«Μόλις κατεβήκαμε από το ελληνικό C-130 τον χειμώνα του 1992 στο Ερεβάν οι Αρμένιοι μας αγκάλιασαν σαν αδέρφια και σωτήρες, ξεσπώντας σε χειροκροτήματα αλλά και κλάματα από τη συγκίνηση. Λίγες ώρες αργότερα μας μετέφεραν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ με τζιπ του στρατού μαζί με το ιατροφαρμακευτικό υλικό που κουβαλούσε η αποστολή των Γιατρών του Κόσμου από την Αθήνα. Εκεί μας υποδέχτηκαν ως ήρωες, ξεσπώντας σε επιφωνήματα Χουίν, Χουίν (Έλληνας στα αρμένικα). Έκτοτε έλεγες στο Αχτσάρ ότι είσαι Έλληνας και ήταν σαν να έλεγες, ‘άνοιξε σουσάμι…’», θυμάται ο χειρουργός ορθοπεδικός του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης Βαγγέλης Φούφουλας, ο οποίος μαζί με την παιδοχειρουργό ιατρό, Ελένη Θεοχάρους, έζησαν από πρώτο χέρι το μέτωπο του πολέμου συμμετέχοντας σε ιατρικές αποστολές των Γιατρών του Κόσμου στην Αρμενία.
«Χειρουργούσαμε πολλές φορές χωρίς γάντια»
Η κατάσταση που αντίκρυσαν και οι δυο τους στα νοσοκομεία και τις υπόλοιπες υποδομές τόσο στο Ερεβάν όσο και στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν αποκαρδιωτικές. Στα νοσοκομεία, τα περισσότερα τζάμια ήταν σπασμένα και έκλειναν τα παράθυρα με νάιλον σακούλες και μουσαμάδες. Το ηλεκτρικό ρεύμα έπεφτε πολλές φορές μέσα στη μέρα ενώ πού και πού δούλευαν κάποιες γεννήτριες. «Πάντα υπήρχε ο κίνδυνος της διακοπής κατά την ώρα του χειρουργείου. Χειρουργούσαμε με θερμάστρες που έκαιγαν ξύλα και αυτό είχε πάρα πολλούς κινδύνους γιατί τα πτητικά αέρια του αναισθητικού θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εκρήξεις αν φυσούσε ο αέρας. Λιώναμε το χιόνι πάνω στις ξυλόσομπες για να έχουμε λίγο νερό να πλυθούμε πριν μπούμε στο χειρουργείο γιατί δεν υπήρχε νερό στις βρύσες. Πλενόμασταν με τενεκεδάκια και μαστραπάδες ενώ δεν υπήρχε σύστημα αποστείρωσης των ρούχων. Χειρούργησα πολλές φορές χωρίς γάντια και αρκετές στιγμές φόρεσα τα ίδια γάντια αφού τα έπλυνα. Τα περισσότερα ιατρικά εργαλεία ήταν κατεστραμμένα. Όπως και να χει το πράγμα, όμως, αυτός ο λαός με έκανε καλύτερο άνθρωπο, με έμαθε τι σημαίνει ψυχική δύναμη» θυμάται η Ελένη Θεοχάρους η οποία μετά τον πόλεμο του 91-94 επέστρεψε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ περισσότερες από 40 φορές. Το 2016 το Αζερμπαϊτζάν την επικήρυξε, στέλνοντας διεθνές ένταλμα σύλληψης αν και η Ιντερπόλ δεν το αποδέχεται.
«Μου έδιναν δώρο αγριολούλουδα και φρούτα του δάσους ως ευχαριστώ»
Ελένη Θεοχάρους και Βαγγέλης Φούφουλας εξέταζαν τραυματίες σε στρατιωτικά νοσοκομεία, νοσοκομεία εκστρατείας και θεραπευτήρια που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του πολέμου. «Κάθε φορά που χειρουργούσα, οι συγγενείς περίμεναν με αγωνία έξω από το θάλαμο. Όταν τους έλεγα ότι όλα πήγαν καλά τότε μου έδιναν αγριολούλουδα και φρούτα του δάσους, γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο μέσα στην πείνα που περνούσαν εκεί για να μου πουν ευχαριστώ» θυμάται η κυρία Θεοχάρους, η οποία βρέθηκε ουκ ολίγες φορές μπροστά στο θάνατο. «Το 1991 είχαμε πέσει σε αντιαεροπορικά πυρά, καθώς προσπαθούσαμε να φύγουμε με ελικόπτερο από το Ναγκόρνο Καραμπάχ για το Ερεβάν. Εκεί φοβήθηκα. Ο φόβος είναι ανθρώπινο συναίσθημα αλλά ποτέ δεν με κατέλαβε πανικός. Ήτα μια αληθινή οδύσσεια. Επειτα από 2 έως 3 χρόνια όταν ξαναπήγα, βομβάρδισαν γύρω από το νοσοκομείο αλλά και το ίδιο νοσοκομείο. Καταφέραμε όμως και σωθήκαμε όλοι».
