Νύχτωσε αλλά εδώ η ιστορία γράφεται ανάποδα. Αντί η πόλη να «βάλει τα καλά» της, η λάμψη αντικαθίσταται από την σκοτεινή της πλευρά. Το καλογυαλισμένο μωσαϊκό της εισόδου της Μητρόπολης περιμένει τον ζητιάνο-μικροπωλητή της φωτογραφίας που μηδενική σημασία έχει αν είναι έλληνας, ρομά ή κάποιας άλλης εθνικότητας.
Είναι άλλωστε η ώρα που το γκλαμουράτο iphone που καθόταν ολημερίς στο τραπεζάκι μιας καφετέριας έδωσε την σκυτάλη στην γιαγιά που βγήκε για σεργιάνι για να μαζέψει ότι χρήσιμο ή φαγώσιμο απέμεινε στους κάδους.
Η ώρα που οι καθωσπρέπει κύριοι και κυρίες επέστρεψαν σπίτι για να ξαναγίνουν στείροι «μαχητές» του πληκτρολογίου και ας μην ξεστόμισαν ούτε λέξη καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας.
Η ώρα που ακόμη και ο πιο αισιόδοξος, χαμογελαστός καταστηματάρχης της πόλης κατσούφιασε κλειδώνοντας το μαγαζί του, με τις πιο πικρές σκέψεις για το τι τον περιμένει την επόμενη μέρα.
Η ώρα που τα πολύχρωμα παρτέρια που πρόσφατα τοποθετήθηκαν σε σημεία της πόλης, γκριζάρουν κάτω από το κιτρινωπό, σχεδόν ασπρόμαυρο φως, των λιγοστών φώτων της πόλης.
Τι να γράψει κάποιος και τι να πει… γνωρίζοντας ότι μια ταμπέλα θα τον περιμένει σε κάθε του πρόταση… σε κάθε του λέξη. Φασίστας, εθνικιστής, θρησκόληπτος, πατριδοκάπηλος, ρατσιστής, ομοφοβικός και ένα σωρό χαρακτηρισμοί που μόνο ο ίδιος ξέρει πόσο πολύ πολέμησε για να μην γίνει.
Και σιωπά…
Σιωπά τόσο «κραυγαλέα» που η σιωπή του ενώνεται με χιλιάδες ακόμη σιωπές μέσα από κλειδαμπαρωμένα διαμερίσματα που μόνο οι τοίχοι γνωρίζουν την πραγματική του ιστορία που δεν είναι πια εκείνο το όμορφο παραμύθι με το ευτυχισμένο τέλος.
Και εδώ θα έρθει και εκείνο το γνωμικό που μόλις είδε στον «τοίχο» ενός φίλου… Αν δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος… τότε τίποτα δεν τελείωσε ακόμη. Και αυτό θα τον κάνει να νιώσει περίεργα αισιόδοξος… Θα του κρατήσει την ελπίδα ζωντανή. Την πραγματική ελπίδα και όχι εκείνη την ψευδεπίγραφη… την πολιτικάντικη.
Και αυτή τη νύχτα η πόλη θα πετάξει τις «σκόνες» κάτω από το «ξεφτισμένο» χαλάκι. Μόνο που το χαλάκι ξέφτισε πια, και οι σκόνες δύσκολα κρύβονται. Είναι πια τόσες πολλές, που όλες μαζί είνα ορατές απ’τον καθένα. Ακόμη και η μέρα με το φως της δεν φτάνει για να τις κρύψει ή να τις θαμπώσει από την λάμψη της.
Αλίμονο στη στιγμή που η μέρα θα φωτίσει τις καλά κρυμμένες «βρωμιές» της νύχτας. Τότε που κανένα πληκτρολόγιο δεν θα μπορεί να χωρέσει την κακία, το μίσος, τον θυμό και την οργή τόσων ανθρώπων που σιωπούν…. Αλίμονο…
Ξέρω… μαχητής του πληκτρολογίου και εγώ. Άντε και της εικόνας την ίδια ώρα.
Τίποτα παραπάνω… Άλλωστε δεν μπορώ πλεον να σώσω τον κόσμο. Πόσο μάλλον τον κόσμο που δεν θέλει να σωθεί. Πότε ήθελε όμως ; Προφανώς… ποτέ !