Μεσημεράκι, με κρύο και ψιλόβροχο ξεκινάμε για την γνωστή βόλτα μας στα χωριά της Φθιώτιδας, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Με τη γνωστή μέθοδο του ενστίκτου, παίρνουμε τον δρόμο για τη Μακρακώμη και εκεί κοιτάζοντας τις ταμπέλες που οδηγούν στα χωριά, περιμένουμε να χτυπήσει το «κλικ»…
Πρώτη στάση στην Πτελέα. Τόσες φορές έχουμε περάσει από εκεί αλλά πρώτη φορά προσέξαμε ένα μικρό εκκλησάκι και ένα ηρώο με ονόματα ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για ετούτη εδώ την πατρίδα που σήμερα εξερευνούμε…
Το φωτογραφίζουμε για να το δούνε και άλλοι και όσο το δυνατόν πιο πολλοί να σκεφτούν ότι εδώ, στα χωριά μας, οι παππούδες και οι προπαππούδες μας παρά τις κακουχίες, σε χρόνια πέτρινα, δεν λύγισαν ποτέ…
Επιμέλεια: Λίλιαν Χαχοπούλου
Φώτο: Πάνος Κατσώνης
Το εκκλησάκι περιποιημένο, από χέρι νοικοκυράς, αυτό τουλάχιστον μαρτυράει το χειροποίητο σεμεδάκι που στολίζει το εσωτερικό του…
Λίγα λεπτά αργότερα συνεχίζοντας την διαδρομή μας, βρισκόμαστε μπροστά στις ταμπέλες που δείχνουν τα χωριά.
«Κλικ» στον Ροβολιάρι!
Στρίβουμε και παίρνουμε τον ανηφορικό δρόμο. Στα 740 μ. υψόμετρο, συναντάμε το Λιτόσελο. Σπίτια πέτρινα παλιά, που ακουμπάνε στην πλαγιά, σαν οχυρά… Από τις εικόνες και την αίσθηση που σου αφήνει το χωριό αντιλαμβάνεσαι την ιστορία του. Αργότερα μαθαίνουμε πως το κατέστρεψαν οι Γερμανοί στις 8 Αυγούστου του 1944. Δεν συναντάμε ψυχή, αλλά από το κιόσκι στην είσοδο και μερικά ανακαινισμένα σπίτια, καταλαβαίνουμε πως όπως τόσα και τόσα χωριά, αδειάζει το χειμώνα, γεμίζει τα καλοκαίρια…
Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικός με στροφές. Σαν σαλίγκαρος. Και η περιπέτεια αρχίζει!!!
Ένα κοπάδι και πέντε μεγάλα σκυλιά που εκτελούν χρέη τσοπάνη, ενοχλούνται από τον θόρυβο του αυτοκινήτου. Τα τσοπανόσκυλα μας κυκλώνουν γαυγίζοντας, πρόβατα και κατσίκια ξεχύνονται παντού. Πηγαίνουμε βήμα σημειωτόν προσπαθώντας να προχωρήσουμε χωρίς να τους κάνουμε κακό.
Μετά από μεγάλη προσπάθεια τα καταφέρνουμε να ξεφύγουμε όμως …έχουν κόψει δρόμο από την πλαγιά και εμφανίζονται ξανά μπροστά μας. Μας το κρατάνε μανιάτικο… Καταφέρνουμε να ξεφύγουμε για δεύτερη φορά και επιτέλους λίγο αργότερα φτάνουμε στο Ροβολιάρι.
Το Ροβολιάρι, όπως περιγράφει στο βιβλίο του ο Παντελής Ρίζος, ακουμπάει τις πλάτες του στα πανέμορφα Άγραφα και τα πόδια του στο Δυτικό τμήμα της Όρθρης.
Χωρίζεται σε τρείς συνοικίες. Τα σπίτια σαν αετοφωλιές. Αμφιθεατρικά χτισμένα στις πλαγιές, σκαρφαλωμενα σε βράχια, με πρόσβαση από στενά δρομάκια, σχεδόν μονοπάτια, ίσα που χωράει το αυτοκίνητο, γεγονός που ανεβάζει την αδρεναλίνη αλλά και την ανησυχία μας μην βρεθούμε σε αδιέξοδο και άντε μετά να βρούμε τρόπο επιστροφής…
Ο μόνιμος πληθυσμός του είναι 25-30 άτομα (Δεκέμβριος-Μάρτιος), ενώ κατά τη θερινή περίοδο αγγίζει τους 100. Αποτελείται από τρεις κύριες συνοικίες οι οποίες χωρίζονται σε μικρότερες. Τις συνοικίες αυτές χωρίζουν τα δύο μεγάλα ρέματα.
