Επάνω στο Νεχώρι της Υπάτης να πας. Να συναντήσεις έναν Νεχωρίτη που δεν θα σταματάει να μολογάει και όλα θα τα μάθεις. Για τη ντοπιολαλιά, για τη ζωή, για τα τραγούδια, για τους μύθους και τους θρύλους, για τα ήθη και τα έθιμα. Και σαν φύγεις, θα έχεις πάρει μαζί σου, ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ιστορίας. Όρεξη μόνο να χεις και χρόνο για να ακούς…
Με αυτά τα λόγια, ο φίλος μου ο Κώστας μου είχε “συστήσει” τον Δημήτρη Παπαναγιώτου, Νεχωρίτη, φιλόλογο, λαογράφο, συγγραφέα , τραγουδιστή, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, αφήνοντας όμως πίσω του, τις ιστορίες, τα άρθρα, τα βιβλία, τα τραγούδια και ό,τι είχε μοιραστεί με όσους είχαν τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίσουν.
Το Νεχώρι, το χωριό που ήταν γνωστό για την κλειστή του κοινωνία, τα παραδοσιακά του έθιμα, τον «κλειστό» χορό του, την «κόκκινη φανέλα» (επίσημη γυναικεία φορεσιά) και τα πρωτότυπα δημοτικά του τραγούδια, τα «κλειστά», που κάλυπταν τους κύκλους της ζωής και του χρόνου, ειπωμένα με τον παλιό τρόπο εκφοράς τους, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, σήμερα θρηνεί.
Η κηδεία του Δημήτρη Παπαναγιώτου θα τελεστεί αύριο όχι στο πολυαγαπημένο του Νεοχώρι λόγω του καιρού αλλά στα Λουτρά Υπάτης στις 12:30 στον Ι. Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στη σκιά της Οίτης, που ο ίδιος ύμνησε με τη φωνή και την πένα του.
Η αγάπη του Δημήτρη Παπαναγιώτου για το χωριό του και η προσπάθεια που αφιέρωσε για την διατήρηση της γλώσσας, των τραγουδιών και των εθίμων του, αναδεικνύεται μέσα από το άρθρο του λαογράφου Βασίλη Κανέλλου, που είχε γραφτεί με αφορμή το βιβλίο «Βουνίσια σκέψη»
Τύχη αγαθή επιφύλαξε σε ένα όμορφο χωριό της Οίτης, στο Νεχώρι Υπάτης, να το διακονήσουν δυο αξιόλογοι ερευνητές, βάρδοι της ιστορικής και λαογραφικής του παράδοσης: ο ιστοριοδίφης αείμνηστος Γιώργος Σκούρας και ο λαογράφος, φιλόλογος Δημήτρης Παπαναγιώτου.
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για το πρόσωπό μου να με προτείνει ο σύλλογος Νεχωριτών, μαζί με τον αγαπητό φίλο, συνάδελφο και συνεργάτη Τάκη Ευθυμίου να κάνουμε σήμερα την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Δημήτρη Παπαναγιώτου «Βουνίσια σκέψη». Θερμές ευχαριστίες σας ανήκουν κύριε πρόεδρε γι΄ αυτήν την πατριδογνωστική και συνάμα συσπειρωτική πρωτοβουλία και δράση.
Το βιβλίο, καρπός πολύχρονου μόχθου και συνεργασίας του συγγραφέα με το περιοδικό του συλλόγου, απηχεί τη σκέψη της νεχωρίτικης κοινωνίας και αποτυπώνει το γλωσσικό ιδίωμά της που σιγά σιγά σκεπάζει η ναφθαλίνη του χρόνου. Όπως αναφέρθηκε και ο Τάκης είναι ένα σπονδυλωτό ηθογράφημα με 28 ιστορικολαογραφικά και γλωσσολογικά μελετήματα, αφιερωμένο στους Νεχωρίτες για τη σκέψη τους και τη λαλιά τους.
