ δεν σταμάτησε να χαρίζει συγκινήσεις στα μέλη της. Με μια τέτοια παράδοση και εκστασιασμένος από την ελευθερία, τη γαλήνη, αλλά και την ένταση της περιπέτειας που προσφέρει απλόχερα η άγρια φύση του βουνού, ο Μιχάλης Στύλλας μάλλον δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Αφησε στην άκρη τα σχέδιά του για ακαδημαϊκή καριέρα στη Γεωλογία -παρότι συνεχίζει να την ασκεί περισσότερο ως χόμπι παρά ως κύρια ενασχόληση- και εγκαταστάθηκε το 2003 στο καταφύγιο «Χ. Κάκκαλος» στον Ολυμπο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.648 μέτρων. Τον ακολούθησε και ο Αλέξανδρος, ο οποίος άφησε το μαγαζί της μητέρας τους για να υιοθετήσει ανεπιφύλακτα έναν νέο τρόπο ζωής.
«Το 2003 ο κ. Ζολώτας, που ήταν από τους πρώτους οδηγούς βουνού μας, έδωσε τα κλειδιά του καταφυγίου “Χ. Κάκκαλος” και συμφωνήσαμε να το δουλέψουμε, αφού ένα τέτοιο καταφύγιο ανάγκης υπολειτουργούσε. Τα πρώτα χρόνια, που εγώ τα λέω “πέτρινα”, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Δεν είχαμε ρεύμα, το νερό ήταν ελάχιστο, οι τουαλέτες ημιτελείς. Κι όμως, με την πάροδο του χρόνου καταφέραμε να προσελκύσουμε και να φιλοξενούμε 5.500 με 6.500 ανθρώπους τη σεζόν που ξεκινά από τις 28 Μαΐου και διαρκεί έως τις 28 Οκτωβρίου. Βοήθησε βέβαια και η Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας – Αναρρίχησης που εγκατέστησε ολοκληρωμένο σύστημα για ανεμογεννήτριες».
Παράλληλα προχώρησαν σε μια μίνι ανακαίνιση στο καταφύγιο: πρόσθεσαν ένα δωμάτιο, ανακαίνισαν την κουζίνα με επαγγελματικές προδιαγραφές, όπως και τις τουαλέτες, κατασκεύασαν μεγάλες δεξαμενές αποθήκευσης νερού από τα χιόνια. «Ολα για να εξυπηρετηθεί ο κόσμος που θα έρθει, τόσο αυτοί που θα μείνουν όσο και οι περαστικοί», εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ο Αλέξανδρος Στύλλας.
Ο 26χρονος Ηλίας Δημητρίου βρήκε τραγικό θάνατο όταν σε ορειβασία στον Ολυμπο γλίστρησε πάνω σε σκληρό στρώμα πάγου και έπεσε με δύναμη σε κορμό δέντρου
Για τον Ολυμπο έχουν γραφτεί αμέτρητες ιστορίες από εκείνους που ανέβηκαν στην κορυφή του. Οι πρώτοι που άγγιξαν το «σπίτι» του θεού Δία στον 20ό αιώνα ήταν οι δύο Ελβετοί αλπινιστές, ο ταλαντούχος φωτογράφος Φρεντερίκ Μπουασονά και ο συνοδοιπόρος φίλος του, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης Ντανιέλ Μποντ-Μποβί, που με οδηγό τον Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο κατέκτησαν για πρώτη φορά την κορυφή του Μύτικα τον Αύγουστο του 1913.
«Ο Ολυμπος είναι από τα δυσκολότερα βουνά στον κόσμο. Εχω ταξιδέψει, έχω πάει σε 30 αποστολές στα Ιμαλάια μαζί με τον αδελφό μου, έχω πάει με αποστολή στα ινδικά Ιμαλάια για σκι, έχω πάει στις Αλπεις πάρα πολλές φορές , αλλά σίγουρα το δικό μας ψηλότερο βουνό είναι από τα πιο επικίνδυνα. Ξεχωριστό μεν, αλλά απρόβλεπτο. Μπορεί κάτω από τον Ολυμπο να κάνεις μπάνιο στη θάλασσα, αλλά πάνω από τα 2.500 μέτρα επικρατούν 100 διαφορετικές και εναλλασσόμενες καιρικές συνθήκες. Μπορεί να έχει ήλιο στα ριζά του βουνού και πάνω να ρίχνει κεραυνούς και χαλάζι, τα οποία μπορούν να σκοτώσουν ανά πάσα στιγμή. Αν δει κάποιος τα δένδρα, όλα είναι χτυπημένα από κεραυνούς εκεί πάνω», λέει ο Αλέξανδρος Στύλλας.
Το ίδιο θα πει και ο αδελφός του Μιχάλης, ο οποίος παινεύει τον Ολυμπο ως ένα από τα καλύτερα βουνά του πλανήτη. «Σαν αυτό το βουνό δεν υπάρχει. Είναι το καλύτερο βουνό για ορειβασία. Μπορείς να βρεις εύκολα μονοπάτια, αλλά και δύσκολα. Γενικότερα, όμως, τα ελληνικά βουνά έχουν μεγάλη τεχνική δυσκολία, σε αντίθεση με το Εβερεστ, που εκεί έχεις όντως να αντιμετωπίσεις το μεγάλο υψόμετρο και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες».
Πριν από λίγες ημέρες καταγράφηκαν απανωτά δυστυχήματα στον Ολυμπο με θύματα ορειβάτες, ένας από τους οποίους ήταν από τους πλέον έμπειρους στον χώρο. Ο Χρήστος Ανανιάδης έχασε τη ζωή του στο μέρος που λάτρευε όσο κανένα άλλο. Ο Αλέξανδρος Στύλλας εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στο βουνό, αλλά έμαθε για τις συνθήκες θανάτου του φίλου του Χρήστου και προσπάθησε να εξηγήσει τις παγίδες που κρύβει ο Ολυμπος ακόμη και για ορειβάτες με εμπειρία ετών. Αλλωστε, όπως θα επισημάνει, ο θάνατος των ανθρώπων κάθε άλλο παρά τυχαίος ήταν.
Εξαιρετικά επίπονες και επικίνδυνες είναι οι επιχειρήσεις διάσωσης των αγνοούμενων ορειβατών
«Οταν στην Αττική είχαμε τις φονικές πλημμύρες στη Μάνδρα και τη Νέα Πέραμο, στον Ολυμπο έριχνε πάρα πολύ χιόνι πάνω από τα 2.400 μέτρα. Μέχρι τα 2.000 μέτρα έβρεχε και από εκεί και πάνω είχε ρίξει περίπου 1,5 μέτρο χιόνι. Ολο αυτό το χιόνι με τις ζεστές ημέρες που κάνει τώρα άρχισε να λιώνει και να δημιουργεί από τα 1.700 έως τα 2.000 μέτρα γλώσσες πάγου. Δηλαδή το πρωί το χιόνι έλιωνε και το βράδυ γινόταν καθαρός πάγος. Οπότε αυτός ο πάγος έμενε κάτω από τα χόρτα και ανάμεσα στο χιονάκι που τα σκέπαζε. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο κομμάτι που μπορεί να υπάρξει.
Εκεί θα μπορούσε να την πατήσει ακόμη και ο πιο έμπειρος ορειβάτης. Γιατί βλέποντας το επιφανειακό χιόνι και όχι τον κρυμμένο πάγο, αν δεν έχεις τα κατάλληλα παπούτσια με τα μεγάλα δόντια, όταν τον πατήσεις γλιστράς, φεύγεις και δεν σταματάς με τίποτε. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να τη γλιτώσεις με λίγα σπασίματα και μώλωπες, αφού το τοπίο έχει δέντρα και κοφτερά βράχια», λέει ο Αλέξανδρος Στύλλας και προσθέτει: «Ο άτυχος ο Χρήστος, όση εμπειρία και να είχε, δεν περίμενε να υπάρχει αυτός ο πάγος κάτω από το χιονάκι και ανάμεσα σε χώμα και χόρτα. Ετσι, όταν πήγε να βοηθήσει τον φίλο του, γλίστρησε και έπεσε χτυπώντας το κεφάλι του σε ένα δέντρο. Δυστυχώς κατέληξε ακαριαία. Να σημειώσω επίσης ότι εκτός από πολύ καλός συνάδελφος, ήταν φίλος και άνθρωπος».
