Η ιστορία ενός βασανισμένου ανθρώπου – Από την φτώχεια και τα ψυχοφάρμακα της παιδικής ηλικίας στην αποδοχή αλλά και την κακοποίηση
Ο γνωστός «Δήμητρα», ή αλλιώς Δημήτρης Καλογιάννης από τη Λέσβο, εξαφανίστηκε από την περιοχή του ΨΝΑ Δρομοκαΐτειο.
Ο Δημήτριος Καλογιάννης είναι σήμερα 64 ετών και την 06/04/21 εξαφανίστηκε. Έχει γαλανά μάτια, ύψος 1,75μ και είναι αδύνατος. Την ημέρα που εξαφανίστηκε, φορούσε κόκκινο πουλόβερ και λευκό παντελόνι.
Η ΓΡΑΜΜΗ ΖΩΗΣ, ειδοποιήθηκε από τους οικείους του το απόγευμα της 26/05/2021 και μετά τη συγκέντρωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, ενεργοποιεί τον Κοινωνικό Συναγερμό SILVER ALERT, για την κινητοποίηση όλων για την ανεύρεσή του.
Εάν γνωρίζετε κάτι επικοινωνήστε με την υπηρεσία Silver Alert, όλο το 24ωρο, στην Εθνική Γραμμή SOS 1065.
Η «Δήμητρα» της Λέσβου που χλευάζουν τα παιδιά της γειτονιάς της…
Θα μπορούσε να είναι ήρωας του Στράτη Μυριβήλη. Πρωταγωνιστής σε κάποιο πληθωρικό πεζογράφημα, γυμνό από ανόητους ρομαντισμούς, γεμάτο από τραχειές γωνίες. Στον ίδιο τόπο γεννήθηκαν, στη Συκαμιά Λέσβου, κι αν ο χρόνος είχε άλλα σχέδια κι οι δυο τους είχαν συναντηθεί, ίσως ο μεγάλος λογοτέχνης κατέγραφε την φρικτή πραγματικότητα της ζωής του Δημήτρη ή Δήμητρας υπογραμμίζοντας ξανά πως «Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες κι ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας…»
Δημήτρης Καλογιάννης. Ετών 63. Δήμητρα, από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Νιώθει γυναίκα. Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για αυτό. Είναι παιδί. Όλοι θα μπορούσαν να τον θαυμάσουν για αυτό. Η ιδιαιτερότητα ωστόσο είναι πιο ισχυρή από την καλοσύνη, την πρώτη μπορείς εύκολα να την χλευάσεις, την δεύτερη είναι δύσκολο να την κατανοήσεις _ πόσο μάλλον να την κατακτήσεις.
«Ξεπαγώνω» το βίντεο στην οθόνη του υπολογιστή μου. Η Δήμητρα. Με ασημί στενό φουστάνι και πέρλες στον λαιμό χορεύει σαν «τρελή» επάνω σ’ ένα κρεβάτι γεμάτο σκόρπια ρούχα, κουρέλι συναισθήματος.
Στα ηχεία παίζει Πρωτοψάλτη, στο χέρι κρατά μικρόφωνο, βγάζει άναρθρες κραυγές με φόντο εικόνες του Χριστού, είναι αργά για κάποιο θαύμα. Γύρω της μία παρέα εφήβων με κινητά σε θέση καταγραφής. Ξάφνου, ακούγεται η φωνή ενός κοριτσιού «Δώστα όλα, αυτά είναι» κι ύστερα ένα αγορίστικο πρόσταγμα «Δημητράκη, θέλω να τσιρίζεις να κάνεις Αααααα». Φωνές εφηβικές, λυπηρές όπως το θέαμα, γερασμένες στο περιθώριο μιας χλεύης που φέρνει δάκρυα σε μάτια ικανά να ξεχωρίσουν το αστείο από το γελοίο, την πλάκα από τον εξευτελισμό. Η Δήμητρα πέφτει με τα γόνατα στο κρεβάτι, η παράσταση τελείωσε, «Χαμένα χαμένα / τα πιο πολλά κορμιά κουρασμένα / κορμιά δειλά που πήγαν και φύγαν / τόσοι γνωστοί στης νύχτας τον χορό έχουν πιαστεί»…