Έμαθα για το Νεχώρι και το συγγραφέα από τα «Νεχωρίτικα τραγούδια», που «με το νηχό τους νανουρίστηκαν, αντρώθηκαν και μοιρολογήθηκαν γενιές και γενιές». Ήθελα πολύ να γνωρίσω από κοντά αυτούς τους …«Οβραίους», όπως πικρόχολα ένας καμπίσιος μου τους ονομάτισε. Αυτούς που όλο σχεδόν το μεράκι τους το «ξόδιαζαν στο χορό και στο τραγούδι». Κι έτσι, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, με μια καλή συντροφιά, στο πανηγύρι τ΄ Αϊ-Λιός, βρεθήκαμε επιτέλους «στο …τρίτο τ΄ αρανού». Μπήκαμε στο κέφι, θληκώσαμε τους αγκώνες μας στο ρυθμό και στο «νηχό» του «κλειστού», περιεργαστήκαμε την περίφημη «κόκκινη φανέλα» και αφεθήκαμε ξέγνοιαστοι σ΄ ένα αξέχαστο παραδοσιακό γλέντι. Ήταν η πρώτη ζωντανή, ολοζώντανη γνωριμία με τον τόπο και τον κόσμο του Νεχωριού.
Και μετά απ΄αυτή την προσωπική, συγχωρέστε με, εξομολόγηση, ας αρχίσουμε την κουβέντα μας για τη νεχωρίτικη-βουνίσια σκέψη και λαλιά, για το συγγραφέα και το έργο του. Είναι πλέον ιστορικά αποδεκτό πως από τα χρόνια ακόμα της Τουρκοκρατίας γίνεται μια φυσική επιλογή στην ελληνική φυλή, δημιουργείται μια δυναμική βιολογικά καταβολή ενός πληθυσμού, του βουνίσιου, με ξεχωριστή ψυχοσύνθεση, αντίληψη και τρόπο ζωής. Η επιβλητική άγρια ομορφιά και η περηφάνια των βουνών, η ατελεύτητη εναλλαγή και ποικιλία των τοπίων, ο τραχύς αγώνας για την επιβίωση σφυρηλάτησαν ανθρώπους ζωηρούς, εργατικούς, αποφασιστικούς κι ανυπότακτους. Ανθρώπους που στο πέρασμα των αιώνων διατήρησαν ορθή την εθνική μνήμη και μετέφεραν το ίδιο διαχρονικό μήνυμα για τη ζωή και την αλήθεια. Ανθρώπους ελεύθερους. Τα βουνά έσωσαν τη φυλή μας από την εξόντωση και τον αφανισμό. Την κλεφτουριά τα βουνοτόπια μας τη φύλαξαν και την εξέθρεψαν. Στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς και του μεγάλου ξεσηκωμού οι βουνίσιοι, πάντα σε εγρήγορση κι επιφυλακή, όταν «ξαπόσταινε το καριοφίλι έπιαναν το ξυλάλετρο». Σ΄ όλα τα παραπάνω οι Νεχωρίτες δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Έβαλαν κι αυτοί το λιθαράκι τους στο ιστορικό γίγνεσθαι του έθνους.
Κι όσοι μετά τον ξεθεμελιωμό δεν κατηφόρησαν να γίνουν κολίγοι στους νέους τσιφλικάδες βάλθηκαν ν΄ ανορθώσουν τη ρημαγμένη πατρίδα. Έγιναν οι ζωτικές δυνάμεις του νέου ελληνισμού. Πάλεψαν με τα στοιχειά της φύσης, ημέρεψαν με το τσαπί τη μάνα γη, θέρισαν με το δρεπάνι τους καρπούς της, ύψωσαν καμπαναριά σε εκκλησιές και μοναστήρια, έχτισαν σχολειά κι αναζήτησαν τη θαλπωρή στα πετρόχτιστα κονάκια τους. Τους έκαψε ο ήλιος στα λιβαδοχώραφα και στα προσήλια, δούλεψαν το αλέτρι και το κοπάδι μαζί, πελέκησαν με τέχνη την πέτρα και το ξύλο, τους νανούρισε το τζιτζίκι της μέρας και το τριζόνι της νύχτας, τους δρόσισε το αεράκι του βουνού. Τραγούδησαν κι έκλαψαν τις χαρές και λύπες της ζωής, στον αργαλειό οι κοπελιές ύφαναν το τραγούδι της ζωής και στις μακριές χειμωνιάτικες νυχτιές ξαπόστασαν μ΄ όσα μπορεί να χωρέσει το μυαλό και να μολοήσει το στόμα. Οι Νεχωρίτες, δίπλα από το πάθος τους για τη γη, όπως όλοι οι βουνίσιοι, έβαζαν και τις άλλες δυο μεγάλες αγάπες τους, το χορό και το τραγούδι. Μια φήμη που τους ξεχώριζε και που ακόμα τους βαραίνει.
