Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, οι ιθύνοντες του Facebook εκμεταλλεύτηκαν ένα «ευάλωτο σημείο στην ανθρώπινη ψυχολογία», εξήγησε ο Parker, ο οποίος παραιτήθηκε από την εταιρεία το 2005.
Η ντοπαμίνη, που ανακαλύφθηκε το 1957, είναι ένας από τους 20 σημαντικότερους νευροδιαβιβαστές, ένας στόλος χημικών ουσιών που μεταφέρουν επείγοντα μηνύματα μεταξύ νευρώνων, νεύρων και άλλων κυττάρων του σώματος μας. Αυτοί οι νευροδιαβιβαστές διασφαλίζουν ότι οι καρδιές μας συνεχίζουν να χτυπούν, οι πνεύμονες μας συνεχίζουν να είναι ζωντανοί και, στην περίπτωση της ντοπαμίνης, να ικανοποιείται η αίσθηση της δίψας με το να πίνουμε νερό όταν νιώθουμε διψασμένοι.
Η ντοπαμίνη βασίζεται στη μάθηση: όταν κάποιος προσδοκά μια ανταμοιβή σε μια δράση και, αν η ανταμοιβή ικανοποιηθεί, τότε αυτή η συμπεριφορά γίνεται συνήθεια.
Οι εταιρείες τεχνολογίας καταλαβαίνουν τι διεγείρει την ντοπαμίνη στον εγκέφαλο και διαμορφώνουν τις πλατφόρμες τους με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν βραχυχρόνιες ανταμοιβές σε ορισμένες δράσεις. Με αυτό τον τρόπο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθούν να ικανοποιούν τις ανάγκες μας, όσο βρισκόμαστε online. Η συμπεριφορά αυτή επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος τη μαθαίνει και με αυτό τον τρόπο καταλήγουμε να έχουμε μια σχέση εξάρτησης με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι ιδρυτές πίσω από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γνωρίζουν ότι μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των άλλων θέτοντάς τους σε συγκεκριμένες καταστάσεις.