H Ελλάδα έχει στη διάθεσή της 72 δισ. ευρώ, μια ισχυρή «δύναμη πυρός» την οποία θα αξιοποιήσει για την αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας, επί τη βάσει του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου, δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, σε άρθρο του στο διαδικτυακό αφιέρωμα του ΑΜΠΕ, «Economy Restart».
Πιο αναλυτικά, ο κ. Σταϊκούρας σημειώνει: «Ένα χρόνο πριν, στην 84η ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε θέσει ως βασικό στόχο, για τη νέα Κυβέρνηση, την εφαρμογή ενός διαφορετικού μείγματος πολιτικής, το οποίο θα έδινε την απαραίτητη ώθηση για την επανεκκίνηση που χρειαζόταν η ελληνική οικονομία. Μείγμα πολιτικής που θα βασιζόταν στη συνετή δημοσιονομική διαχείριση, με μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στην προώθηση αποκρατικοποιήσεων και στην τόνωση των επενδύσεων.
Και είναι γεγονός ότι η υλοποίηση αυτής της πολιτικής απέφερε, μέσα σε λίγους μήνες, σημαντικά αποτελέσματα. Προσέδωσε στην ελληνική οικονομία αναπτυξιακή δυναμική, ενίσχυσε την αξιοπιστία της χώρας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών και των αγορών, βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα και την επενδυτική ελκυστικότητα της Ελλάδας, έθεσε σε τροχιά αποκλιμάκωσης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αύξησε τις τραπεζικές καταθέσεις.
Δυστυχώς, η πανδημία του κορονοϊού, δεν μας επιτρέπει να συζητάμε για τη συνέχιση αυτής της θετικής μέχρι σήμερα πορείας. Αυτή η πορεία ανακόπηκε απότομα τον Μάρτιο, από την υγειονομική κρίση, αναγκάζοντας την Κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής της, προκειμένου να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας. Έξι μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, στη χώρα μας, η Κυβέρνηση συνεχίζει να καταβάλλει, με μεθοδικότητα και αποφασιστικότητα, κάθε δυνατή προσπάθεια για την αντιμετώπισή της. Και το κάνει με αποτελεσματικότητα, όπως έχει αναγνωριστεί και διεθνώς.
Στο πεδίο της οικονομίας, ελήφθησαν πολλά μέτρα, με στόχο την ενδυνάμωση του δημόσιου συστήματος υγείας, τη στήριξη της απασχόλησης, την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και την τόνωση της κοινωνικής συνοχής.
Και είμαστε εδώ, έτοιμοι να λάβουμε, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης στο υγειονομικό πεδίο, και νέα, πρόσθετα μέτρα, εφόσον χρειαστεί.
Όμως, το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε είναι αυτό της γρήγορης ανάταξης της οικονομίας μετά το πέρας αυτής της δοκιμασίας, και της στροφής της σε ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό πρότυπο. Γι’ αυτό τον λόγο, ακόμα και μέσα στη δίνη του κορονοϊού, συνεχίσαμε μεταρρυθμίσεις και επενδυτικά έργα και προχωρήσαμε διαρθρωτικές αλλαγές, όπως είναι η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση και την Κεφαλαιαγορά και η θέσπιση των μικροχρηματοδοτήσεων.
Ενώ, για πρώτη φορά, καταρτίζεται ένα ολιστικό, αναλυτικό Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο, που θα συζητηθεί και θα συνδιαμορφωθεί με τους παραγωγικούς φορείς, τα πολιτικά κόμματα και την κοινωνία. Ένα σχέδιο που θα απαντά στις ανάγκες και τις προκλήσεις τόσο του σήμερα όσο και, κυρίως, του αύριο, θέτοντας ως προτεραιότητες:
Την εφαρμογή, μετά την προσωρινή παρένθεση της υγειονομικής κρίσης, μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, με τη σταδιακή μείωση φορολογικών συντελεστών και, πρωτίστως, ασφαλιστικών εισφορών.
Τη συνέχιση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Τον ψηφιακό μετασχηματισμό του Δημόσιου Τομέα.
Την απλοποίηση του αδειοδοτικού και γραφειοκρατικού περιβάλλοντος.
Την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που αφορούν το κανονιστικό πλαίσιο για το επιχειρείν, την ταχύτερη απονομή Δικαιοσύνης, τη διαχείριση των δημοσίων επενδύσεων, την πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων, την απασχόληση, την αγροτική πολιτική κ.ά.
Την προώθηση δημόσιων επενδύσεων και τη στήριξη ιδιωτικών επενδυτικών πρωτοβουλιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, δίνοντας έμφαση:
Στην ανάπτυξη των υποδομών, κατά προτεραιότητα, στις ψηφιακές τεχνολογίες και συστήματα, στη διαχείριση αποβλήτων, στις μεταφορές ώστε να ισχυροποιηθούν τα ελληνικά λιμάνια ως πύλη εισόδου εμπορευμάτων στην Ευρώπη και να διευκολυνθούν οι εξαγωγές αγαθών από τη χώρα, και στην αναβάθμιση υποδομών για τον εισερχόμενο τουρισμό.
Στην πράσινη ανάπτυξη και στην περιβαλλοντική αναβάθμιση, με τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας, την πλήρη απεξάρτηση από τον λιγνίτη έως το 2028, τη σταδιακή μετάβαση προς το φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενίσχυση της ηλεκτροκίνησης, την ανανέωση του σημερινού στόλου αυτοκινήτων και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων.
Στην τόνωση της βιομηχανίας, μειώνοντας παράλληλα το κόστος παραγωγής, κυρίως μέσω επιταχυνόμενων φορολογικών αποσβέσεων για επενδύσεις σε εξοπλισμό και μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους.
Στην αξιοποίηση των επιτευγμάτων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και στην τόνωση των ενδογενών πηγών ανάπτυξης, όπως είναι η παιδεία, η έρευνα και η καινοτομία, αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας το, υψηλής ποιότητας, ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.
Για την υλοποίηση των παραπάνω πολιτικών, η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της τα 72 δισ. ευρώ, που εξασφάλισε η Κυβέρνηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ε.Ε. Μια ισχυρή «δύναμη πυρός», την οποία θα αξιοποιήσουμε κατά τον βέλτιστο τρόπο για την αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας, επί τη βάσει του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου μας.
Έτσι, σε έναν χρόνο από τώρα, στην επόμενη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, θεωρώντας ότι θα έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς η υγειονομική κρίση, θα είμαστε σε θέση να συζητάμε για τη δυναμική που θα έχει αποκτήσει η ελληνική οικονομία, έχοντας μπει σε τροχιά υψηλής, κοινωνικά δίκαιης, έξυπνης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Με σχέδιο, μεθοδικότητα, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και σκληρή δουλειά, θα τα καταφέρουμε!» αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών.