«Οι αγορές εργασίας στην Ευρωζώνη είναι πολύ πιο «σφικτές» (tight) από ό,τι ήταν πριν από την πανδημία, με την ανεργία σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και τις κενές θέσεις εργασίας να αυξάνονται σε όλους τους τομείς. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η αγορά εργασίας εξακολουθεί να μην είναι «σφικτή» συνολικά.»
Στο απόσπασμα αυτό της μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Η ελληνική αγορά εργασίας πριν και μετά την πανδημία: Χαλαρότητα, στενότητα και αναντιστοιχία δεξιοτήτων» συνοψίζεται η απάντηση γιατί στην Ελλάδα οι μισθολογικές αυξήσεις υπολείπονται πολλών άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Όπως εξήγησαν στο newmoney, οι συγγραφείς της μελέτης (Χρ. Αντωνόπουλος, Σ. Ανυφαντάκη, Χ. Μπαλφούσια, Θ. Κοσμά, Ε. Παπαπέτρου, Φ. Πετρουλάκης, Π. Πέτρουλας και Π. Ζιούτου), «η στενότητα (tightness) στην αγορά εργασίας εξετάζει τις κενές θέσεις εργασίας που δεν έχουν καλυφθεί, για τις οποίες οι επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό».
Και ενώ στην ελληνική αγορά εργασίας «η στενότητα στην αγορά εργασίας αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, αντανακλώντας την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη μετά το πέρας της πανδημίας, ιδιαίτερα στους κλάδους του τουρισμού, των κατασκευών και της μεταποίησης», αυτό δεν συμβαίνει σε επίπεδο που να είναι ικανό να «τραβήξει προς τα πάνω» το σύνολο των μισθών.
«Στους περισσότερους τομείς, οι μισθοί των νεο- προσλαμβανομένων και οι σχετικοί μισθοί τους σε σύγκριση με τους μισθούς των υφιστάμενων εργαζομένων δεν παρουσιάζουν καμία σημαντική ανοδική τάση. Έτσι, τα στοιχεία για την αύξηση των μισθών δεν δείχνουν σημάδια γενικής στενότητας στην αγορά εργασίας.
Οι τομείς των Κατασκευών, Ξενοδοχείων & Εστιατορίων και των Λοιπών Υπηρεσιών αποτελούν εξαιρέσεις, που παρουσιάζουν αυξητική τάση στους μισθούς των νέων προσλήψεων καθώς και στις ροές απασχόλησης, οι οποίες μπορεί να είναι ενδεικτικές των αναδυόμενων πιέσεων της αγοράς.»
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Όπως εξηγούν οι συγγραφείς της μελέτης, προς το παρόν μεγαλύτερους μισθούς μπορούν να απολαμβάνουν μόνο οι εργαζόμενοι σε πολύ συγκεκριμένους κλάδους- αυτούς με τις μεγαλύτερες ελλείψεις προσωπικού και την αυξημένη παραγωγικότητα.
«Αυξήσεις μισθών έχουν παρατηρηθεί πρόσφατα στην ελληνική οικονομία, λόγω κλαδικής ανακατανομής των εργαζομένων» εξηγούν στο newmoney.
«Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε εκροή εργαζομένων από κλάδους που συνδέονται με τον τουρισμό και αντίστοιχη εισροή σε κλάδους με καλύτερες μισθολογικές απολαβές. Επίσης, σε κλάδους που αντιμετωπίζουν στενότητα στην αγορά εργασίας διαφαίνονται μισθολογικές πιέσεις στους μισθούς των νεοπροσλαμβανόμενων, οι οποίοι πλησιάζουν εκείνους των ήδη εργαζομένων στους κλάδους αυτούς.
Επιπρόσθετα, αυξήσεις μισθών παρατηρούνται με τη μεγαλύτερη συμβολή των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης (σε αντιδιαστολή με τις θέσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης) στο σύνολο της οικονομίας.
Σε γενικές γραμμές, οι εκάστοτε μισθολογικές αυξήσεις δεν θα πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των μισθών θα πρέπει να συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Προϋπόθεση για να αυξηθεί η παραγωγικότητα είναι να γίνονται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στην ελληνική οικονομία, όπως και επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, που δημιουργούν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Στην παρούσα φάση όμως βλέπουμε ότι πολλές ανταγωνίστριες χώρες προχωρούν σε αυξήσεις μισθών λόγω πληθωρισμού, κάτι το οποίο μας δίνει ορισμένα περιθώρια. Εν τούτοις, οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις δεν θα πρέπει να διακινδυνεύσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού.»
Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί κλειδί για τις αυξήσεις των μισθών όπως διευκρινίζει και η μελέτη: «η υψηλότερη παραγωγικότητα θα μπορούσε να συνεπάγεται μια πίεση προς τα πάνω για τους μισθούς και θα επέτρεπε αυξήσεις μισθών χωρίς να διαταραχθεί η αύξηση της απασχόλησης».
Το παράδοξο υψηλής ανεργίας- χιλιάδων κενών θέσεων
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι η αιτία για το γεγονός ότι η ανεργία παραμένει υψηλή, ενώ ταυτόχρονα οι εργοδότες διαμαρτύρονται για χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, έγκειται στο προβληματικό σύστημα εκπαίδευσης-κατάρτισης της Ελλάδας.
«Παρά τη διαχρονική αύξηση του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα» σημειώνουν «υπάρχουν ανησυχίες ότι το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης πιθανόν να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ενδεικτικό είναι ότι η Ελλάδα είχε μία από τις χαμηλότερες συνολικές βαθμολογίες στην έρευνα για τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (European Skills Index – ESI) για το 2022.
Η χαμηλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας υποδηλώνει ότι οι εργοδότες ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας λόγω έλλειψης εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες ή προσόντα, καθιστώντας την αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων, σημαντικό εμπόδιο στη δυνητική ανάπτυξη.
Αναντιστοιχία δεξιοτήτων μπορεί όμως να χαρακτηρίζει και υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις. Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων είναι το ποσοστό υπερκατάρτισης.
Τα στοιχεία της Έρευνας Δεξιοτήτων Ενηλίκων (PIAAC) του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι, στην Ελλάδα, περίπου 28% των εργαζομένων διαθέτουν υψηλότερες γλωσσικές δεξιότητες απ’ ό,τι απαιτεί η εργασία τους, διαθέτουν δηλαδή περισσότερα από τα αναγκαία προσόντα (υπερκατάρτιση), το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (10,8%).
Ταυτόχρονα, περίπου 7% των εργαζομένων διαθέτουν λιγότερα προσόντα από αυτά που απαιτούνται για την εργασία τους σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 3,8% (υποκατάρτιση). Οι διαχρονικές ελλείψεις και αναντιστοιχίες δεξιοτήτων έχουν τόσο οικονομικό όσο και κοινωνικό κόστος. »
Την ίδια ώρα, η ελληνική αγορά εργασίας «πάσχει» από ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο: τη μειωμένη συμμετοχή. Το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως μεταξύ των γυναικών ηλικίας 25-54 ετών και της ηλικιακής ομάδας άνω των 55 ετών.
«Η προσπάθεια αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας θα πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής» τονίζουν οι οικονομολόγοι της ΤτΕ, «αλλά και η αύξηση της συμμετοχής στις μεγαλύτερες ηλικίες θα είναι κρίσιμης σημασίας τις επόμενες δεκαετίες, δεδομένης της πληθυσμιακής γήρανσης. Τα μέτρα πολιτικής για την αγορά εργασίας πρέπει λοιπόν να είναι στοχευμένα προς αυτήν την κατεύθυνση» καταλήγουν.
newmoney.gr