Οπως εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ο Αλέξανδρος Στύλλας, από το 2003 που είναι στον Ολυμπο κάθε ανάβαση χειμώνα ή καλοκαίρι είναι διαφορετική. «Κάθε ανάβαση στον Ολυμπο είναι σαν να κάνεις την πρώτη ανάβαση της ζωής σου. Οσο έμπειρος και αν είσαι, θέλει πολλή προσοχή. Πρέπει να κοιτάζεις τα δελτία καιρού, θέλει καλό εξοπλισμό και όταν δεις ότι οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν και είναι άσχημες, καλύτερα να επιστρέφεις».
Το τρομακτικό «δυτικό σπιρούνι»
Ακόμη και στον ίδιο ο Ολυμπος έχει προκαλέσει φόβο, όπως και άλλα βουνά στην πολύχρονη πορεία του στην ορειβασία. Από τις διαδρομές όμως που θα θυμάται για πάντα ήταν μία ανάβαση στον Αθω στο Αγιο Ορος, όταν πήγαν μαζί με τον Μιχάλη να σκαρφαλώσουν από το «δυτικό σπιρούνι» όπως λέγεται η αναρριχητική διαδρομή και τους έπιασε βροχή και χαλάζι.
«Ημασταν βρεγμένοι, κρεμασμένοι και για ένα ολόκληρο βράδυ κατρακυλούσαν πέτρες από κατολίσθηση και έσκαγαν με κρότο δίπλα μας. Ταυτόχρονα έπεφταν μαζικά κεραυνοί, ενώ όταν ξημέρωσε έπρεπε μέσα στη βροχή να προχωρήσουμε. Κάναμε 13 ώρες για να επιστρέψουμε μέσα σε χαλάζι και κεραυνούς».
Σε μια ανάβαση δυτικά του Εβερεστ, προκειμένου να φτάσουν στην κορυφή ύψους 6.200 μέτρων, πραγματικά τα χρειάστηκαν παρά την εμπειρία τους. «Μόλις φτάσαμε στα 6.000 μέτρα μας έπιασε χιονοθύελλα. Ημασταν ολομόναχοι και αναγκαστήκαμε να κάνουμε αναρρίχηση από κάτι βραχάκια πολύ λεπτά, από τα οποία αν πέφταμε θα σκοτωνόμασταν και οι δύο. Το χιόνι είχε καλύψει τις σχισμές και δεν βλέπαμε από πού έπρεπε να κρατηθούμε. Την επόμενη μέρα και ενώ είχαμε ολοκληρώσει την αποστολή, ένα είδος πάγου έπεσε σαν χιονοστιβάδα και διέλυσε τη διαδρομή που είχαμε κάνει. Αν βρισκόμασταν εκεί, θα μας έλιωνε σαν κουνούπια. Ηταν πολύ οριακή η κατάβαση».
Τόσο για τον Αλέξανδρο όσο και για τον Μιχάλη Στύλλα η ορειβασία είναι τρόπος ζωής και επιλογή, δεν είναι ένα ακόμη άθλημα.
Γιατί κάθε φορά που βρίσκονται στο καταφύγιο στον Ολυμπο τα συναισθήματά τους δεν περιγράφονται με λέξεις σε μια άσπρη κόλλα χαρτί. «Δεν ξέρω αν ο Ολυμπος είναι το βουνό των θεών, έχει όμως μια απίστευτη ενέργεια – και αυτό το καταλαβαίνουν οι χιλιάδες κόσμου που έρχονται κάθε χρόνο εδώ. Χρειάζεται όμως ο κάθε επισκέπτης να μη βιάζει τις καταστάσεις, αλλά ούτε και να αφήνεται να τον παρασύρουν. Στα βουνά πάμε να πάρουμε ανάσα ζωής, δεν πάμε να την αφήσουμε».
πηγή protothema