Απ΄ αυτόν το δωρικό τόπο και τρόπο ζωής- μαύρισε το μάτι από το «καλαμποκίσιο ψωμί και γουροτσάρουχο»- ζωντάνεψαν οι ελληνοχριστιανικές αξίες που δεν παλιώνουν ποτέ: ευγένεια, περηφάνια, φιλότιμο, ανδρειοσύνη, ήθος, αγάπη για την ελευθερία, σεβασμός στο θεσμό του άγραφου νόμου και του εθιμικού δικαίου. Προγονικές αρετές, η ψυχική περιουσία του έθνους μας. Μαζί μ΄ αυτές φανερώθηκαν κι ένα σωρό λαϊκά δημιουργήματα, ο ρουμελιώτικος λαϊκός μας πολιτισμός. Ένα κομμάτι ακριβό της εθνικής μας ζωής. Αυτός που αυτούσια και με τελετουργικό τρόπο καταγράφει ο λογοτέχνης Δημήτρης Παπαναγιώτου στις πάνω από 500 σελίδες του βιβλίου του και που αναμφισβήτητα διαμόρφωσε τον τρόπο ζωής, το ύφος και το ήθος ημών των επιγενόμενων Νεοελλήνων.
Όταν τα πράγματα άλλαξαν και οι βουνίσιοι σκόρπισαν «σαν του λαγού τα παιδιά» στο μαραζιασμένο κάμπο, στη «νυστασμένη καρακαμπίλα» με τον καυτό λίβα και το «χλιό» νερό, δόθηκαν με αγάπη στο νέο τους τόπο. Κουβαλώντας στα μπαούλα μαζί τους την αξιοσύνη κι αρχοντιά του βουνού πρόκοψαν με ότι καταπιάστηκαν. Ανέβηκαν στις ψηλότερες σκαλωσιές της κοινωνικής και δημόσιας ζωής. Ήταν απόγονοι δοξασμένων, αγράμματων και τυραγνισμένων πατεράδων και παππούδων, που δούλευαν και πολεμούσαν και τραγουδούσαν, που είχαν αντάμα την παλικαριά και την τέχνη με το τραγούδι.
Αδιάψευστη κι αλάθευτη μαρτυρία για τα περασμένα αποτελεί η γλώσσα. Οι λέξεις και οι φράσεις της αγέραστης ελληνικής γλώσσας δεν είναι μοναχά ένα απλό συνταίριασμα φθόγγων. Είναι και η έκφραση της σκέψης και της ζωής. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μαρτυράν τι έκαμε, τι σκέφτηκε και τι έπαθε ανά τους αιώνες ο ελληνικός λαός. Τα πρωτογενή κύτταρα κάθε εθνικής γλώσσας είναι οι ντοπιολαλιές. Η ντοπιολαλιά είναι αυτή που μας συνδέει και μας ζυμώνει με τα χώματα, τις μυρουδιές, τις εικόνες και την ομορφιά του τόπου που μας γέννησε. Μ΄ αυτή τη λογική ο συγγραφέας και σε συνδυασμό με την απουσία στον τόπο του ιστορικών στοιχείων και μνημείων έγινε ο φωνογράφος της λαϊκής έκφρασης του Νεχωριού, του χωριού με την πλούσια γλωσσική ποικιλία και τ΄ άσωτα δημοτικά τραγούδια και τοπωνύμια.
