Οι αριθμοί δεν φτιάχτηκαν για να τρομάζουν, ωστόσο κάποιοι εξ αυτών καταφέρνουν να προκαλούν πραγματικό δέος, ιδίως όταν αντανακλώνται καθημερινά στην πραγματικότητα και στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Έτσι, αν και δεν προξένησε εντύπωση, η περαιτέρω αύξηση κατά 58,5% στην τιμή του ελαιόλαδου στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει.
Έρχεται σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός φαινομενικά έχει τεθεί εντός ελέγχου, και αποτελεί την μεγαλύτερη «εκτίναξη» τιμής οποιουδήποτε προϊόντος, ακόμα και μεταξύ της «πολύπαθης» κατηγορίας των τροφίμων. Και το μέλλον αναμένεται δυσοίωνο καθώς δεν δείχνει να υπάρχει «ταβάνι» στις αυξήσεις, με μια σειρά από παράγοντες να προμηνύουν νέες ανατιμήσεις (σ.σ. και στην τιμή του ελαιόλαδου) και κατά την διάρκεια του 2024.
Η Ελλάδα μάλιστα τον Δεκέμβριο προσπεράστηκε μονάχα από την Πορτογαλία με άνοδο τιμών του λαδιού 64,8%, ενώ ακολουθήθηκε από την Εσθονία (56,8%), Ισπανία (54,6%) και Ιταλία (49,2%).
Είναι σαφές πως η αγορά του ελαιόλαδου και των βρώσιμων ελιών είναι εξαιρετικά σημαντική για την ελληνική οικονομία. Στο αντικείμενο της ελαιοκαλλιέργειας απασχολούνται πάνω από 450 χιλιάδες αγροτικές οικογένειες, καλύπτοντας το 20% των συνολικών αγροτικών εκτάσεων της Ελλάδας.
Ανάλογα με την σοδειά κάθε έτους, το ελαιόλαδο μπορεί να καλύψει από το συνολικό αγροτικό ΑΕΠ έως και 10% ετησίως, με την αξία της εγχώριας παραγωγής να κυμαίνεται κοντά στα 800 εκατ. ευρώ, δηλαδή περί το 0,3% του εθνικού ΑΕΠ έναντι του 0,2% στην Ισπανία και 0,1% στην Ιταλία.
Συνολικά, το 1,5% των ελληνικών εξαγωγών αποτελείται από το ελαιόλαδο.
Ως εκ τούτου, οι αναταράξεις στην αγορά καθώς και η μείωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού ελαιολάδου, μόνο καλά νέα δεν θα πρέπει να θεωρούνται.
Ανατιμήσεις κατά μήκος της «αλυσίδας»
Ενώ δεν λείπουν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας μέχρι να φτάσει το προϊόν από το ελαιόδεντρο στον καταναλωτή, οι ανατιμήσεις «αγγίζουν» όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για τον δείκτη τιμών εκροών γεωργίας-κτηνοτροφίας Νοεμβρίου 2023, ο οποίος μετρά την μεταβολή των τιμών που απολαμβάνουν οι παραγωγοί κατά την πώληση των γεωργικών προϊόντων τους, η τιμή παραγωγού του ελαιόλαδου αυξήθηκε κατά… 72,4% σε ετήσια βάση, προστιθέμενη μάλιστα πάνω σε αύξηση 42,6% στο ίδιο διάστημα του 2022. Η μηνιαία μεταβολή το Νοέμβριο του 2023 ανήλθε σε 137,5% από «άλμα» 121,5% τον Οκτώβριο, μετά από αύξηση μόλις 13,2% τον Σεπτέμβριο.
Τι σημαίνουν πρακτικά για την «τσέπη» των παραγωγών τα παραπάνω ποσοστά;
Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης της 16ης Ιανουαρίου 2024, η τιμή του ενός κιλού έξτρα παρθένου ελαιολάδου στους παραγωγούς του νησιού κυμαίνεται από 8,7 ευρώ το φθηνότερο έως 9,2 ευρώ το ακριβότερο.
Πιο υψηλές οι τιμές παραγωγού σε Πελοπόννησο και νησιά, με το φθηνότερο στα 8,5 ευρώ και το ακριβότερο στα 9,5 ευρώ το κιλό. Εξίσου ή και υψηλότερες υψηλές τιμές εισπράττουν οι παραγωγοί και σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου.
Στην Ιταλία, κατά την ίδια ημερομηνία η τιμή ανά κιλό έξτρα παρθένου ελαιόλαδου κυμάνθηκε από 9 έως 12 ευρώ. Στην Ισπανία, η τιμή διαμορφώθηκε μεταξύ 8,81 ευρώ και 9,75 ευρώ. Τέλος, στην Τυνησία κατά μέσο όρο ανήλθε στα 7,88 ευρώ.
Αναπόφευκτα, οι αυξήσεις καθρεφτίζονται και στα ράφια των σούπερ μάρκετ, όπου το παραδοσιακό ελαιόλαδο έχει καταστεί είδος πολυτελείας.
Όπως ανέφερε πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, οι Έλληνες καταναλωτές αγοράζουν στο σούπερ μάρκετ ένα λίτρο ελαιόλαδο έναντι 11,60 ευρώ. Οι Ισπανοί πληρώνουν το κιλό 10,15 ευρώ, οι Ιταλοί 10,52 ευρώ, οι Πορτογάλοι 12,06 ευρώ και οι Γάλλοι 12,19 ευρώ.
Οι προβλέψεις δε, δεν μιλούν για αποκλιμάκωση, αλλά περαιτέρω άνοδο μέσα στο 2024, εξαιτίας και των δεδομένων από τις σοδειές.
Οι αιτίες πίσω από τις τιμές «φαρμακείου»
Για την Ελλάδα το προηγούμενο έτος ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τις καλλιέργειες γενικά. Οι αλλεπάλληλες θεομηνίες που κατέστρεψαν ατέλειωτες γεωργικές εκτάσεις, ιδιαίτερα στην Θεσσαλία, συνδυάστηκαν με παρατεταμένη ξηρασία, ειδικά στην ελαιοπαραγωγό Κρήτη, ενώ δεν βοηθά και ο μέχρι στιγμής υπερβολικά ήπιος χειμώνας για την εποχή με τις υψηλές θερμοκρασίες.
Η παραγωγή έχει δεχτεί τέτοιο πλήγμα όπου, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι διαθέσιμες ποσότητες λαδιού είναι απειροελάχιστες. Ελλείψει δουλειάς, πολλά ελαιοτριβεία έχουν τερματίσει την λειτουργία τους για φέτος.
Η Κομισιόν εκτιμά πως η ετήσια παραγωγή ελαιόλαδου της Ελλάδας θα είναι κάτω ακόμα και από τους 180.000 τόνους, γεγονός που καθιστά την απόδοση του 2023-2024 ως την χειρότερη πολλών ετών.
Η ελλειμματική ελληνική παραγωγή, από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, δεν βοηθά και την ευρωπαϊκή αγορά να ανακάμψει, μετά και από την περυσινή πολύ κακή χρονιά στην Ισπανία που έφερε διεθνείς αναταράξεις σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο. Η συνολική παραγωγή στην Ευρώπη δεν προβλέπεται να ξεπερνά τους 1,4 εκατ. τόνους, όσα δηλαδή και την περσινή σεζόν που θεωρείται καταστροφική. Συγκριτικά, η συνολική ευρωπαϊκή παραγωγή το 2021-2022 ανήλθε σε 2,3 εκατ. τόνους ελαιολάδου.
Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα, και σε επίπεδο ΕΕ και σε επίπεδο Ελλάδας, η τιμή του ελαιολάδου αυξάνεται σταθερά από τον Απρίλιο του 2021. Από τον Σεπτέμβριο 2021 οι τιμές κάνουν «άλμα» σε διψήφια ποσοστά, από το 7,1% στο 18,4%, κι έκτοτε παίρνουν τάχιστα την ανιούσα με μικρές ενδιάμεσες αυξομειώσεις, που μας οδηγούν στο σημερινό 58,5%. Και ενώ οι τιμές μάλιστα σε επίπεδο ΕΕ δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης εσχάτως, στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο και μετά έχουν προσπεράσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και κινούνται με… σπασμένα φρένα.
newsit.gr