Ψάχνοντας τη σελίδα του χωριού, βρίσκουμε και τις συνοικίες. Αλεξέικος, Άγιοι Απόστολοι με…. ρετιρέ τον Κοκορό και Μισάκ από τη μία πλευρά. Και περνώντας το πέρα ρέμα συναντάμε τη συνοικία του Αγ. Γεωργίου, λίγο πιο ψηλά την Τσάμω και τον Άι Γιάννη, παραπλεύρως την Αγ. Παρασκευή και χαμηλά τη Μότσω.
Μας εντυπωσιάζει η πέτρινη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και δίπλα της το Λαογραφικό Μουσείο που παλιά ήταν Δημοτικό Σχολείο.
Περπατάμε για λίγο στη γειτονιά, μέσα από στενά δρομάκια. Χριστουγεννιάτικα φωτάκια σε παραθυρόφυλλα και ερειπωμένα σπίτια σφαλισμένα με λουκέτα, εναλλάξ…
Ένας παππούς, ξεπροβάλλει από ένα μικρό σπίτι και μας καλωσορίζει. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που συναντήσαμε. Ο κυρ Παναγιώτης ο Γώγος. Ετών 82. Ακμαιότατος παρά τα χρόνια του, είχε βγει να κόψει ξύλα για το τζάκι.
«Μόνος μου μένω εδώ. Έχασα την κυρά μου και ένα παιδί…» μας λέει και βουρκώνουν τα μάτια του. «Δεν το κουνάω όμως από δω. Έχω μια κόρη στη Λαμία και έναν γιό στη Μακρακώμη. Θα μπορούσα να μείνω εκεί, έχω δωμάτιο. Αλλά πώς να περνάει η μέρα; Εδώ πήρα λίγα ζώα, τα βγάζω έξω, τα ταϊζω, τα περιποιούμαι κι ύστερα κόβω ξύλα για το τζάκι μου. Καλά είναι. Έχω να ασχοληθώ… Στην πόλη, να βγαίνω στην πλατεία να μη βλέπω άνθρωπο; Λίγοι είμαστε στο χωριό. Καμιά 15αρια μόνιμοι το χειμώνα. Αλλά τώρα με την καραντίνα, πρόλαβαν και ήρθαν μερικοί από την Αθήνα να την περάσουν εδώ και είμαστε καμιά 30αριά. Δεν βλεπόμαστε παρά από μακριά…» Του ζητάμε να τον φωτογραφίσουμε και ποζάρει ευχαρίστως για να τον καμαρώσουν τα παιδιά του, μας λέει.
Θαυμάζουμε –από μακριά αφού δεν ξέρουμε τα μονοπάτια- τις γειτονιές και τις πολλές εκκλησιές του χωριού και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.
Κατηφορίζοντας πια, πέφτουμε ξανά στο μπλόκο του κοπαδιού αλλά αυτή τη φορά είναι ο τσοπάνης μαζί του.
Παιχνιδάκι για εκείνον να τα απομακρύνει από το δρόμο για να περάσουμε. Στο ίδιο σημείο διασταυρωνόμαστε με ένα αυτοκίνητο που ανεβαίνει προς το Ροβολιάρι. Ο ηλικιωμένος οδηγός, μας χαμογελάει και ανοίγει το παράθυρο να μας χαιρετήσει.
Αθανάσιος Τελώνης συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Μας συστήνεται. Χρόνια καθηγητής σε Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής Αττικής. Κάτοικος Χολαργού. «Συνταξιούχος πια. Θα μπορούσα να έχω μαθητές τους γονείς σας μη σας πω και τους παππούδες σας» μας λέει και γελάει. «Το ξέρετε ότι πρόσφατα συνάντησα μαθητή μου ετών 72;» Μας κοιτάζει έκπληκτους και μας λύνει την απορία με απλά μαθηματικά. «Διορίστηκα όταν ήμουνα 26 χρονών. Ο μαθητής μου ήταν 16. Σήμερα εκείνος είναι 72 και εγώ 82» Δεν του φαίνεται…
Βγάζουν γερά σκαριά τα ψηλά βουνά!