«Στο Ναγκρόνο Καραμπάχ θα είμαι πιο χρήσιμος απ’ ότι στην Ελλάδα»
Μιλώντας λίγα αρμένικα και περισσότερο αγγλικά ο Βαγγέλης Φούφουλας αποφάσισε να ταξιδέψει στην πρώτη γραμμή του πολέμου, κρατώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του όταν ήταν ακόμη φοιτητής. «Υπήρξε μια περίοδος που αναρωτιόμουν γατί κάνω Ιατρική. Ποιο είναι το νόημα κ.λπ. Τότε, είχα επισκεφτεί μία εκδήλωση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Θεσσαλονίκη και είχα ενθουσιαστεί. Μίλησα και με τους γιατρούς που ήταν τότε υπεύθυνοι της οργάνωσης Γιάννη Μπουκοβίνα και Μπάμπη Χριστοφίδη. Και εκεί είπα ότι μόνο για αυτό αξίζει να είσαι γιατρός. Έκτοτε, ήθελα όταν τελειώσω τις σπουδές και πάρω ειδικότητα να συμμετάσχω και να προσφέρω βοήθεια. Ήθελα να νιώθω χρήσιμος ότι προσφέρω και εδώ υπάρχουν πολλοί για χρησιμότητα. Εκεί, σκέφτηκα, μπορεί να είμαι πιο αναγκαίος». Αν και οι γονείς του τον παρότρυναν να κοιτάξει την καριέρα του και να ανοίξει ιατρείο μπήκε χωρίς δεύτερη σκέψη στο C130 με τους Γιατρούς του Κόσμου. «Κατά βάθος και οι γονείς μου ήταν περήφανοι γι αυτό που έκανα, γνώριζαν ότι ήταν καλό αν και δεν θα με βοηθούσε επαγγελματικά» είπε στο ethnos.gr ο κ. Φούφουλας.
«Χωρίζαμε τα χειρουργεία με σεντόνια νάιλον και κουβέρτες»
Μετά την αποστολή στο Ερεβάν, ήρθε η αποστολή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, έπειτα στη Σομαλία και ακολούθησε το Κόσοβο και η Αίγυπτος. «Όλες οι αποστολές μου πρόσφεραν κάτι. Στο Ναγκόρνο Καραμπάχ όμως ήταν η πιο ζεστή αποστολή. Όλη την μέρα ήμασταν στα νοσοκομεία. Η φτώχεια και η έλλειψη υλικών και φαρμάκων ήταν μεγάλη. Χωρίζαμε τα χειρουργεία με κουρτίνες, σεντόνια νάιλον και κουβέρτες. Δεν υπήρχε αποστείρωση. Έτσι, είχα χειρουργήσει στο χέρι και έναν Αζέρο αιχμάλωτο που μου είχαν φέρει οι Αρμένιοι. Και οι συγγενείς των τραυματιών κουβαλούσαν τα κλινοσκεπάσματά τους από το σπίτι γιατί στα νοσοκομεία δεν υπήρχαν» θυμάται ο κ. Φούφουλας.
«Όταν θέλαμε να κάνουμε την ανάγκη μας, φοβόμασταν να πάμε πιο πέρα από το δρόμο γιατί υπήρχαν ναρκοπέδια και ναρκοθετημένες περιοχές. Παρόλα αυτά δεν φοβήθηκα ποτέ». Ακόμη όμως και όταν παραβίασε τα στρατιωτικά μέτρα περνώντας από ένα πάρκο που απαγορεύονταν η Αστυνομία ‘μαλάκωσε’ όταν άκουσε ότι είναι Χουίν (Έλληνας). «Με τα λίγα αρμένικα που ήξερα τους είπα ότι είμαι Χουίν. Την ίδια στιγμή ο Αρμένιος αστυνομικός κατέβασε την καραμπίνα και έβγαλε το βιβλιαράκι του και μου έγραψε τη διεύθυνση του σπιτιού του για να το επισκεφτώ αν χρειαστώ κάτι. «Για μας φρόντιζαν τα πάντα ενώ ξέραμε ότι για αυτούς δεν είχαν τα πάντα».
«Μας έκαναν το τραπέζι και ας ξέραμε ότι δεν είχαν να φάνε»
Χαραγμένη στη μνήμη του θα μείνει και η πρώτη του συνάντηση με Έλληνα που ζούσε στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.«Κύριε Βλαδίμηρε θέλω να σας γνωρίσω έναν Έλληνα γιατρό», προέτρεψε ο Αρμένιος συνάδελφος του κ. Φούφουλα. «Από το Ελλάντα;» ρώτησε έκπληκτος ο κ. Βλαδίμηρος. «Λίγες μέρες αργότερα αφού κανονίστηκε το ραντεβού και βρεθήκαμε δεν πίστευε στα μάτια του. Όταν με αντίκρυσε, με σήκωσε στον αέρα και με αγκάλιασε». «Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε. «Ήρθαμε εδώ για να βοηθήσουμε» απάντησε ο Έλληνας γιατρός με τον κ. Βλαδίμηρο να… παίρνει φόρα: «Την Κυριακή στο σπίτι μου γιατρέ!», διέταξε.
«Λόγω της φτώχειας που υπήρχε αλλά και των μεγάλων ουρών που δημιουργούνταν για να πάρει ο κόσμος γάλα και ψωμί πήρα κάποια πράγματα μαζί μου και επισκέφτηκα με μια νοσοκόμα τον κ. Βλαδίμηρο στο σπίτι του. Εκεί μας περίμεναν αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς όλη η οικογένεια. Μόλις φτάσαμε σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και μας κοίταξαν στα μάτια. Μόλις είδε τα πράγματα ο κ. Βλαδίμηρος προσβλήθηκε και μου ζήτησε να τα πάρω πίσω. Μας έκαναν το τραπέζι και ας ξέραμε ότι δεν είχαν τα προς το ζην. Αυτοί οι άνθρωποι που ήταν μακριά πιο ήταν πιο Έλληνες και από μας». Αργότερα έγιναν ενέργειες και ο κ. Βλαδίμηρος επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και πέθανε.
Οι Έλληνες του Μεμχανά
Ελένη Θεοχάρους και Βαγγέλης Φούφουλας επισκέφτηκαν και το απομακρυσμένο ελληνικό χωριό Μεμχανά, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.500 μέτρων. «Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, είχαν δύο παιδάκια και τα κοίταγαν σαν τα μάτια τους. Είχαν ακούσει ότι ήρθαν Έλληνες να τους σώσουν και αυτοί νόμιζαν ότι ήρθε στρατός. Και όταν είδαν εμάς τα “γιατρουδάκια” απογοητεύτηκαν» θυμάται η κυρία Θεοχάρους. Συγκεντρώθηκαν χρήματα και αγοράστηκε ένα τρακτέρ και τους ζήτησαν από το ελληνικό χωριό, μια κεραία και μια τηλεόραση για να μπορούν να βλέπουν τα ελληνικά κανάλια. Λίγο καιρό αργότερα το τρακτέρ έπεσε σε νάρκη σκοτώνοντας και τα τέσσερα που επέβαιναν. Σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν γυρίσει στην Ελλάδα και πλέον μένουν ελάχιστοι εκεί.
Επιστρέφοντας από τις αποστολές στις εμπόλεμες ζώνες λίγοι ήταν αυτοί που ενδιαφέρθηκαν και ρώτησαν τον κ. Φούφουλα πώς θα μπορούσαν και αυτοί να συμμετάσχουν. Σχεδόν 30 χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ ο γιατρός από τη Θεσσαλονίκη δηλώνει ότι αν μπορούσε θα ξαναπήγαινε. «Δεν είναι πολλοί οι σύμμαχοι που μπορούμε να έχουμε στη ζωή μας. Και οι Αρμένιοι είναι ένα λαός που αξίζει να είμαστε μαζί τους, καθώς παλεύουμε τον ίδιο εχθρό». Προτρέπει, τέλος, τους νέους γιατρούς, αν το πιστεύουν από την καρδιά τους να συμμετάσχουν σε αποστολές. Αν όχι δεν θα τους κατηγορήσει κανένας, αρκεί να μπορούν να βοηθήσουν από άλλο μετερίζι.