Το δικαστικό συμβούλιο υιοθετώντας αυτούσια την εισήγηση του Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, που χειρίστηκε την υπόθεση της δολοφονίας της 21χρονης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, παρατείνει την κράτηση των κατηγορουμένων έως την 4η Δεκεμβρίου 2019.
Οι κατηγορούμενοι, ένας 21 χρονος Έλληνας και ένας 20χρονος Αλβανός, παραπέμπονται σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου αντιμέτωποι πλέον με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία και του βιασμού, από δράστες που ενεργούσαν από κοινού.
Οι φερόμενοι ως δράστες παραπέμπονται με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου ενώ πιθανολογείται ότι η κράτησή τους θα παραταθεί γι’ ακόμη ένα 6μηνο, μέχρι να προσδιοριστεί η δίκη.
Σύμφωνα με τη «Δημοκρατική» της Ρόδου, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεπράχθη το ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα περιγράφονται ως εξής:
«Τον Οκτώβριο του έτους 2015, η Ελένη Τοπαλούδη του Ιωάννη, κάτοικος μέχρι τότε Διδυμοτείχου του νομού Έβρου, μετά την επιτυχία της στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, μετέβη στη Ρόδο Δωδεκανήσου προκειμένου να φοιτήσει στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Διαρκούσης της φοίτησής της στη Ρόδο, η Ελένη Τοπαλούδη υπήρξε άτομο χαμηλών τόνων, συνεπής φοιτήτρια, όχι ιδιαίτερα εξωστρεφής και -πέραν με ελαχίστων εξαιρέσεων- χωρίς σταθερούς φιλικούς ή συναισθηματικούς δεσμούς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, σε συνδυασμό και με την μεγάλη χιλιομετρική απόσταση που την χώριζε από τους γονείς της, κατέστη επιρρεπής σε συναναστροφές με πρόσωπα με τα οποία είχε σύντομη και επιφανειακή προγενέστερη κοινωνική γνωριμία.Πλέον συγκεκριμένα, σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς, αλλά πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τις βραδινές ώρες της 27ης 11.2018 έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης 11.2018, ο 20χρονος, ο οποίος είχε συναντηθεί ήδη από τις 21.00′ της 27-11-2018 και βρισκόταν μαζί με τον 21χρονο, ήρθε σε ηλεκτρονική επικοινωνία με την ανυποψίαστη παθούσα (μέσω μηνυμάτων στην εφαρμογή messenger) και κανόνισε να συναντηθούν κάτω από το σπίτι της.
Πράγματι λοιπόν, οι δύο νεαροί κατηγορούμενοι, έχοντας προαποφασίσει να τελέσουν το αδίκημα του ομαδικού βιασμού σε βάρος της Ελένης Τοπαλούδη, μετέβησαν στην οικία της, η οποία ευρίσκετο στην πόλη της Ρόδου επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, παρέλαβαν αυτήν με το όχημα ιδιοκτησίας του πατέρα του 21χρονου και με αυτό μετέβησαν στην εξοχική κατοικία της οικογένειας στην περιοχή των Πεύκων Λίνδου και ειδικότερα σε διαμέρισμα το οποίο κατά καιρούς χρησιμοποιούσε ο πρώτος κατηγορούμενος μεταξύ άλλων και για να συνευρίσκεται με κοπέλες.
Εκεί, μετά από κοινή τους απόφαση, παρά την εκδηλωθείσα αντίθετη βούληση της Ελένης Τοπαλούδη και παρά το γεγονός ότι στο σπίτι κάτω από το διαμέρισμα διέμενε ο παππούς και η γιαγιά του 21χρονου, οι κατηγορούμενοι τέλεσαν διαδοχικά συνουσία με την παθούσα, κάμπτοντας την αντίστασή της με τις υπέρτερες σωματικές τους δυνάμεις, ασκώντας επ’ αυτής σωματική βία, σφίγγοντας την δηλαδή στην τραχηλική χώρα, καταφέροντάς της γρονθοκοπήματα και απειλώντας τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα με μαχαίρι. Υπό αυτές τις συνθήκες, κι ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασης της λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, επιχείρησαν να εξαναγκάσουν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις επί αμφοτέρων.
Ενόψει αυτής της δυσάρεστης για εκείνους προοπτικής, οι κατηγορούμενοι προέβησαν τότε σε στάθμιση των δεδομένων και αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας.Οι κατηγορούμενοι από την πλευρά τους, απολογούμενοι ενώπιον της Ανακρίτριας, αρνούνται τις αποδοθείσες κατηγορίες και συγκεκριμένα ως προς την κατηγορία του ομαδικού βιασμού αναφέρουν αμφότεροι ότι η ερωτική συνεύρεση με την παθούσα υπήρξε συναινετική και όχι προϊόν βίαιου εξαναγκασμού, ενώ ως προς την κατηγορία της ανθρωποκτονίας ο ένας επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλον, περιορίζοντας έκαστος τον εαυτό του σε ρόλο απλού παρατηρητή, αδύναμου δήθεν να αντιδράσει στο βίαιο ξέσπασμα του συγκατηγορουμένου του.
Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των κατηγορουμένων πρόδηλο είναι, ωστόσο, ότι δεν αντέχουν στη βάσανο των αποδείξεων αλλά και της κοινής λογικής. Πλέον συγκεκριμένα, αναφορικά με την δήθεν συναίνεση (ή ακόμη και πρωτοβουλία) της παθούσης για την τέλεση των προαναφερόμενων γενετήσιων πράξεων θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκδοχή αυτή των γεγονότων δεν συνάδει με την συμπεριφορά της παθούσας, τόσο αμέσως πριν όσο και κατά τη διάρκεια της συνάντησής της με τους κατηγορούμενους.
Σε ό,τι αφορά δε τις αλληλοκατηγορίες μεταξύ των κατηγορουμένων και την επίρριψη από τον έναν στον άλλο της ευθύνης για την τέλεση της ανθρωποκτονίας σε βάρος της Ελένης Τοπαλούδη, λεκτέον ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προσκρούουν ευθέως στην προκύψασα από το αποδεικτικό υλικό απόλυτη σύμπραξη και σύμπνοια μεταξύ τους και δη τόσο κατά τον βιασμό όσο και κατά τη θανάτωση του θύματος. Ειδικότερα, η διάρκεια του επίμαχου περιστατικού ήταν τέτοια που κάλλιστα θα μπορούσε όποιος εκ των δύο το επιθυμούσε (αν φυσικά το επιθυμούσε) να αντιδράσει στις ενέργειες του άλλου, να παράσχει βοήθεια στην παθούσα ή έστω να αποχωρήσει από τον τόπο του συμβάντος, αποδοκιμάζοντας έτσι εμπράκτως τη συμπεριφορά του άλλου.