Ξεχειλίζει η γνώση του και το πάθος για τη μητρική του γλώσσα. Εντυπωσιάζει ο πλούτος των διαλεκτολογικών στοιχείων, ιδιωματικών φράσεων και περιφράσεων που παρατίθενται. Δεν είναι δα και λίγες οι περγαμηνές που κουβαλάει στο πνευματικό του δισάκι. Με μοναδική μαστοράδα και ζωντάνια σπάταλα αραδιάζει τις βιωματικές του μνήμες, σαν εκείνο τον ερωτευμένο που ατέλειωτα μιλάει για ν΄ ακούει πιο πολύ ο ίδιος τον παφλασμό της εσωτερικής του διέγερσης. Λες και μεθάει με τις ιδιωματικές λέξεις και φράσεις που ανασέρνει από το νεχωρίτικο λαογραφικό θερμοκήπιο. Ένα πάθος που μοιάζει με θυμωμένο αέρα, σαν αερικό, που ξεπηδάει από τις κορφές της Οίτης και του Βαρδουσιού και αρπάζει στα φτερά του εικόνες, μνήμες κι ακούσματα του χωριού, καταχωνιάζεται στη Βίστριζα κι ύστερα γαληνεμένο σκορπάει και χάνεται στη μεγάλη πλατωσιά του κάμπου. Εκεί στα φιλόξενα χωριά που κάποτε ξεχείμαζαν και σήμερα προκόβουν τόσες και τόσες νεχωρίτικες φαμελιές. Θαρρείς πως απόηχα ακόμα μολογάει την κοσμοθεωρία του Αγγελοσπύρου, τα παραμύθια του πληθωρικού μπαρμπα- Λάμπρου, του Λιανού το πάθημα, τα χωρατά του Χ΄στάκη…
Δε διστάζει ο συγγραφέας να μιλήσει για την ψωροπερηφάνια και την καχυποψία, για μια αίσθηση υπεροχής, που κατείχε παλιά την κλειστή κοινωνία του χωριού, τη «νεχωρίτικη κάστα». Οι ιδιάζουσες τοπογραφικές, επαγγελματικές και κοινωνικές συνθήκες μιας αυθύπαρκτης κοινότητας το επέβαλλαν αυτό. Δεν είναι και σπάνιο φαινόμενο. Εδώ οι δικοί μου χωριανοί περηφανεύονταν μόνο και μόνο για το κρύο και καθάριο νερό που έπιναν κι όχι αυτό το «μπακακονέρι». Καταθέτει επίσης ο συγγραφέας και την πικρή αλήθεια, καταστάλαγμα της ψυχής του, ότι «τώρα κοντά χάλασε η παράδοση…όσο αλαργεύουμε απ΄ αυτήν, τόσο ξεκόβουμε από τις ρίζες μας… το ξεσπίτωμα, το ξετόπισμά της από ξενότροπες συνήθειες στοιχίζει». Όπως και την αγωνία του πως αυτό το ανεξάντλητο γλωσσικό ιδίωμα του Νεχωριού βρίσκεται στο τελικό στάδιο της υποχώρησης έναντι της κοινής νεοελληνικής. Γνωρίζει καλύτερα απ΄ τον καθένα πως η ντοπιολαλιά είναι ο συνδετικός κρίκος με τον τόπο, τον κόσμο και την ιστορία της γενέθλιας γης. Και μπροστά σ΄ αυτόν τον επερχόμενο, αναπόφευκτο κίνδυνο προτείνει ως αντίδοτο την αυτογνωσία. Μεγάλη κουβέντα.
Αυτογνωσία, κατά τη γνώμη μου, είναι ο στοχασμός πάνω στα ελληνικά φανερώματα και ο σεβασμός της ελληνικής παράδοσης. Στοχάζομαι ελληνικά σημαίνει σκύβω στις ρίζες μου, σκάβω στα θεμέλιά μου, ανακαλύπτω την εθνική μου ταυτότητα, που την προσδιορίζουν η γλώσσα, η ελευθερία και η χριστιανική ορθόδοξη αντίληψη. Σεβασμός στην παράδοση δε σημαίνει να αναστήσουμε τα σινάφια των μαστόρων, να απιθώσουμε μια φλοκάτη στο πάτωμα, ένα ταγάρι στον τοίχο, ένα κακάβι και χαλκοτήγανα στην τραπεζαρία, ένα φακιόλι στο κεφάλι και μια φούντα στο σκαρπίνι για να μας θυμίζει το θρυλικό τσαρούχι. Να γίνουμε «αρχοντοχωριάτες». Σεβασμός στην παράδοση σημαίνει εκτίμηση του εθνικού πνευματικού μας πλούτου, σημαίνει αντίσταση στο λήθαργο, στη χαύνωση και την αλλοτρίωση από τα ξενόφερτα ήθη, σημαίνει επιστροφή στις ελληνοχριστιανικές αξίες και ιδανικά. Εκεί μέσα θα ξαναβρούμε ένα κομμάτι απ΄ το χαμένο μας εαυτό.
