Η αίσθηση στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων – Θα συνεχιστεί η πορεία ομαλοποίησης;
H νέα πενταετία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον προεδρικό θώκο της Τουρκίας, η τελευταία σύμφωνα με προεκλογική δήλωσή του, αφενός καλλιεργεί την προσδοκία ότι η πορεία ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα συνεχιστεί και το επόμενο χρονικό διάστημα αφετέρου αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω το υπάρχον πλαίσιο συμφερόντων της Δύσης και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή της Ν.Α Μεσογείου.
Παράλληλα δημιουργεί τις βάσεις ώστε να συνεχιστεί η προσπάθεια στρατηγικής, τεχνολογικής και μέχρι ενός σημείου οικονομικής αυτονόμησης της γειτονικής μας χώρας από τις δυτικές δομές, αν και η άσχημη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας εκτιμάται πως αργά η γρήγορα θα αναγκάσει τον Ταγίπ Ερντογάν να βάλει «αρκετό νερό στο κρασί του» στην αντιπαράθεσή του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ως προς την Ελλάδα, στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας επικρατεί η αίσθηση πως η κατάσταση σχετικής ηρεμίας που υπάρχει στο Αιγαίο, κατά τους τελευταίους τρεισήμισι μήνες, ως απόρροια των καταστροφικών σεισμών που έπληξαν τις νότιες επαρχίες της Τουρκίας, θα συνεχιστεί και κατά τη διάρκεια του τρέχοντος, τουλάχιστον, έτους, ενδεχομένως με κάποια μικρά διαλλείματα έντασης. Η επανεκλογή του Ερντογάν άλλωστε εγγυάται σε σημαντικό βαθμό ότι οι υπάρχουσες ισορροπίες στην περιοχή, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα, θα παραμείνουν ως έχουν, ενώ εκτιμάται πως θα καθυστερήσει, αλλά σίγουρα δεν θα ακυρώσει, την προσπάθεια της Τουρκίας να εντάξει στο οπλοστάσιό της αμερικανικά όπλα, όπως είναι η προμήθεια μαχητικών 5ης γενιάς F-35 και F-16 Viper.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης θα έχει η ατζέντα αλλά και η διάθεση για ουσιαστικό διάλογο που θα επιδείξει η Άγκυρα κατά την έναρξη του νέου κύκλου συζήτησης επέκτασης των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο, κάτι το οποίο φαίνεται πως έχουν συμφωνήσει να κάνουν οι δύο πλευρές μετά την ολοκλήρωση και της ελληνικής εκλογικής διαδικασίας στις 25 Ιουνίου. Η πιθανότητα πάντως οι συγκεκριμένες συζητήσεις να αποτελέσουν τη βάση για μία επίσημη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, είναι επί του παρόντος εξαιρετικά μικρή, δεδομένου ότι όπως προέκυψε από τις δηλώσεις, αλλά και τις πρώτες σημειολογικές κινήσεις (η σημερινή προσευχή στην Αγία Σοφία) του Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία δεν πρόκειται να απομακρυνθεί από τη λογική του αναθεωρητισμού και του νεο-οθωμανισμού που διέπει την πολιτική της. Στο πλαίσιο αυτό θα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να δούμε την ατζέντα των τροποποιήσεων της διαδικασίας ελληνοτουρκικού διαλόγου, την οποία είχε εισηγηθεί προς τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, ο μέχρι πρότινος ΥΠΕΞ κ. Νίκος Δένδιας. Επειδή πάντως η τρέχουσα προεδρική θητεία του Ερντογάν θα είναι και η τελευταία του, είναι εξαιρετικά πιθανό να δούμε ένα διαφορετικό πρόσωπο, πιο ήπιο και ίσως περισσότερο διαλλακτικό, τουλάχιστον στο εσωτερικό της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα και πιο αποφασισμένο να υλοποιήσει κάποιους πάγιους στόχους σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη χώρα μας, αφού η Τουρκία λειτουργεί ως αναθεωρητική δύναμη για την περιοχή.