Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και μία από τις παλιές αποθήκες στο Τάχι της Θήβας αρχίζει σιγά-σιγά να γεμίζει με εργάτες γης που επιστρέφουν από τον κάμπο της Βοιωτίας. Οι περισσότεροι είναι Πακιστανοί, με υπηκόους από το Μπαγκλαντές, την Ινδία και αφρικανικές χώρες να συμπληρώνουν το μωσαϊκό των εθνοτήτων που καθημερινά βγάζουν το μεροκάματό τους στα χωράφια γύρω από τη Θήβα.
Η αυλόπορτα του οικοπέδου είναι ανοιχτή. Μπαίνω στον προαύλιο χώρο, όπου καμιά δεκαριά εργάτες περιμένουν στη σειρά για να χρησιμοποιήσουν τη μοναδική βρύση από τη γεώτρηση που υπάρχει στο κτήμα. «Εδώ μένουν Πακιστανοί, όχι Έλληνες εδώ», λέει ένας από αυτούς σε σπαστά αγγλικά. Ρωτάω αν το αφεντικό τους είναι εκεί. Εκείνοι κοιτάζονται μεταξύ τους, λένε κάτι στα πακιστανικά και ένας από αυτούς μπαίνει στην αποθήκη. Μετά από δύο λεπτά βγαίνει μαζί με κάποιον άλλο, μεγαλύτερο σε ηλικία.
Είναι ο Τάρικ, 42 ετών, που εδώ και 20 χρόνια μένει στην Ελλάδα. Αφού πέρασε μερικά χρόνια στην Αθήνα, αποφάσισε να πάει στα χωράφια και να μοιράσει τη ζωή του στα δύο, μεταξύ των θερινών και χειμερινών καλλιεργειών, μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου. «Σε χωράφια δούλευα στο Πακιστάν, σε χωράφια δουλεύω κι εδώ», λέει σε ύφος κοφτό που προδίδει την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό μου. Έχοντας ζήσει για αρκετό καιρό στην Ελλάδα και μιλώντας καλά ελληνικά, ο Τάρικ έχει αποκτήσει έναν ρόλο “προϊσταμένου” στα χωράφια. Είναι το “αφεντικό” των Πακιστανών, αλλιώς ο μεσάζων μεταξύ του Έλληνα εργοδότη και των ομοεθνών του. «Μερικοί από τους Πακιστανούς δεν με πάνε, με βλέπουν σαν τσιράκι του αφεντικού. Όμως όταν έχεις φτύσει αίμα και έχεις περπατήσει τη μισή Ασία για ένα κομμάτι ψωμί, αυτό έχει λίγη σημασία. Πιο πολλή σημασία έχει ότι εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα. Γι’ αυτό και θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ», μου λέει.
Ο Τάρικ μου ζητάει να τον ακολουθήσω σε μία από τις αποθήκες του κτήματος. Καθώς περπατάμε, ακούγονται κοτόπουλα να κακαρίζουν. Κάποτε εκτρέφονταν εκεί χιλιάδες κοτόπουλα, σήμερα υπάρχουν δύο εκτροφεία με μερικές εκατοντάδες πουλιά. Στην αποθήκη δίπλα από το εκτροφείο, όπως θα μου δείξει αργότερα ο Τάρικ, μένουν δεκάδες μετανάστες εργάτες. «Δεν μπορείς να τραβήξεις φωτογραφίες, οι περισσότεροι από εδώ είναι παράνομοι και δεν θέλουμε προβλήματα με την αστυνομία», μου λέει καθώς κατεβαίνουμε τα σκαλιά της εισόδου. Εκείνη την ώρα οι περισσότεροι Πακιστανοί βρίσκονται μέσα σε σκηνές και τρώνε.
