Τριάντα ημέρες ή 720 ώρες ή 43.200 λεπτά: αυτά είναι που χωρίζουν την Ανγκελα Μέρκελ από την τέταρτη θητεία στη Καγκελαρία της Γερμανίας -ένα πολιτικό κατόρθωμα υψηλής σημασίας σε ενα παγκόσμιο τοπίο όπου κανείς ηγέτης (είτε κράτους, είτε… ποδοσφαιρικής ομάδας) δεν μακροημερεύει σε έναν θώκο.
Πόσο μάλλον για μια Μέρκελ που κυβερνά την Γερμανία σχεδόν… “δικτατορικά”, από το 2005 μέχρι σήμερα.
Κι η Μέρκελ έχει κάθε λόγο να επαίρεται γι’ αυτό: Στην πρώτη της στάση της προεκλογικής της εκστρατείας, στο Ντόρτμουντ, η Καγκελάριος εστίασε την προσοχή της στις θέσεις του προεκλογικού της προγράμματος που αφορούν τα κοινωνικά, οικονομικά και ζητήματα νέων τεχνολογιών, ενώ εξήρε το γεγονός ότι στο διάστημα της 12χρονης θητείας της ως καγκελάριος επιτεύχθηκε σημαντική μείωση της ανεργίας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει βγει πιο δυνατή από τις διεθνείς κρίσεις», συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής διαμάχης μεταξύ του Αμερικανού και του Βορειοκορεάτη προέδρου», σχολιάζει ο Αντρέα Ρεμέλε, πολιτικός αναλυτής στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο.
Όλα αυτά, ασφαλώς, η Μέρκελ δεν τα κατάφερε μόνη της, καθώς είχε ως πολιτικό της ‘δεκανίκι” τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Μάρτιν Σουλτς, διαμορφώνοντας τον “Μεγάλο Συνασπισμό” των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Σοσιαλδημοκρατών.
Εναν συνασπισμό που, ωστόσο, οδεύει προς… διάλυση, καθώς δεν είναι μόνο το γεγονός πως η Γερμανίδα καγκελάριος κατεβαίνει στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου με ισχυρά ποσοστά αποδοχής και προβάδισμα 16 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Σουλτς.
Ειναι και το ότι Σόιμπλε θέλει οπωσδήποτε να μπει στο νέο κυβερνητικό συνασπισμό και το FDP (Φιλελεύθεροι) του Κρίστιαν Λίντνερ. Ο τελευταίος συνεχίζει να προτείνει (προσωρινή) έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και «κούρεμα» του χρέους -μια πρόταση που έχει κάνει κατά και καιρούς και ο ίδιος ο Σόιμπλε.
Όπως σχολίασε σε συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός Γενς Χάκε: «Ίσως η χώρα να ‘παραβολεύτηκε’ με τον μεγάλο συνασπισμό. Αυτό που τη δεκαετία του 1960 θεωρούνταν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όταν υπήρχε παράλληλα και μια πραγματικά αποτελεσματική εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση, έχει εξελιχθεί πλέον σε μια συναινετική πραγματικότητα. Τα οκτώ από τα τελευταία δώδεκα χρόνια κυβέρνησε ο μεγάλος συνασπισμός και γι΄ αυτό είναι φυσικά δύσκολο για τους Σοσιαλδημοκράτες να παρουσιάσουν μια πραγματική εναλλακτική επιλογή, διότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα το SPD ήταν συνυπεύθυνο, συνυπογράφοντας την ακολουθούμενη πολιτική».
“Κουτσό άλογο” αποδείχτηκε ο Σουλτς
Η εκλογή του Μάρτιν Σουλτς στην προεδρία των Σοσιαλδημοκρατών είχε προκαλέσει μεγάλη ευφορία, εκτοξεύοντας καταρχάς στα ύψη τα ποσοστά του κόμματος στις δημοσκοπήσεις.
Ο Σουλτς, πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατόρθωσε αρχικά να φέρει την παράταξή του στα ίδια επίπεδα με τους Χριστιανοδημοκράτες τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο αλλά δεν κατόρθωσε να διατηρήσει αυτά τα ποσοστά.
Κι όπως παρατηρούν πλέον τα γερμανικά ΜΜΕ, η ιδέα να κατεβάσει το SPD έναν υποψήφιο ο οποίος δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση ήταν καλή, ωστόσο ο Σουλτς δεν είναι ο χαρισματικός ηγέτης που είδαμε στη Γαλλία με τον Μακρόν ή σε άλλες χώρες.
Ο Σουλτς δεν κατόρθωσε να ενδυναμώσει τη θέση του ούτε όταν η Μέρκελ «κατέβασε ρολά» για τρεις εβδομάδες στη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, στη διάρκεια δημοσιεύτηκαν μόνο κάποιες φωτογραφίες της καγκελαρίου και του συζύγου της που έκαναν πεζοπορία στις Άλπεις.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της τελευταίας δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Infratest dimap για λογαριασμό του πρωινού μαγκαζίνο του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή, οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) χάνουν μία μονάδα από την προηγούμενη καταγραφή πριν από δύο εβδομάδες και συγκεντρώνουν 38%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) χάνουν δύο μονάδες και περιορίζονται στο 22%.
Κι άντε τώρα ο Σουλτς να κλείσει μια ψαλίδα 16 μονάδων, ειδικά σε μια χώρα όπου το να είσαι η αντιπολίτευση δεν είναι εύκολη υπόθεση σε μια σταθερή οικονομία που έχει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των τελευταίων 25 ετών και με τη Μέρκελ να υπόσχεται φοροαπαλλαγές εάν επανεκλεγεί.
Όπως προοιωνίζουν τα γερμανικά ΜΜΕ, πλέον είναι εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να συνεργαστούν οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι σε μια κυβέρνηση συνασπισμού.