Η παρέα των εφήβων, αγόρια και κορίτσια, φεύγουν από το σπίτι της Δήμητρας έχοντας καταγεγραμμένο στα κινητά τους το show της ντροπής. Το παίζουν ξανά και ξανά, γελάνε μέχρι δακρύων κι αμέσως μετά το «σπρώχνουν» στο αχανές σύμπαν των social media. Δεν είναι η πρώτη φορά που «διασκεδάζουν» με τον Δημητράκη. Κάτοικοι της Συκαμιάς λένε πως είναι πολλές οι φορές που ο ίδιος έχει καλέσει στο σπίτι του τα παιδιά αυτά για να τραγουδήσουν και να χορέψουν παρέα κι άλλες τόσες που «έχει δώσει ρεσιτάλ» μπροστά στις ανοιχτές κάμερες των κινητών τους. Αυτή τη φορά ωστόσο το «πάρτι» γίνεται θέμα σε τοπική διαδικτυακή εφημερίδα με τίτλο «Η συμμορία των ανηλίκων στο μικροσκόπιο των Αρχών» εξάπτοντας το «ανθρωπιστικό ενδιαφέρον» και το «κουτσομπολίστικο ένστικτο». Ποιος είναι ο Δημήτρης ή Δήμητρα και ποια αυτά τα παιδιά ή «παλιόπαιδα»;
Η Δήμητρα της Σκάλας Συκαμιάς
Σκάλα Συκαμιάς. Ένα ψαροχώρι μια στάλα μικρό με μεγάλη ιστορία κι ατέλειωτη ομορφιά. Εκεί, βλέπει το φως του κόσμου ο Δημήτρης Καλογιάννης πριν από 63 χρόνια. Η οικογένειά του, η πιο φτωχή του χωριού, έχει να αναθρέψει 4 αγόρια κι ένα κορίτσι, μαζί με το όνειρο μιας καλύτερης μέρας. Η τελευταία δεν μοιάζει να ξημερώνει. Η οικογένεια ζει σε ένα σπίτι με σκεπή και πάτωμα από χώμα, η πείνα θερίζει τα στομάχια, οι καβγάδες των γονιών την ψυχή όλων και κυρίως του Δημήτρη ο οποίος έχει στη μάνα του τρελή αδυναμία. Όταν ο Δημήτρης κλείνει τα δέκα του χρόνια, οι γονείς του τον στέλνουν στην Πτολεμαΐδα για να ζήσει με την γιαγιά του.
Μένει μαζί της για ένα χρόνο και στη συνέχεια τον βάζουν σε οικοτροφείο στην Καστοριά: «Τον θυμόμαστε να έρχεται τα καλοκαίρια στο χωριό με ένα κόκκινο παντελόνι και το μαλλί αφάνα, ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα, ένα πλάσμα ήσυχο και μοναχικό. Έμοιαζε με κοριτσάκι, τόσο συνεσταλμένο ήταν…», θυμάται κάποιος κάτοικος του χωριού.
Στα δεκατέσσερα του χρόνια, όταν ο Δημήτρης λέει στους γονείς του πως αισθάνεται κορίτσι, πως είναι κορίτσι, εκείνοι πιστεύουν ότι το παιδί δεν είναι καλά. Στα 17 του, όταν τους ανακοινώνει πως θέλει να κάνει εγχείρηση και να αλλάξει φύλο εκείνοι του λένε πως πρέπει να πάει στρατό κι ύστερα τον βάζουν στο ψυχιατρείο «για να αλλάξει μυαλά και να γίνει άνδρας».
Τα κουτσομπολιά και η ντροπή δίνουν και παίρνουν όπως ακριβώς και η προσπάθεια του Δημήτρη να ενταχθεί στην όποια κοινωνία. Καμιά δεν τον χωράει, σε όλες μοιάζει παράταιρος όπως ακριβώς και ο τρόπος που οι άλλοι τον κάνουν να αισθάνεται για τον ίδιο του τον εαυτό. Φεύγει από το ψυχιατρείο, φεύγει από το σπίτι του προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην Αθήνα, επιχειρεί να φύγει κι από την ίδια τη ζωή, ο Θεός στον οποίο πιστεύει βαθιά, δεν τον αφήνει. Έχει ανάγκη να’ ναι ελεύθερος αλλά από μεγάλη αγάπη για τη μητέρα του, που όπως λέει ο ίδιος, υπέφερε πολύ από τη συμπεριφορά του πατέρα του, γύρω στα 25 βρίσκεται πάλι στο χωριό του και στο πατρικό του, αναζητώντας από τους δικούς του ξανά την αποδοχή. Ούτε αυτή τη φορά θα την λάβει. Οι γονείς του, διαλύουν ψυχοφάρμακα στο φαγητό του «για να γίνει καλά», ο ίδιος γίνεται χειρότερα, η «γιατρειά» του μοιάζει πλέον με υπόθεση χαμένη: «Οι γονείς μου, μου φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώο με τα φάρμακα… Νόμιζαν όμως πως το έκαναν για το καλό μου, γι’ αυτό και τους συγχωρώ. Οι γονείς μου τώρα πια είναι στον παράδεισο και με καταλαβαίνουν όπως δεν με κατάλαβαν ποτέ…», θα καταθέσει σε κάποια συνέντευξή μαζί με το μεγαλείο της ψυχής του.