Ο Τάρικ πλησιάζει μία παρέα, φωνάζει μία φράση στα πακιστανικά και κάποιος γυρίζει και τον χαιρετάει. Το όνομά του είναι Ιμπραήμ. Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τρεις μήνες μαζί με Σύρους και Ιρακινούς πρόσφυγες. Έμεινε για λίγες μέρες στο λιμάνι του Πειραιά και μετά ομοεθνείς του του είπαν να έρθει στη Θήβα για να δουλέψει, μιας και αναζητούσε μεροκάματο για να ζήσει. «Ξέρω ότι έχω ελονοσία, αρρώστησα πρώτη φορά όταν ήμουν στο Πακιστάν. Εκεί η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη. Τώρα που δουλεύω στα χωράφια και μένω εδώ αρρώστησα πάλι, έχω πυρετό και τρέμω. Όμως δεν θέλω να πάω στο νοσοκομείο, γιατί δεν έχω χαρτιά και φοβάμαι ότι θα με διώξουν από τη χώρα», λέει ο 26χρονος Πακιστανός. «Τα λεφτά που βγάζω εδώ είναι σημαντικά για εμένα, αφού με αυτά ζω εγώ και στέλνω και στην οικογένειά μου στην Ισλαμαμπάντ. Οι δικοί μου από εμένα περιμένουν βοήθεια. Γι’ αυτό μένω εδώ και δεν λέω κουβέντα, καλύτερα άρρωστος παρά να με γυρίσουν στο Πακιστάν».
Πρόβλημα με τα χαρτιά του αντιμετωπίζει και ο 30χρονος Ρασίντ, αφού ένα σύστημα μεσαζόντων και διαφθοράς γύρω από την πακιστανική πρεσβεία στην Αθήνα απαιτεί από αυτόν υπέρογκα ποσά για να του ανανεώσει το διαβατήριο: «Η πρεσβεία μου ζητάει εδώ και ενάμιση χρόνο παράνομα λεφτά για να ανανεώσει το διαβατήριό μου. 800 ευρώ. Δεν έχω να τα δώσω. Το διαβατήριό μου έχει λήξει και δεν έχω ανανεώσει την άδεια παραμονής μου. Κινδυνεύω να με διώξουν από την Ελλάδα». Και ο Ρασίντ είναι άρρωστος με ελονοσία. «Τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχω συνέχεια πυρετό, κάνω εμετό και τρέμω. Όταν ήμουν στο Πακιστάν είχα πάει στο νοσοκομείο και οι γιατροί μου είχαν δώσει φάρμακα για την ελονοσία. Εδώ δεν θέλω να πάω στο γιατρό γιατί δεν μπορώ να το ρισκάρω χωρίς χαρτιά». Ο Ρασίντ ήρθε στην Ελλάδα πριν από οκτώ χρόνια, στην αρχή παράνομα, για να καταφέρει αργότερα με πολλούς κόπους και γραφειοκρατία να νομιμοποιηθεί. «Ήθελα να είμαι νόμιμος, να έχω μία κανονική ζωή και να μην φοβάμαι, όμως τώρα δεν μπορώ να κάνω ούτε το πιο απλό, να πάρω ένα φάρμακο».
H έγκυρη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγήςH σελίδα του ΚΕΕΛΠΝΟ για την προστασία από την ελονοσία για την αντιμετώπιση της ελονοσίας σε περιπτώσεις όπως του Ιμπραήμ και του Ρασίντ είναι απαραίτητη, αφού «τόσο η ελονοσία που προέρχεται από το πλασμώδιο falciparum, όσο και εκείνη —αν και σπανιότερα— από το πλασμώδιο vivax μπορούν να οδηγήσουν σε βαριά κλινική εικόνα του ασθενούς και την εισαγωγή του σε μονάδα εντατικής θεραπείας», λέει στο inside story η Αγορίτσα Μπάκα, επιστημονική συνεργάτης του ΚΕΕΛΠΝΟ. «Αν δεν λάβει την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή, ο ασθενής συνεχίζει να ταλαιπωρείται από υψηλό πυρετό και άλλα συμπτώματα της ελονοσίας για μακρό χρονικό διάστημα. Τα συμπτώματα υποχωρούν κάποια στιγμή, αλλά το πλασμώδιο παραμένει στον οργανισμό και έτσι μπορεί να μολύνει τα ανωφελή κουνούπια της περιοχής και να μεταδώσει την ασθένεια».
