Έξι μήνες με capital controls συμπληρώνει στις 29 Δεκεμβρίου η ελληνική οικονομία, με τον απολογισμό τους να κρίνεται ελαφρύτερος του αρχικώς αναμενόμενου, αλλά με την ανάγκη της άρσης τους να προβάλλεται πλέον έντονα, ειδικά μετά την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Η μικρότερη επίπτωση στις προβλέψεις για την ύφεση και το γεγονός ότι η οικονομία κινήθηκε έστω και υπό καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών, αποδεικνύουν ότι αυτά δεν έπιασαν εξ απίνης τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ο ιδιωτικός τομέας συνολικά είχε “χτίσει” ένα απόθεμα ρευστότητας, καθώς από τον Νοέμβριο του 2014 είχε “σηκώσει” από τις τραπεζικές καταθέσεις 41 δισ. ευρώ. Τα νοικοκυριά είχαν αποσύρει 32 δισ. ευρώ (το 24% του συνόλου των καταθέσεών τους) και οι επιχειρήσεις 9,3 δισ. ευρώ (το 39% των καταθέσεών τους).
Παράλληλα, οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν αυξήσει τις εισαγωγές τους κατά περίπου 11,7% σε ετήσια βάση κατά το α’ εξάμηνο του 2015, με αποτέλεσμα να μην υπάρξουν σημαντικές ελλείψεις στην αγορά.
Ποιος τομέας ωφελήθηκε…
Την ίδια στιγμή, υπήρξε ένα τομέας, αυτός των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που ωφελήθηκε απρόσμενα από τα capital controls. Σημειώνεται ότι η αξία των συναλλαγών χωρίς μετρητά, αλλά με “πλαστικό χρήμα”, διπλασιάστηκε από τον πρώτο κιόλας μήνα μετά την επιβολή των capital controls. Τραπεζίτες προβλέπουν για το 2015 αύξηση των ενεργών χρηστών e-banking άνω του 20%, αύξηση των χρηστών καρτών κατά 500.000, αύξηση του αριθμού των POS σε κυκλοφορία κατά 45.000 και αύξηση του μέσου τζίρου μέσω “πλαστικού χρήματος” κατά 17%, στα 7,3 δισ. ευρώ.
Παρά τις όποιες θετικές επιπτώσεις, πάντως, τα capital controls συνιστούν στρέβλωση για την οικονομία και ζητούμενο είναι η άρση τους το συντομότερο δυνατόν. Προς αυτή την κατεύθυνση, κρίσιμη θα είναι η προσεχής αξιολόγηση του Ιανουαρίου, η οποία, εφόσον είναι θετική, θα ανοίξει αργότερα τον δρόμο στην ΕΚΤ για την εκ νέου αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Η κίνηση αυτή θα αποτελέσει βήμα για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες, με θετική επίπτωση στη ρευστότητά τους, κάτι που θα λειτουργήσει ως προπομπός ουσιαστικής χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών.
Αν και η πλήρης άρση των capital controls μπορεί να επέλθει ακόμα και στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2016, έναντι επιθυμητού στόχου για άρση τους στο τέλος του α’ τριμήνου 2016, τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι η μακρά παραμονή τους θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις μακροχρόνιου χαρακτήρα στην οικονομία.
Πληθώρα παρενεργειών
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, η ύπαρξη οποιωνδήποτε περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, έστω και αν αφορά μόνο τους εγχώριους επενδυτές, κατά βάθος λειτουργεί περιοριστικά και στις επιλογές των διεθνών επενδυτών, συνεπώς επιφέρει γενικότερες στρεβλώσεις στην επιχειρηματικότητα. Η αύξηση του επενδυτικού κινδύνου µε τη σειρά της αυξάνει το κόστος κεφαλαίου, μειώνοντας τα επενδυτικά σχέδια που θα υλοποιούνταν υπό κανονικές συνθήκες. Η αύξηση της αβεβαιότητας και της αποστροφής προς τον κίνδυνο παρατείνει τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, οδηγώντας την επενδυτική δυναμική της πραγματικής οικονομίας προς ακόμη χαμηλότερα επίπεδα. Επομένως, απαιτείται η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών και ένα συντεταγμένο σχέδιο για τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών.
Από την πλευρά τους, οι τραπεζίτες απαριθμούν πληθώρα παρενεργειών στην οικονομία από την επί μακρόν διατήρηση των capital controls. Καταρχάς, τα capital controls τροφοδοτούν την ύφεση και αποτρέπουν την επιστροφή καταθέσεων και το άνοιγμα των διεθνών αγορών.
Δημιουργούν ανταγωνιστικές ανισότητες σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων και αυξάνουν σημαντικά τη γραφειοκρατία, το κόστος της εισαγωγικής και παραγωγικής διαδικασίας. Ευνοούν την ανάπτυξη του παραεμπορίου, της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, καθώς αναπτύσσονται ανεπίσημα κανάλια και μέθοδοι συναλλαγών που δεν καταγράφονται, ούτε φορολογούνται. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων υπονομεύεται και επηρεάζονται αρνητικά οι εξαγωγές. Η πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζική χρηματοδότηση, αλλά και στα δικά τους ρευστά διαθέσιμα στις τράπεζες ανακόπτεται. Οι πελάτες των τραπεζών διατηρούν τα έσοδα από εξαγωγικές δραστηριότητες στο εξωτερικό. Η ύπαρξη των capital controls οδηγεί σε απαιτήσεις για 100% προπληρωμή εισαγωγών λόγω της άρνησης των ξένων ασφαλιστικών εταιρειών να ασφαλίσουν τον ελληνικό κίνδυνο. Τέλος, οι δυσκολίες αποπληρωμής έχουν ως αποτέλεσμα να αυξάνουν οι επισφαλείς υποχρεώσεις προς τις τράπεζες και προς τρίτους.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την άρση τους
Στην παρούσα φάση δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την άρση των capital controls. Ένα πρώτο θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση συνιστούν η επιτυχής και έγκαιρη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως επίσης η ψήφιση μέρους των προαπαιτουμένων στις 15 Δεκεμβρίου. Η τελευταία εκτιμάται ότι θα επιτρέψει μια χαλάρωση “καλής θέλησης” των κεφαλαιακών περιορισμών από την ΕΚΤ, σε επίπεδο αύξησης των εγκριτικών ορίων για συναλλαγές επιχειρήσεων, κατάργησης των περιορισμών στο άνοιγμα νέων λογαριασμών, ελεύθερου “σπασίματος” προθεσμιακών καταθέσεων και αύξησης του εβδομαδιαίου ορίου αναλήψεων στα 500 ευρώ.
Ωστόσο, ο καταλύτης για την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών θα είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η οποία εξαρτάται πλήρως από τη σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος και τη συνέπεια στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Όπως απαριθμούν οι τραπεζίτες τα βήματα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την άρση των capital controls, αυτά θα κριθούν από: α) τις θετικές αξιολογήσεις του προγράμματος από τους δανειστές, β) την επιστροφή των καταθέσεων, οι οποίες έχουν απομειωθεί κατά περίπου 45 δισ. ευρώ από τις αρχές του έτους (σημειωτέον ότι οι τραπεζίτες κρίνουν ζωτικής σημασίας το να επιστρέψουν 20-25 δισ. ευρώ μέσα στην προσεχή διετία προκειμένου να μπορεί να “δουλέψει” το τραπεζικό σύστημα), γ) τη μείωση του δανεισμού των τραπεζών από το ευρωσύστημα, δ) την αποκλιμάκωση του πριμ κινδύνου στις ελληνικές ομολογιακές εκδόσεις, και ε) την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί.