Το προσφυγικό πρέπει να αντιμετωπιστεί από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς με ευαισθησία και σύνεση, ώστε να μην αποτελέσει αντικειμένου διαξιφισμού στις τοπικές κοινωνίες ή να προκαλέσει απευκταία ξενοφοβικά σύνδρομα.
Αυτό προϋποθέτει τη στενή συνεργασία της Κυβέρνησης με την περιφερειακή αυτοδιοίκηση και τους δήμους, που εξ ορισμού βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες και γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών.
Δυστυχώς ενώ στην περίπτωση της επιλογής του κλειστού γυμναστηρίου στο Παλαιό Φάληρο ή του χώρου στο Ελληνικό για την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων προηγήθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή, συνεννόηση Κυβέρνησης – Αυτοδιοίκησης, κάτι τέτοιο στην περίπτωση της επιλογής του στρατοπέδου στο Σχιστό δεν συνέβη.
Η τοπική αυτοδιοίκηση στον ευρύτερο Πειραιά, πλην της δημοτικής αρχής του Περάματος, δήλωνε πλήρη άγνοια για το θέμα και αυτό είναι λυπηρό.
Οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας (που πρέπει να τηρηθούν) για την δημιουργία ανθρώπινων χώρων καταγραφής και υποδοχής και η καθυστέρηση υλοποίησης αυτών, δεν μπορεί να υποκαταστήσουν την επιβεβλημένη ενημέρωση και τον διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες.
Όποιος φοβάται τον διάλογο και λειτουργεί με πρακτικές αιφνιδιασμού, το μόνο που καταφέρνει είναι να οξύνει την καχυποψία και να τροφοδοτεί το “οπλοστάσιο” των ακραίων φωνών.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε η ασυνεννοησία για το προσφυγικό να πυροδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές εντάσεις.
Ο ευρύτερος Πειραιάς, απάνεμο λιμάνι ο ίδιος των Ελλήνων της προσφυγιάς, παρά τις όποιες παραφωνίες έχουν ακουστεί, είναι βέβαιο ότι θα υποδεχτεί τους πρόσφυγες πολέμου με αίσθημα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης.