Δικαιώθηκε δημόσιος υπάλληλος του οποίου είχε ανακληθεί ο διορισμός – Σύμφωνα με την απόφαση, δικαιούται σύνταξη με βάση τα πραγματικά του τυπικά προσόντα
Δικαστική απόφαση σταθμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου δικαιώνει δημόσιο υπάλληλο του οποίου είχε ανακληθεί ο διορισμός κρίνοντας οριστικά και αμετάκλητα ότι δικαιούται σύνταξη παρότι είχε υποβάλει παραποιημένους τίτλους σπουδών.
Πρόκειται για την υπ’ αριθ. 1820/2021 αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή έφεση δημοσίου υπαλλήλου, του οποίου είχε ανακληθεί ο διορισμός λόγω πλαστού πτυχίου, και ακυρώθηκε η πράξη του Γενικού Λογιστηρίου, η οποία απέρριψε το αίτημά του να συνταξιοδοτηθεί, αναπέμποντας τελικά την υπόθεση εκ νέου στο Γενικό Λογιστήριο, προκείμενου να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω γήρατος.
Η Ολομέλεια του ανώτατου Δικαστηρίου για συνταξιοδοτικά ζητήματα δημοσίων υπαλλήλων έκρινε πως οι υπάλληλοι που προσελήφθησαν με παραποιημένους τίτλους σπουδών ή απολυτήρια Λυκείου, δικαιούνται κανονικά να λάβουν σύνταξη, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις διορισμού τους, όμως αυτή θα κανονιστεί με τις μισθολογικές αποδοχές των πραγματικών προσόντων τους. Στην προκειμένη περίπτωση υπάλληλος που διορίστηκε με παραποιημένο απολυτήριο Λυκείου θα συνταξιοδοτηθεί όχι όμως ως ΔΕ, αλλά ως ΥΕ.
Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, όταν διαπιστωθεί, κατά τον έλεγχο νομιμότητας πτυχίων, πιστοποιητικών και λοιπών στοιχείων του προσωπικού μητρώου των υπαλλήλων, ότι ο τίτλος σπουδών που υπέβαλε ο υπάλληλος στην αρμόδια υπηρεσία του προκειμένου να διοριστεί, ήταν πλαστός, τότε ανακαλείται ο διορισμός του. Στην περίπτωση αυτή ο υπάλληλος δεν δικαιούται σύνταξη για όσα χρόνια εργάστηκε και ασφαλίστηκε στο Δημόσιο, με το σκεπτικό ότι από την ανάκληση του διορισμού καταλύεται ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός και ο διορισθείς θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν επί τη βάσει του ανακληθέντος διορισμού να μην αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και να μην υπολογίζεται ως συντάξιμος.
Ωστόσο, η μέχρι τώρα πρακτική του Δημοσίου παρέβλεπε το πραγματικό γεγονός της παροχής εκ μέρους του υπαλλήλου εργασίας επί σειρά ετών και την παρακράτηση από το μισθό του ασφαλιστικών εισφορών. Ο δε μισθός του θα κατεβάλλετο κανονικά στον υπάλληλο ως αντιπαροχή για την εργασία του, ακόμη και στην περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας.
Ο δικηγόρος Κώστας Τσουκαλάς το γραφείο του οποίου είχε αναλάβει την υπόθεση του δημοσίου υπαλλήλου, επισημαίνει: «Κατόπιν της έκδοσης αυτής της θετικής και δίκαιης απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και παρά την αναίρεση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο, ανοίγει ο δρόμος για την οριστική επίλυση του προβλήματος αρκετών ασφαλισμένων του Δημοσίου, μιας απόφασης που μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια νομοθετική πρωτοβουλία που στόχο θα έχει την τακτοποίηση του επίμαχου ζητήματος.
Και στο παρελθόν το γραφείο μας έχει ασχοληθεί με το σχετικό ζήτημα του πραγματικού γεγονός της παροχής εργασίας σε ποινικό επίπεδο, όπου η συγκεκριμένη υπάλληλος αντιμετώπιζε τις κατηγορίες της απάτης, της πλαστογραφίας με σκοπούμενο όφελος και της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας. Τότε είχαμε υποστηρίξει ότι είναι αδιανόητο να ομιλούμε για ζημία και εν προκειμένω ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς οι υπηρεσίες για τις οποίες έλαβε εκείνη μισθό, παρεσχέθησαν κανονικά και το Δημόσιο, με αποτέλεσμα εκείνο να μην ζημιώθηκε.
Συγκεκριμένα, επί του ανωτέρω σοβαρού ζητήματος το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε ότι:
«… το δικάσαν Τμήμα, κατ’ αποδοχή των προσβαλλόμενων λόγων έφεσης περί παραβίασης α) της αρχής της αναλογικότητας, β) των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και γ) του (πρώτου) Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δέχθηκε ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη η αίτηση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου για τον κανονισμό σε αυτόν σύνταξης από το Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι η περί τα 17 έτη υπηρεσία του στο Δημόσιο δεν δύναται να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη λόγω της ανάκληση της πράξης διορισμού του. Και τούτο, διότι η στέρηση σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του κατά την πρόσκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης…».
Ειδικότερα, για την συγκεκριμένη περίπτωση το γραφείο μας είχε υποστηρίξει ότι με την ανάκληση του διορισμού δεν καταλύεται και ο δημιουργηθείς υπαλληλικός δεσμός ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο διορισθείς δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του υπαλλήλου, με συνέπεια ο χρόνος υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν να αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου να υπολογίζεται ως συντάξιμος και να πρέπει να χορηγηθεί στον υπάλληλο η σύνταξη γήρατος που δικαιούται. Άλλωστε, οι αποδοχές που καταβλήθηκαν στον υπάλληλο δε θεωρούνται αχρεωστήτως καταβληθείσες, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα προέκυπτε αδικαιολόγητος πλουτισμός του Δημοσίου που αξιοποίησε την εργασία και τις υπηρεσίες του υπαλλήλου χωρίς να έχει καταβάλει το αναλογούν αντίτιμο, γεγονός που γεννά αξίωση αποζημίωσης υπέρ του υπαλλήλου.
Η συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων έχουν πληρώσει από το μισθό τους για μια μελλοντική παροχή, από την οποία δεν είναι εύλογο να αποκλειστούν, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και αναλογικότητας, όσο και με την συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση τους για λήψη σύνταξης, η οποία αποτελεί στοιχείο της περιουσίας τους, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί με νομοθετική ή άλλη ρύθμιση, αν δεν τηρείται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος και της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος στη λήψη σύνταξης. Δεδομένου ότι η αξίωση για λήψη σύνταξης απορρέει απευθείας από την εργασιακή τους σχέση με το Δημόσιο, ενώ έχει χρηματοδοτηθεί από παρακρατούμενες από το μηνιαίο μισθό τους εισφορές, καθίσταται σαφές ότι η ολοκληρωτική αποστέρηση της σύνταξής τους προσκρούει τόσο στην προστασία της περιουσίας με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. όσο και στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας».
protothema.gr