Στα τέλη του 2008 ο πατέρας του Δημήτρη φεύγει από τη ζωή για να τον ακολουθήσει στις 9 Απριλίου του 2009 και η μητέρα του. Το φευγιό της τον κάνει να χάσει τη γη κάτω από το πόδια του, για μεγάλο χρονικό διάστημα ίσα που επιζεί. Ελεύθερος πια από την υπόσχεση στη μητέρα του, παραγγέλνει από έναν κατάλογο τα πρώτα του γυναικεία ρούχα. Για τρία συνεχόμενα χρόνια τα φοράει μόνο μπροστά στον καθρέφτη, τις χρονιάρες μέρες κόκκινα και ροζ, τις καθημερινές λευκά ή με λουλούδια. Δεν τον βλέπει κανείς «παρά μόνον οι γάτες μου και ο Χριστός… Κοιτάξτε πόσες εικόνες Του έχω στο σπίτι. Ο Χριστός μας είναι ο μόνος αληθινός Θεός που γεννήθηκε στη γη. Νιώθω πως μ’ αγαπάει. Ότι πάντα με φρόντιζε και πάντα θα με φροντίζει…».
Όταν αποφασίζει να βγει στο χωριό ντυμένος με φουστάνια, κάποιοι γελούν, άλλοι κάνουν πως δεν τον βλέπουν, δεν τον στεναχωρεί κανείς, είναι πλέον ελεύθερος. Με τον καιρό, οι συγχωριανοί του τον συνηθίζουν και τον αποδέχονται, αν η λύπη τους γέννησε συμπάθεια ή η συμπάθειά τους λύπη, δεν θα το μάθει ποτέ κανείς.
Τον βλέπουν να φορά κάτι σαν νυφικό και να κάνει μοναχικούς περιπάτους στην πλατεία, στο Φανάρι και στον Άγιο Κήρυκα. Τον παρακολουθούν να βαδίζει με μία κατακόκκινη τουαλέτα πάνω στον μόλο. Τον ακούν να μιλά για τον «αγριοτσόμπανο» που ερωτεύτηκε. Τον καταλαβαίνουν κάθε φορά που στις δύο τα ξημερώματα ξυπνάει τους πάντες με Μούσχουρη και Μαρία Κάλλας. Είναι μόνος.
Περισσότερο από τον καθένα, πιο πολύ από ποτέ. Το 2015, όταν η Σκάλα Συκαμιάς, μετατρέπεται, εξαιτίας του προσφυγικού, σε ένα παγκόσμιο χωριό γεμάτο κόσμο, ο Δημήτρης γίνεται γνωστός μέσα από συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις. Είναι ίσως η πρώτη φορά στη ζωή του που έχει παρέα… Εκείνες τις ώρες δεν θέλει να συνειδητοποιήσει πως τη στιγμή που τα φώτα της «δημοσιότητας» σβήσουν, αυτός θα είναι ξανά μόνος, ίσως περισσότερο από ποτέ…
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας άνδρας: «Ο Δημήτρης ήταν μια ζωή μόνος. Αυτά τα παιδιά δεν τα κάλεσε ο Δημήτρης στο σπίτι του. Μόνα τους μπήκαν μέσα καθώς το κλειδί βρίσκεται σχεδόν πάντα έξω από την πόρτα. Πρόκειται για μία συμμορία με μηχανάκια. Παιδιά παρατημένα κι ανεξέλεγκτα τα οποία πρέπει να έρθει ένα βράδυ η αστυνομία και να τα μαζέψει. Ο Δημήτρης σήμερα είναι σε άθλια κατάσταση. Δεν ανοίγει σε κανέναν, ούτε μιλάει σε κανέναν. Προχθές τον βρήκαν να περπατάει μόνος του βράδυ, σε ένα χωριό δέκα χιλιόμετρα μακριά. Πρέπει κάτι να γίνει για να βοηθηθεί. Είναι κάτι παραπάνω από ανάγκη…»
«Είμαι ολομόναχος. Χωρίς φίλους και σύντροφο, χωρίς κάποιον να πω έστω δυο κουβέντες. Οι μόνοι άνθρωποι που μπορεί να μου μιλήσουν είναι τα παιδιά του χωριού…». Θέλω να συνεχίσω να πιστεύω, σαν τον Δημήτρη, πως οι μόνοι καλοί άνθρωποι πάνω στον πλανήτη είναι τα παιδιά. Και πως αν είναι ανίκανα να ξεχωρίσουν το αστείο από το γελοίο και την πλάκα από τον εξευτελισμό, οι μόνοι υπεύθυνοι είναι οι μεγάλοι… Αυτοί που όπως λέει ο Δημήτρης στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου «Ο Δημητράκης και η Δημητρούλα» αποτελούν δυστυχώς μία θλιβερή πλειοψηφία: «Με τους περισσότερους εδώ δεν λέω ούτε καλημέρα. Πέρασα πολλές δύσκολες καταστάσεις και κανείς δεν με βοήθησε. Τι μου λείπει; Ένας άνθρωπος αληθινός. Τον ψάχνω μέχρι σήμερα με το φανάρι, σαν τον Διογένη…»