Στα χωράφια γύρω από τη Θήβα —έναν από τους 12 δήμους που πρόσφατα κρίθηκε “επηρεαζόμενος” από τα κρούσματα ελονοσίας και τέθηκε σε περιορισμούς ως προς την δυνατότητα αιμοδοσίας των κατοίκων και των επισκεπτών της περιοχής— μόνο οι Πακιστανοί εργάτες ξεπερνούν τους χίλιους, και μαζί με τους υπηκόους άλλων χωρών από την ανατολική Ασία είναι πολύ περισσότεροι, όπως λέει στο inside story ο Αζίζ, Πακιστανός που διατηρεί μίνι-μάρκετ στη Θήβα, όπου και μένει με την οικογένειά του τα τελευταία 16 χρόνια. «Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν άδεια παραμονής και αποφεύγουν να κυκλοφορούν μέσα στην πόλη για να μην τους πιάσει η αστυνομία, όχι να πάνε και στο γιατρό».
Στο γενικό νοσοκομείο της Θήβας έχουν αναφερθεί φέτος τα τρία από τα συνολικά τέσσερα περιστατικά ελονοσίας που έχουν καταγραφεί στον νομό Βοιωτίας. «Και στις τρεις περιπτώσεις επρόκειτο για εργάτες γης που προέρχονταν από το Πακιστάν, με τους δύο από αυτούς μάλιστα να μην έχουν ούτε έξι μήνες στην Ελλάδα», αναφέρει στο inside story γιατρός του νοσοκομείου που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Οι δύο από αυτούς ήταν πολύ φοβισμένοι και δεν ήθελαν να καθίσουν στο νοσοκομείο, πιθανότατα λόγω προβλημάτων με τα χαρτιά τους. Αν και εμείς δεν τους ρωτήσαμε αν είναι νόμιμα στη χώρα, με το ζόρι καταφέραμε να τους πείσουμε να παραμείνουν στο νοσοκομείο για δύο-τρεις ημέρες, μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας τους και να υποχωρήσουν τα συμπτώματα της ελονοσίας. Όλοι τους ήρθαν με τη συνοδεία κάποιου ομοεθνή τους που μιλούσε ελληνικά και φαινόταν ότι μένει για χρόνια στην Ελλάδα».
Η παραμονή των νοσούντων στο νοσοκομείο για διάστημα δύο-τριών ημερών απαιτείται, καθώς τόσο χρόνο χρειάζεται η φαρμακευτική αγωγή για να σκοτώσει το πλασμώδιο της ελονοσίας —τον υπνοζωΐτη— στο ήπαρ. Τότε είναι που σταματάει και η δυνατότητα μετάδοσης της ελονοσίας από τον ασθενή. «Η θεραπεία της ασθένειας περιλαμβάνει δύο φάρμακα, ένα που αντιμετωπίζει το πλασμώδιο στο αίμα —στο οποίο οφείλονται τα συμπτώματα της ασθένειας— και ένα που σκοτώνει το πλασμώδιο στο ήπαρ. Η εξουδετέρωση του υπνοζωΐτη γίνεται μέσα σε 48 ώρες από τη χορήγηση της αγωγής. Μετά από αυτό το διάστημα ο ασθενής δεν μπορεί πια να μεταδώσει την ασθένεια. Το φάρμακο για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων χορηγείται για μεγαλύτερο διάστημα, περίπου 15 μέρες», λέει η κυρία Μπάκα.
Δεν είναι ωστόσο μόνο ο φόβος της απέλασης που κάνει πολλούς εργάτες να μην πάνε στο νοσοκομείο για να λάβουν την αγωγή κατά της ελονοσίας: «Το μεροκάματο στα χωράφια είναι η ζωή αυτών των ανθρώπων. Ακόμη και τα 10 ευρώ είναι μεγάλο ποσό γι’ αυτούς και τις οικογένειές τους που είναι πίσω στο Πακιστάν. Δεν θέλουν να λείψουν ούτε μία ημέρα, ούτε να δώσουν την αίσθηση ότι είναι άρρωστοι και δεν μπορούν να δουλέψουν», αναφέρει ο Αζίζ.