Το φλέγον ερώτημα: με ποιούς θα συγκυβερνήσει η Μέρκελ;
Αν θεωρήσουμε το σενάριο της συμμαχίας με τους νυν κυβερνητικούς της εταίρους ως μακρινό, τότε τα σενάρια ειναι δυο: η Μέρκελ είτε θα κάνει συνασπισμό με τους Φιλελεύθερους, είτε με τους κεντροαριστερούς Πράσινους.
Όπως σημειώνουν τα γερμανικά ΜΜΕ, η πιο πιθανή εκδοχή είναι η πρώτη -κι αυτή που αφορά και στην Ελλάδα.
Κι αυτό γιατί οι Φιλελεύθεροι (FDP) επιθυμούν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, υποστηρίζοντας ότι η χώρα «δεν έχει σημειώσει καμία πρόοδο τα τελευταία έξι χρόνια».
Τι θα συμβεί λοιπόν (ότ)αν συγκυβερνήσουν με τους Συντηρητικούς της Μέρκελ;
Όπως παρατηρεί η DW, η κατάσταση αυτή συνθέτει ένα εκρηκτικό μείγμα για την τέταρτη θητεία της Άγκελα Μέρκελ καθώς οι Φιλελεύθεροι καθιστούν σαφές ότι σε περίπτωση συγκυβέρνησης θα ζητήσουν ένα αυστηρότερο πλαίσιο για τις χώρες της Ευρωζώνης.
Σε συνέντευξή του στο Reuters ο ευρωβουλευτής Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ και μέλος του προεδρείου του κόμματος δήλωσε: «Σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα ταχθούμε υπέρ αυστηρότερων κανόνων στην Ευρωζώνη. Διότι όπως ζητάμε από τους πολίτες να τηρούν τους νόμους, έτσι και οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει να εφαρμόζουν τους ισχύοντες κανόνες».
Αναφερόμενος στην Ελλάδα ο Λάμπσντορφ ζήτησε την έξοδο της χώρας από το ευρώ, τονίζοντας ότι «χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία εφήρμοσαν με συνέπεια δύσκολα προγράμματα μεταρρυθμίσεων και έχουν να επιδείξουν σημαντικές επιτυχίες». Αντίθετα, όπως σημειωσε, «στην Ελλάδα δεν σημειώνεται καμία πρόοδος την τελευταία εξαετία» και «κατά συνέπεια η χώρα θα έπρεπε να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της εκτός Ευρωζώνης με τη βοήθεια της Ε.Ε.».
Ο ευρωβουλευτής του FPD εμφανίστηκε πεπεισμένος ότι η έξοδος από το ευρώ «θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία να ξανασταθεί στα πόδια της και θα ενισχύσει τη διεθνή εμπιστοσύνη στο ευρώ».
Στο προεκλογικό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων, όπως μεταδίδει η Deutche Welle προβλέπεται μια συντεταγμένη έξοδος χωρών από τη ζώνη του ευρώ, χωρίς ωστόσο ταυτόχρονη αποχώρηση από την Ε.Ε.. Παράλληλα οι Φιλελεύθεροι ζητούν μια διαδικασία συντεταγμένης πτώχευσης κρατών εντός Ευρωζώνης. «Σε αντίθεση με μια άτακτη χρεοκοπία, οι δανειστές αποκτούν με τον τρόπο αυτό δυνατότητα καλύτερου σχεδιασμού, ενώ ταυτόχρονα δεν στέλνονται λανθασμένα μηνύματα στις αγορές», υποστηρίζουν.
Politico: “Αναχρονιστικό” το κόμμα των Φιλελεύθερων
Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που δημοσίευμα του Politico χαρακτηρίζει ως «αναχρονιστικές»τις φωνές υπέρ ενός Grexit, με τις οποίες πρόσφατα συντάχθηκε ο επικεφαλής των Γερμανών Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ σε συνέντευξή του.
Συγκεκριμένα, το δημοσίευμα του Politico υπό τον τίτλο: «Το διακύβευμα για την Μέρκελ είναι η θέση της στην ιστορία – και το ευρωπαϊκό μέλλον», εξετάζει το μετεκλογικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί στην Γερμανία μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου και τις πολλαπλές δυνατότητες που θα έχει η, θεωρούμενη ως βέβαιη νικήτρια, καγκελάριος Μέρκελ να διαλέξει κυβερνητικό εταίρο. Tο ίδιο δημοσίευμα διερευνά τον αντίκτυπο που θα έχουν οι επιλογές της Μέρκελ στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σχετικά με το σενάριο δημιουργίας ενός κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ CDU-FDP (Φιλελεύθεροι), το δημοσίευμα του Politico παρατηρεί ότι ο ηγέτης του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, σε πρόσφατη συνέντευξή του τάχθηκε υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Κάτι που όπως επισημαίνεται «δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το 2015 ο υπουργός Οικονομικών Βόλφκανγκ Σόιμπλε, όταν η οικονομική κρίση βρισκόταν στο απόγειό της, πριν δηλαδή η Αθήνα αποδεχτεί να εφαρμόσει ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης».
«Η ιδέα αυτή ακούγεται τώρα αναχρονιστική», παρατηρεί το δημοσίευμα. «Ο Λίντνερ το ξέρει αυτό και άρα η απόφασή του να παίξει το «ανθελληνικό» χαρτί μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια «να κλείσει το μάτι» στους υπέρμαχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας οι οποίοι είναι θυμωμένοι επειδή η Αθήνα δεν τιμωρήθηκε πιο σκληρά επειδή παραβίασε τους κανόνες της ΕΕ», καταλήγει το δημοσίευμα.
Πηγή: thetoc.gr