Μια τυπική μέρα στην πόλη, μόλις ξεκινά. Τρέξιμο για να φτάσεις εγκαίρως στη δουλειά, κόρνες, φασαρία και αγώνας μέχρις εσχάτων για να εξασφαλίσεις μια θέση στάθμευσης. Ακολουθεί η ενημέρωση… Στα τηλεοπτικά πάνελ παρελάζουν δημοσιογράφοι, σχολιαστές, ρεπόρτερς, πολιτικοί, γιατροί, μάνες, πατεράδες. Γεγονότα ανακατεμένα με φωνές, και ύστερα διαφωνίες που καταλήγουν σε κάτι που θα ήθελε, αλλά δεν μοιάζει και πολύ με διάλογο…
Την ίδια ώρα στα social media η Ελλάδα αναστενάζει και πυροβολεί κατά ριπάς με αναρτήσεις, σχόλια και κοινοποιήσεις. Οι ίδιες εικόνες, τα ίδια αστεία. Ξανά και ξανά… Οι μάσκες είναι σαν βρακιά, τα παγουρίνο σαν σφηνοπότηρα, ο ιός κοροϊδία,τα μέτρα άθλια, οι γιατροί άσχετοι. Λογική και συνωμοσιολογία ένας αχταρμάς στο timeline και ένας ανελέητος «πόλεμος» ανάμεσα στους μεν και τους δε…
Στο ίδιο έργο θεατές. Κάθε μέρα, όλη μέρα. Μονότονα, κουραστικά, σχεδόν εμμονικά.
Μα αυτή είναι η ζωή μας τελικά; Τι υπάρχει εκεί έξω, μακριά από τις κάθε είδους οθόνες και τον καταιγισμό πληροφόρησης και παραπληροφόρησης;
Δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής… στην Πελασγία
Πράσινο και γαλάζιο. Ατέλειωτοι ελαιώνες και στο βάθος θάλασσα. Αέρας καθαρός, ρυθμοί αργοί σχεδόν νωχελικοί. Άνθρωποι φιλόξενοι, που περπατούν, δεν τρέχουν. Μιλούν, δεν γράφουν. Και σου χαμογελούν. Κανονικά! Όχι με emoticon!!!
Μια μεγάλη βουκαμβίλια με το έντονο χρώμα της, κλέβει το βλέμμα μας στον παραλιακό δρόμο. Απέναντι, ένα ζευγάρι κολυμπά στα πεντακάθαρα νερά. Λίγο πιο πέρα τα καϊκια των ψαράδων, χορεύουν στο ρυθμό του μελτεμιού. Ακούγεται μόνο το κύμα της θάλασσας και ένα τραγούδι του Παπακωνσταντίνου από το τσιπουράδικο που σε καλεί να γευτείς την Πελασγία στο πιάτο και να την πιείς στο ποτήρι σου…!
Είναι μεσημεράκι, οι θαμώνες -Σεπτέμβρης πια και καθημερινή- κυρίως ντόπιοι. Ήρεμοι, χαλαροί. Κουβεντιάζουν, λένε ιστορίες, ζουν, απολαμβάνουν και γελούν. Με άσπρο πάτο και με τσίπουρο φευγάτο…
Στο διπλανό τραπέζι δυο ντόπιοι φίλοι. Δεν θα λέγαμε μεγάλοι σε ηλικία αλλά μεγάλα παιδιά.
«Να σου φέρω φακές; Τις έκανα το πρωί, θα χάσεις αν δεν φας» λέει ο ένας στον άλλο και μας υπενθυμίζει όλες αυτές τις μικρές χαρές, τη γειτονιά, το μοίρασμα, που απολαμβάνουν ακόμη, όσοι ζουν σε μικρές κοινωνίες…Φεύγει μα γρήγορα επιστρέφει. Δεν κρατάει φακές αλλά έχει γεμάτα τα χέρια του φρεσκοκομμένες ντομάτες από τον κήπο του. Φίλεμα στον φίλο…
Σε λίγο γνωριζόμαστε, παλιός ψαράς, μας μιλάει για την ομορφιά της ζωής στην Πελασγία, για τις ανασκαφές που έγιναν, για το Κάστρο.
«Να σας πω ότι θέλετε, να σας δώσω και συνέντευξη, μη με φωτογραφίσετε όμως, είμαι ….λίγο διάσημος» μας λέει βλέποντας την κάμερα.
Ο Δημήτρης και ο Δημήτρης ή Μήτσος και Μήτσος –αναλόγως ποιος τους φωνάζει- ξαδέρφια και ιδιοκτήτες του μαγαζιού δεν σταματάνε να σερβίρουν πεντανόστιμους μεζέδες. Το τραπέζι μοσχοβολάει Ελλάδα. Και η κουβέντα συνεχίζεται γιατί το τσίπουρο θέλει συντροφιά, μεζέδες και ψιλοκουβέντα. “Με γλυκάνισο ή χωρίς…” ρωτάει ο Μήτσος διακόπτοντας προσωρινά το χάσιμο μας στα απέναντι καϊκια…
Την ηρεμία σπάει μια νέα άφιξη στο Λιμανάκι. Μια σκερτσόζα μικρούλα που καταφτάνει με τους γονείς της, για να συναντήσουν τους παππούδες της, μετά από έναν ολόκληρο μήνα. Την «πνίγουν» στις αγκαλιές πριν πάρουν θέση γύρω από το τραπέζι σαν οικογένεια…
Δύο ώρες μετά διαπιστώνουμε ότι κανείς γύρω μας δεν ασχολείται με τις μάσκες-σωβρακοφανέλες, το 5G, την Κεραμέως, τα παγουρίνο…
Κανείς δεν σκρολάρει στο timeline του…
Κανείς δεν «ενοχλεί» τις στιγμές…
Φεύγοντας, παίρνουμε μαζί μας λίγα κόκκινα τριαντάφυλλα από τον κήπο του «λίγο διάσημου» ψαρά καινούριου φίλου μας και την υπόσχεση ότι υπάρχει ζωή, πραγματική ζωή, εκεί έξω.
Κρυμμένη σε ένα τριαντάφυλλο, στη μυρωδιά του γλυκάνισου, σε ένα ψαράκι φρέσκο, σε ένα χαμόγελο πραγματικό. Όχι emoticon….
ΕΙΚΟΝΕΣ… ΛΙΓΟ ΑΛΛΙΩΣ