«‘Ύστερα», φιλοσοφεί ο συγγραφέας, «εδώ διαλέγονται τα παλικάρια. Εδώ βαραίνει και λογαριάζεται πλειότερο η αντίσταση που προβάλλει ο μέσα κόσμος στον απόξω καταναγκασμό. Στο αιώνιο πάλεμα…».
Τούτες τις στιγμές, στους χαλεπούς καιρούς, μας χρειάζεται ο λαϊκός μας πολιτισμός, μας χρειάζεται η ομορφιά του παλιού εθίμου, μας χρειάζεται η βουνίσια σκέψη. Χρειάζεται πάνω απ΄ όλα να κρατήσουμε όρθια αυτή τη λεβέντικη ρουμελιώτικη ψυχή. Τόσους αιώνες έμεινε όρθια, άγρυπνη, ασυμβίβαστη κι ελεύθερη. Και πιο πολύ σήμερα πρέπει να μείνει στις κορυφές που την έβαλαν οι αιώνες.
Δεν θα αναφερθώ στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεχωρίτικης, γνήσιας ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς. Δεν είμαι άλλωστε και ο ειδικός. Μια μεταπτυχιακή διατριβή ενός νεότερου Νεχωρίτη φιλόλογου, του Χρήστου Παπαναγιώτου, με τον τίτλο: «Λεξιλόγιο και μορφολογική ανάλυση της γλωσσικής ποικιλίας του Νεοχωρίου Υπάτης» με επιστημονική αρτιότητα ολοκληρώνει θαρρώ γλωσσολογικά μια αξιοζήλευτη ερευνητική προσπάθεια. Αλλά και από μόνο του το γλωσσάρι που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε μελετήματος, με την αναγκαία φιλολογική του παρέμβαση στα συνώνυμα, στην ερμηνεία και την ετυμολογία των λέξεων, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει, όπως σημείωσε και ο συνάδελφος, ένα σπάνιο ρουμελιώτικο λεξικό. Το κυριότερο βιβλίο για κάθε Έλληνα, διαλαλεί ο μεγάλος λόγιος του ΄21 Αδαμάντιος Κοραής, είναι το λεξικό του. Ο πολιτισμός κάθε λαού καθρεφτίζεται στη γλώσσα του. Άσχετα αν μέσα στη δική μας καταχωνιάστηκαν ένα σωρό ξένες λέξεις, παρμένες απ΄ αυτούς που κατά καιρούς ήρθαν στον τόπο μας σαν καταχτητές η πλιατσικολόγοι. «Αρνητικά και θλιβερά λείψανα, μια άχαρη κι απολιθωμένη αλήθεια», όπως ομολογεί ο συγγραφέας.
Διάβασα και ξαναδιάβασα το βιβλίο. Νοσταλγικά πισωγύρισα στα περασμένα, στα παλιά. Έχοντας κι εγώ τις ρίζες μου από την κείθε πλευρά του Βαρδουσιού, θα ήθελα απευθυνόμενος στο συγγραφέα και φθάνοντας στον επίλογο, να παραφράσω τα λόγια του ποιητή: «Τον τόπο που μου λες, τον γνώρισα, τον είδα. Την ορεινή πατρίδα σου έχω κι εγώ πατρίδα».
Φίλτατε Δημήτρη Παπαναγιώτου σου σφίγγω θερμά το χέρι κι ευχόμαστε η σκέψη σου και η λαλιά σου να μη σιγήσουν ποτέ.
Βασίλης Κανέλλος