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες η επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν, μπορεί μέχρι ενός σημείου να αποτέλεσε έκπληξη αφού αξιολόγησαν τις τουρκικές εκλογές μέσα από τη ματιά της Δύσης και όχι με βάση την τουρκική κοσμοθεωρία αναφορικά με το πως ο τούρκος πολίτης αντιλαμβάνεται τον ηγέτη του και τον τρόπο που ασκεί την εξουσία επάνω του. Επί της ουσίας πάντως η Ουάσιγκτον δεν έχει πλέον κανένα λόγο να αλλάξει την πολιτική που ήδη έχει χαράξει στην περιοχή μας και η οποία μέχρι ενός σημαντικού σημείου συντάσσεται με τα ελληνικά συμφέροντα. Προς αυτή την κατεύθυνση βασικός «σύμμαχος» της ελληνικής πλευράς είναι ο ίδιος ο Ερντογάν ο οποίος σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται παρουσιάζει την Τουρκία ως μια αναδυόμενη περιφερειακή ηγεμονική δύναμη με παγκόσμια επιρροή, η οποία επιδιώκει να ηγηθεί ενός τρίτου πόλου κρατών που δεν επιθυμούν να ανήκουν ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή
Από την άλλη πλευρά ο Τούρκος πρόεδρος θα πρέπει να κάνει θεαματική στροφή τόσο ως προς τον εναγκαλισμό του με τη Ρωσία όσο και ως προς τα ανοίγματα που έχει υλοποιήσει γενικά προς τις ευρωασιατικές δυνάμεις, προκειμένου να μπορέσουν οι ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την οπτική τους απέναντι στην Τουρκία, η ακόμη και να ασκήσουν έντονες πιέσεις προς στην ελληνική πλευρά για να κάνει υποχωρήσεις απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις, με στόχο να επανέλθει η Άγκυρα στο δυτικό στρατόπεδο.
Ως προς αυτή την κατεύθυνση, το πιο πιθανό θα ήταν για τις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν ως μοχλό πίεσης τις δυτικές ροές χρηματοδότησης, αφού η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι τέτοια που χωρίς την βοήθεια της Δύσης πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αποφύγει την κατάρρευση. Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως μόνο οι πρόσφατοι σεισμοί, επέφεραν στην Τουρκία ένα κόστος κυμαινόμενο από 100 έως 200 δις. δολάρια. Χωρίς δυτικά κεφάλαια η τουρκική οικονομία είναι καταδικασμένη να συρρικνωθεί, ο αριθμός των νοικοκυριών υπό πτώχευση να αυξηθεί και η τουρκική λίρα να μετατραπεί σε ένα από τα πιο πληθωριστικά νομίσματα του κόσμου. Ως προς τις ευρωπαϊκές χώρες η πιθανότητα να κινηθούν στην περιοχή ανεξάρτητα από τα αμερικανικά συμφέροντα είναι σχεδόν μηδενική. Το βασικό κέρδος ωστόσο που αποκόμισαν από την επανεκλογή Ερντογάν, ιδιαίτερα οι Βρυξέλλες, είναι πως και για τα επόμενα 5 χρόνια θα αποφύγουν το άνοιγμα ενός νέου κύκλου διαπραγματεύσεων με την Τουρκία για την είσοδό της στην Ε.Ε.
Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει να δούμε πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα διαχειριστεί τις σχέσεις του με τη Ρωσία, δεδομένου ότι ο «ομφάλιος λώρος» που ενώνει την Μόσχα με την Άγκυρα έχει ισχυροποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, ενώ απέκτησε νέα διάσταση μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Δεδομένης άλλωστε της κακής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει και πολλά περιθώρια να συμμορφωθεί με τις εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για κυρώσεις στη Μόσχα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αν και θα μπορούσε να ανταλλάξει την περαιτέρω ανοχή των ΗΠΑ, μέσω της άρσης του τουρκικού βέτο για την είσοδό της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Ως προς το μέγεθος του εναγκαλισμού Ρωσίας-Τουρκίας, ενδεικτικά να σημειώσουμε πως οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες διπλασιάστηκαν στα 68,19 δισ δολάρια το 2022 από 34,73 δισ δολάρια το 2021, ενώ νωρίτερα το 2023, ο Πούτιν μείωσε τις τιμές εξαγωγών του ρωσικού φυσικού αερίου στην Τουρκία, μια κίνηση που θεωρήθηκε πως έγινε σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τις εκλογικές προοπτικές του Ερντογάν.
protothema.gr