Τα κρούσματα ελονοσίας στην περιοχή της Θήβας οφείλονται κυρίως στην εισροή προσφύγων και μεταναστών από χώρες όπου η ελονοσία ενδημεί. «Πρόκειται για τις χώρες της ινδικής χερσονήσου —το Πακιστάν, την Ινδία, το Μπαγκλαντές— όπου μερίδα του πληθυσμού προσβάλλεται από το παράσιτο της ελονοσίας ήδη από μικρή ηλικία», αναφέρει η κυρία Μπάκα. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ντόπιοι να αναπτύσσουν από μικροί αντισώματα στον οργανισμό. Συγκεκριμένα, όσοι προσβάλλονται από ελονοσία φέρουν στο ήπαρ το vivax, ένα παράσιτο που “κοιμάται” μέσα στον οργανισμό μέχρι να υποτροπιάσει η ασθένεια. Όταν πληθυσμοί από αυτές τις χώρες έρχονται στην Ελλάδα, το τσίμπημα του κουνουπιού προκαλεί υποτροπιασμό της ελονοσίας και το κουνούπι “αποκτά” το παράσιτο. Μετά από περίπου μία εβδομάδα, το παράσιτο ενεργοποιείται μέσα στο κουνούπι, που μπορεί πια να το μεταδώσει».
Η μετάδοση του παρασίτου της ελονοσίας μέσω του τσιμπήματος του κουνουπιού διευκολύνεται στην Θήβα από δύο παράγοντες. Ο πρώτος αφορά στη φύση της περιοχής, στην οποία από τα αρχαία χρόνια συγκεντρώνεται σημαντικός αριθμός “κουνουπιών-διαβιβαστών” που μεταδίδουν την ασθένεια, όπως μας λέει η κα Μπακα. Ο δεύτερος παράγοντας συνδέεται με τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών εργατών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων μένει σε μικρούς, κλειστούς και συχνά αυτοσχέδιους χώρους, όπου δεν λαμβάνεται κανένα προληπτικό μέτρο —όπως ψεκασμοί και τακτικοί καθαρισμοί— για να αποφευχθεί η επαφή μεταξύ ασθενών και κουνουπιού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι σχετικά εύκολη η μετάδοση του παρασίτου, όταν μάλιστα σε έναν χώρο συγκεντρώνονται δεκάδες εργάτες.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι αγροτικές εργασίες δεν θεωρούνται από τον νόμο ως άμεσα ή έμμεσα συσχετιζόμενες με τα τρόφιμα ή την επεξεργασία τους —δηλαδή με την εργασία που αναπτύσσεται στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος— με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται ο εργαζόμενος να κάνει κάποιαν εξέταση πριν ξεκινήσει να εργάζεται στην πρωτογενή παραγωγή. Πρακτικά δηλαδή, ό,τι αρρώστια κι αν μεταφέρει κάποιος που έρχεται για να εργαστεί στα χωράφια, ο εργοδότης του δεν είναι υποχρεωμένος να το γνωρίζει.
Αν και ο αριθμός των κρουσμάτων που έχουν καταγραφεί στη Βοιωτία το 2016 δεν κρίνεται ανησυχητικός, «η ελονοσία αποτελεί μία σοβαρή ασθένεια και η επανεγκατάστασή της στη χώρα —τουλάχιστον θεωρητικά— δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, εφόσον υπάρχει το κουνούπι-διαβιβαστής και έχουμε κρούσματα προερχόμενα από ενδημικές χώρες. Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός κρουσμάτων πέρα από τον οποίο θα πρέπει να θεωρείται ανησυχητική η εξάπλωση της ελονοσίας, ακόμη και ένα κρούσμα αρκεί για την κινητοποίησή μας, ειδικά σε περιοχές όπως η Βοιωτία, όπου παραδοσιακά αυτό το λοιμώδες νόσημα ταλάνιζε τους ντόπιους κατοίκους, προκαλώντας μάλιστα και θανάτους», λέει η κυρία Μπάκα.
Μέχρι το 1960 η Ελλάδα αποτελούσε ενδημική χώρα για την ελονοσία, με περιοχές όπως ο Μαραθώνας και η Κωπαΐδα να μαστίζονται κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα από σπληνομεγαλία και θανάτους που οφείλονταν στα πλασμώδια vivax και falciparum. Με την άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία το 1922 και την εγκατάσταση τους σε περιοχές με έλη —όπως η Ανάβυσσος— η ελονοσία αποτέλεσε ένα από τα σοβαρότερα λοιμώδη νοσήματα στη χώρα, αφού το διάστημα 1928-1937Θάνατοι από ελονοσία στην Ελλάδα, 1928-1937 προκάλεσε τον θάνατο 50.797 ατόμων, από τα οποία 7.721 ζούσαν στις πόλεις και 43.076 στην ύπαιθρο.
Την περίοδο 1946-1960 εφαρμόστηκε εθνικό πρόγραμμα εκρίζωσης του λοιμώδους νοσήματος κι έτσι το 1974 η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως «ελεύθερη ελονοσίας».
Παρόλα αυτά η εν λόγω λοίμωξη αποτελεί σήμερα μία από τις σοβαρότερες παγκοσμίως. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 300-500 εκατομμύρια άνθρωποι προσβάλλονται κάθε χρόνο από την ελονοσία, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι παιδιά. Οι θάνατοι που προκαλεί ετησίως η ασθένεια ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο, ενώ η νόσος ενδημεί σε περισσότερες από 100 χώρες. Όλα τα παραπάνω καθιστούν την ελονοσία τη σοβαρότερη παρασιτική λοίμωξη και ένα σημαντικό αίτιο θανάτου παγκοσμίως.
Μέχρι τα μέσα ΑυγούστουΚρούσματα ελονοσίας στην Ελλάδα, Αύγουστος 2016, τα κρούσματα στην Ελλάδα έφτασαν τα 65, από τα οποία 50 προήλθαν από ενδημικές χώρες —43 από κράτη της ινδικής χερσονήσου και επτά από χώρες της Αφρικής. Έντεκα κρούσματα αφορούσαν σε ταξιδιώτες που επέστρεψαν από ενδημική χώρα της Αφρικής. Τα υπόλοιπα τέσσερα προέρχονταν από ασθενείς που μολύνθηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Tο ΚΕΕΛΠΝΟΈκθεση Επιδημιολογικής Επιτήρησης, Ελλάδα ελονοσία, 11/8/2016υποστηρίζει ότι «τα τέσσερα σποραδικά κρούσματα εγχώριας μετάδοσης τη φετινή περίοδο έως τώρα δεν δικαιολογούν την εκτός μέτρου επικέντρωση στο θέμα», ωστόσο οι κλιματολογικές συνθήκες στην Ελλάδα ευνοούν την εξάπλωση της νόσου έως περίπου τα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν και θα είναι ασφαλής μία σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Πέρυσι τα κρούσματα ελονοσίας πανελλαδικά έφτασαν τα 85, το 2014 τα 38, το 2013 τα 25, με τα έτη 2012 και 2011 να έχουν σημειώσει τα υψηλότερα νούμερα, με 93 και 96 κρούσματα αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές δημόσιας υγείας βρίσκονται σε επιφυλακή. Άλλωστε, οι παράγοντες που προκαλούν μετάδοση της νόσου δεν είναι καινούριοι: «Για το ζήτημα των κακών συνθηκών διαβίωσης των Πακιστανών στην περιοχή της Θήβας είχαμε μιλήσει με τον δήμαρχο της Θήβας προεκλογικά και είχε δεσμευθεί ότι θα έκανε ψεκασμούς και θα λάμβανε όλα τα προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των κουνουπιών. Όμως όλα έμειναν στις υποσχέσεις», λέει ο Αζίζ.
Λίγο πριν εγκαταλείψω την αποθήκη στο Τάχι, ρωτάω τον Τάρικ αν υπάρχουν κι άλλοι εργάτες με παρόμοια συμπτώματα, που θα μπορούσαν να έχουν ελονοσία. «Κοίταξε, γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει ελονοσία, δεν υπάρχουν ασθένειες. Υπάρχει μόνο μεροκάματο και επιβίωση», μου απαντάει και μου δείχνει την έξοδο.