Ο Νώντας Μπαλάφας, άνοιξε το σεντούκι της γιαγιάς, εκεί όπου φυλάγονταν ευλαβικά, τα κεντίδια, τα πετσετάκια τα φτιαγμένα με το βελονάκι, τις νύχτες δίπλα στη λάμπα με το αχνό φως…
Ξέθαψε τις πλεχτές μαξιλαροθήκες τις πλεγμένες πόντο πόντο με το βαμμένο νήμα..
.
Ψαχούλεψε το γιούκο και κατέβασε κουρελούδες πολύχρωμες και καραμελωτές…
Και ύστερα έψαξε στην αποθήκη και ξετρύπωσε το παλιό ραδιόφωνο και τα φλυτζάνια της προίκας. Παράταιρα πια, μα τόσο νοσταλγικά που τα κάνουν πολύτιμα…
Και όλα αυτά τα ταίριαξε ένα ένα, σιγά σιγά, στο παλιό καφενείο της οικογένειας, που στέκεται όρθιο στο ίδιο μέρος, στην πλατεία της Υπάτης από το 1960.
Σε ένα μαγαζί που ταξίδεψε στο χρόνο και σήμερα σερβίρει φρέντο καπουτσίνο με καστανή ζάχαρη και άρωμα…. γιαγιάς!
Κάπου μισό αιώνα πριν…1960 Η πατρίς, η πατρίς!
Ο Επαμεινώνδας Μπαλάφας -ο παλαιότερος- έφυγε παιδάκι μετανάστης στην Αμερική. Δούλεψε, αγωνίστηκε, παντρεύτηκε την Κούλα Κεραμίδα από την Υπάτη και μαζί πορεύτηκαν προς το Αμερικάνικο όνειρο. Ο Επαμεινώνδας έκανε τέσσερα εστιατόρια. Ξέφυγε από τη μιζέρια. Έγινε μεγάλος και τρανός.
Πάντα όμως το σαράκι της επιστροφής στην πατρίδα ήταν ζωντανό και τον κατέτρωγε. Πιο πολύ όμως νοσταλγούσε το γυρισμό στην Ελλάδα η γυναίκα του. Εκείνη ήταν που δεν άντεχε άλλο την ξενιτιά. Και έτσι, μαζί με το σαράκι, τον κατέτρωγε και εκείνη.
«Πάμε να φύγουμε. Να γυρίσουμε στην Ελλάδα. Αχ η πατρίς…»
Ξύπναγε και κοιμόταν με την «πατρίς» στο στόμα… Μέχρι που το όνειρο της έγινε πραγματικότητα και γύρισαν στην Ελλάδα. Στην Υπάτη. Και εκεί συνέχισαν να κάνουν αυτό που ήξεραν καλά.
Καφεζυθεστιατόριον η ΟΙΤΗ έγραφε η μεγάλη ταμπέλα που τοποθετήθηκε ψηλά στην είσοδο του μαγαζιού τους, το 1961.
Ήταν η εποχή που όλα ήταν δύσκολα, αντιφατικά αλλά παραδόξως πιο αυθεντικά και ανέμελα. Ο πόλεμος, η καταστροφή, είχαν μείνει πια στο παρελθόν και οι Υπατείς προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν.
Ήταν η εποχή που έξω από τα σπίτια κρέμονταν αρμάθες με καπνά, οι κουραμπιέδες του Κεραμίδα γίνονταν ανάρπαστοι, οι φούρνοι του Ζαφείρη και του Σακκά έψηναν φρέσκο ψωμί μα και τα φαγητά που πήγαιναν στα ταψιά οι νοικοκυρές, στο κουρείο του Χριστακόπουλου δούλευε ασταμάτητα η «ψιλή», στο ραφτάδικο του Ζαγκανά ντύνονταν μικροί μεγάλοι και στο περίπτερο του Σακκά έβρισκες ότι μπορούσες να φανταστείς!
Την ίδια εποχή που στην Υπάτη κατέφταναν οι «λουόμενοι» των Λουτρών Υπάτης για να γευματίσουν και να κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο. Ουρές στο Καφεζυθεστιατόριον η Οίτη, με τα πεντανόστιμα μαγειρευτά και τον καφέ μερακλή και αργοψημένο.
Και οι δεκαετίες προχωρούσαν, άλλαζαν οι εποχές, άλλαζαν και οι συνήθειες των ανθρώπων. Τα ψυγεία έμπαιναν στα σπίτια και οι τηλεοράσεις στα καφενεία. Ο συνταγματάρχης Βαρτάνης καθήλωνε το τηλεοπτικό κοινό στην πλατεία. Και όσο περνούσε ο καιρός, τα τζην στένευαν, τα μαλλιά μάκραιναν και στα τραπεζάκια φιγουράριζαν τα αμερικάνικα τσιγάρα. Σταθερή αξία ο τούρκικος αλλά δυναμικά έκανε την εμφάνιση του ο «φραπές» χτυπημένος στο πλαστικό σέικερ για τους νεολαίους.
Το Καφεζυθεστιατόριον έγινε πια καφενείο. Καφές για βόλτα, για κουβέντα, για παρέα, για τάβλι και για «συγχώριο» τις Κυριακές το πρωί.
Σήμερα, κάτω από τον ίδιο Πλάτανο
Σήμερα στον ίδιο καφενέ, που έγινε «Πλάτανος» λόγω του μεγάλου πλατανιού που ρίχνει τη σκιά του, θα βρεις εσπρέσσο, καπουτσίνο, λέμον πάι και ότι σερβίρει κάθε σύγχρονο καφέ. Μα δεν θα σου λείψει η γλυκιά ζεστασιά της παλιάς εποχής, αφού όπου και να γυρίσεις το βλέμμα, κάτι θα σου θυμίσει τα παιδικά σου χρόνια, τη μυρωδιά από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, το γλειφιτζούρι – κοκοράκι, το υποβρύχιο και τα παγωτά που σαν ήμασταν παιδιά, μετράγαμε ευλαβικά…
Θες δεν θες, σου τα θυμίζουν εκείνα τα σεμεδάκια στο τραπεζάκι μέσα στο καφέ, η ρουστίκ πόρτα που έγινε ντεκόρ, η ταπεινή κουρελού που στρώθηκε κοντά στο τζάκι και τα μαξιλαράκια που θες να πάρεις αγκαλιά το χειμώνα…
Ο Νώντας, η νέα γενιά του παλιού καφενείου, έκανε πράξη τις φράσεις στην ταμπέλα του: «Δεν πουλάω καφέδες, πουλάω ελπίδα. Κι αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είναι η ρίζα. Οι Έλληνες για να πάνε μπροστά, πρέπει να κοιτάζουν πίσω….»
Και σίγουρα η γιαγιά κοιτάζοντας από ψηλά δεν «στραβώνει» που τα καλά της ποτήρια κατέληξαν διακοσμητικά στον πάγκο, μα καμαρώνει βλέποντας με πόση αγάπη στήθηκαν εκεί για να τα βλέπουν όλοι…
Και κάπως έτσι, ένας καφές, που μπορεί να είναι γλυκός, ή πικρός ή μέτριος, γίνεται αθεράπευτα νοσταλγικός. Γιατί κάποιες εικόνες, κάποια αντικείμενα, κάποιες μυρωδιές βρίσκονται ριζωμένες μέσα μας και ξετρυπώνουν για να μας θυμίζουν πως η ζωή είναι στιγμές.
Πότε γλυκές, πότε πικρές, πότε μέτριες και αυτές, όπως ο καφές…μα πάντα, κομμάτια της ψυχής μας.