Θέλω να ευχαριστήσω την Ethos Events για την πρόσκληση να χαιρετίσω το σημερινό, ενδιαφέρον, εξαιρετικά επίκαιρο Συνέδριο.
Συνέδριο με αντικείμενο τις προκλήσεις και τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, με έμφαση στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Συνέδριο που πραγματοποιείται σε μια «ταραγμένη» για τον κλάδο περίοδο, με την εξαΰλωση των τραπεζικών μετοχών, και με πυκνές εξελίξεις σε αυτόν.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι γεγονός ότι η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα σε τραπεζοκεντρικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των περιορισμένων οικονομικών πόρων.
Είναι επίσης γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας βίωσαν, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης, εγχώριων δημοσιονομικών ανισορροπιών αλλά και δικών τους σφαλμάτων, μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη τους.
Μεταξύ άλλων, και στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους.
Επιδείνωση που κατέστησε αναγκαία την ανάληψη πρωτοβουλιών, από την Πολιτεία, για τη διαμόρφωση πλαισίου στήριξής τους, με στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών, μαζί με την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας, ήταν η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος το 2014, όπως επιβεβαιώνουν όλοι οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί και εποπτικοί μηχανισμοί.
Δυστυχώς, αυτή η σταθεροποιητική διαδικασία ανεκόπη, βίαια, το 2015.
Τους λόγους τους γνωρίζουμε όλοι μας.
Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί η δυναμική – που είχε διαφανεί – στην οικονομία, και οι τράπεζες να χρειαστούν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Μέσω αυτής της αχρείαστης ανακεφαλαιοποίησης, προστέθηκε κόστος στο Δημόσιο, απαξιώθηκαν προηγούμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, άλλαξε η ιδιοκτησιακή δομή των πιστωτικών ιδρυμάτων, τροποποιήθηκαν – επί το δυσμενέστερο – τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους.
Χάθηκε χρόνος, χάθηκαν πόροι, ενισχύθηκαν οι κίνδυνοι.
Έτσι σήμερα, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο, και πάλι, με μια σειρά από μεγάλες, ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις.
Προκλήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων:
- Το πιο απαιτητικό και σύνθετο – σε σχέση με το παρελθόν – εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, ιδίως σε ότι αφορά τα ελάχιστα επίπεδα και τη σύνθεση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας και το νέο λογιστικό πλαίσιο.
- Την επιστροφή – με ουσιαστικό τρόπο – καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, οι οποίες εμφανίζουν μία καθαρή εκροή ύψους 28 δισ. ευρώ την τελευταία τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
- Την αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, η οποία καθίσταται επισφαλής όσο η χώρα βρίσκεται εκτός αγορών, προκειμένου να ενισχυθεί η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων.
- Την ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων.
- Την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών.
- Τον ψηφιακό μετασχηματισμό του τραπεζικού συστήματος, με κινητήρια δύναμη την καινοτομία. Μετασχηματισμός ο οποίος, εκτός του ότι θα απαιτήσει επενδύσεις στην τεχνολογία, θα οδηγήσει και σε έναν δομικό μετασχηματισμό της εργασίας.
- Τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, με τη μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων και τη σταδιακή πιστωτική επέκταση.
- Και τέλος, κάτι που θα αναπτύξω πιο διεξοδικά, τη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου, με την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τα οποία ανέρχονται στα 89 δισ. ευρώ, ή ως ποσοστό του συνόλου των ανοιγμάτων, στο 48%.
Τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτυπωμένα στην Έκθεση Επισκόπησης του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, επιβεβαιώνουν ότι το πρόβλημα, επί της ουσίας, παραμένει οξύ και ουσιαστικά άλυτο.
- Λόγω της αναιμικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, κατώτερων των εκτιμήσεων και των προβλέψεων.
- Λόγω του στεγνώματος της πραγματικής οικονομίας.
- Λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, εξαιτίας της υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
- Λόγω του – μέχρι σήμερα – αρνητικού ρυθμού πιστωτικής επέκτασης και της απομόχλευσης που συντελείται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.
- Λόγω της σημαντικής καθυστέρησης στην υπέρβαση των εμποδίων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρά τα όποια βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και ρυθμιστικού πλαισίου.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος:
- Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει σταθερός τα τελευταία τρίμηνα, παρά τη μείωση των ανοιγμάτων η οποία οφείλεται κυρίως στις διαγραφές, καθώς τα περιθώρια ανάκτησης και επιστροφής σε καθεστώς εξυπηρέτησης μέσω ρυθμίσεων περιορίζονται.
- Ο δείκτης αθέτησης υποχρεώσεων παρουσιάζει, τα τελευταία τρίμηνα, ξεκάθαρη αυξητική τάση.
- Περίπου το 68% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες είναι στο «κόκκινο» για περίοδο μεγαλύτερη του 1 έτους.
- Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις μικρομεσαίες και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, παραμένουν υψηλοί.
- Και τέλος, δεν έχει υπάρξει, τα τελευταία τρίμηνα, ουσιαστική μείωση στα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι την ώρα που σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, που επίσης «χτυπήθηκαν» από την κρίση, έχει επέλθει σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, στην Ελλάδα πληρώνουμε το κόστος της χαμένης τελευταίας τετραετίας, με την οικονομία να «σέρνεται» σε μία κατάσταση παραλυτικής στασιμότητας.
Κόστος το οποίο σχετίζεται με την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίου, ώστε τα πιστωτικά ιδρύματα να αντλήσουν πόρους που θα τους επιτρέψουν ακόμα πιο ενεργή διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Κόστος το οποίο αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα έτη, δεδομένων των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και ιδίως του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, αναφορικά με τα ελάχιστα επίπεδα κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων από προβλέψεις, ανάλογα με το χρονικό διάστημα της καθυστέρησης.
Κυρίες και Κύριοι,
Για εμάς, για τη Νέα Δημοκρατία, η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αποτελεί προτεραιότητα και βασικό πυλώνα ενός συνεκτικού σχεδίου για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Με την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που έχει κατρακυλήσει στο χαμηλότερο ύψος της τελευταίας δεκαετίας.
Με την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, που διαρκώς αναβάλλεται.
Με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, που μένουν παρκαρισμένα και αχρησιμοποίητα.
Με την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, που εξακολουθούν να υφίστανται από το 2015.
Με την ομαλοποίηση του οικονομικού περιβάλλοντος, που θα επιτρέψει την επιστροφή καταθέσεων και τη σταδιακή αναθέρμανση της πιστωτικής επέκτασης.
Η βελτίωση της σύνθεσης, της δομής και της ποιότητας τόσο του παθητικού όσο και του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα μειώσει τους τραπεζικούς κινδύνους, θα ενισχύσει τα οργανικά έσοδα, θα αποκλιμακώσει το κόστος χρηματοδότησής τους, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα.
Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένη τη σοβαρότητα, την ένταση και την έκταση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, εισηγήσεις από αρμόδιους φορείς και πρωτοβουλίες πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να εξετασθούν, από τον κάθε stakeholder, υπό το πρίσμα του κόστους-οφέλους για την Ελληνική οικονομία, το Ελληνικό Δημόσιο, τους αποταμιευτές και τα πιστωτικά ιδρύματα.
Κυρίες και Κύριοι,
«Κλειδί» για όλα τα παραπάνω είναι η αποκατάσταση της σταθερότητας και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης.
Σταθερότητα και εμπιστοσύνη που προϋποθέτουν Κυβερνητική αξιοπιστία και σοβαρότητα.
Και αυτά, επειδή αποτελούν – σήμερα – «αγαθά σε ανεπάρκεια» και είναι ζητούμενα, θα χαρακτηρίζουν την επόμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Με αυτές τις σκέψεις εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου.