Οργή της μητέρας για την πρόθεση του Πακιστανού να καταθέσει αίτημα αποφυλάκισης – Οι σύμβουλοι Επικρατείας ανέτρεψαν την απόφαση του Εφετείου ότι δεν δικαιούται αποζημίωση γιατί δεν «υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια» με τον βαρύτατο τραυματισμό της
Δικαιώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας καθώς κρίθηκε ότι το Δημόσιο πρέπει να αποζημιώσει τη Μυρτώ Παπαδομιχελάκη η οποία στις 22 Ιουλίου του 2012, στη παραλία «Χρυσή Ακτή» της Πάρου δέχθηκε άγρια επίθεση με βιασμό από τον Πακιστανό Αχμέτ Βακάς και έκτοτε παραμένει καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι με αναπηρίας 100%.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με μία άρρηκτα θεμελιωμένη απόφασή τους έκριναν ότι η Μυρτώ δικαιούται αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο, το ύψος της οποίας όμως θα καθοριστεί από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, στο οποίο αναπέμφθηκε η υπόθεση.
Παράλληλα, το ΣτΕ κάνει εκτενή αναφορά στις υποχρεώσεις που έχει η Ελληνική Αστυνομία απέναντι στους παρανόμως εισερχομένους και διαμένοντας αλλοδαπούς.
Ειδικότερα, μετά από αίτηση της μητέρας της Μαρίας Κοτρώτσου, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Ταξιαρχία Κόμβου, αναίρεσαν την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (468/2021) η οποία είχε κρίνει ότι δεν δικαιούται η άτυχη Μυρτώ αποζημίωση από το Δημόσιο λόγω των πράξεων και παραλείψεων της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίες αφορούν στην παράνομη είσοδο του Πακιστανού δράστη στη χώρα μας, που άφησε εφόρου ζωής καθηλωμένη την 23χρονη Μυρτώ σε ένα κρεβάτι.
Η κυρία Κοτρώτσου, ως δικαστικής συμπαραστάτρια της κόρης της διεκδικούσε, μέσω του συνηγόρου της και πανεπιστημιακού καθηγητή Σπύρου Βλαχόπουλου, να καταβληθεί στην κόρη της το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τη ζημία που υπέστη από τον βαρύτατο τραυματισμό της. Επίσης, διεκδίκησε την καταβολή ποσού 2.978 ευρώ κάθε μήνα στην κόρη της, αρχής γενομένης από τον Ιούνιου του 2017 και για όσο διαρκεί ο βίος της.
Το ποσό αυτό, σύμφωνα με την αγωγή, θα πρέπει να επιδικασθεί στη Μυρτώ για τα έξοδα διαβίωσης, καθημερινής φροντίδας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψής της. Επιπρόσθετα, η μητέρα και η αδελφή της Μυρτούς, ζήτησαν να επιδικασθεί στην κάθε μια, το ποσό 50.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την τραγική περιπέτεια της 23χρονης.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, όπως και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι δεν «υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια» με το βαρύτατο τραυματισμό της.
Η οικογένεια της Μυρτούς υποστήριζε ότι η ΕΛ.ΑΣ. όφειλε να είχε λάβει όλα τα μέτρα που θα απέτρεπαν τη παράνομο είσοδο του Βακας στην Ελλάδα. Παράλληλα, από το στιγμή που ο δράστης εισήλθε παράνομα στη χώρα, οι αστυνομικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να τον συλλάβουν, να τον παραπέμψουν στη Δικαιοσύνη ή να τον επαναπροωθήσουν στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής του.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της οικογένειας, καμία από αυτές τις ενέργειες δεν υλοποιήθηκε με αποτέλεσμα ο δράστης να «κυκλοφορεί παρανόµως στη χώρα, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος των στοιχείων του, χωρίς να έχει καταγραφεί η είσοδός του και χωρίς να γίνουν οι απαιτούµενες ενέργειες για την επαναπροώθηση ή την απέλασή του». Σύμφωνα με την αγωγή μεταξύ των παράνοµων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δηµοσίου και της ζημίας που υπέστη η Μυρτώ και τα μέλη της οικογένειας της «υφίσταται αιτιώδης συνάφεια».
Τι λέει η απόφαση του ΣτΕ
Τώρα, το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 1500/2022 απόφασή του έκρινε ότι υπάρχει «αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου» και «δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού».
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε ότι «η είσοδος στη χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους – η οποία μπορεί να είναι και μακρά – δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι «οι ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (Δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη χώρα αλλοδαπών».
Επίσης, συνεχίζει το ΣτΕ, «αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού».
Μάλιστα, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι: «Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του.
Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρ. 76 παρ. 1 περ. β΄ ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση άρ. 21 παρ. 1 εδ. τρίτο ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό».
Επίσης, σημειώνει το ΣτΕ:
«Μη νόμιμη η κρίση διοικ. εφετείου για τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του βαρύτατου τραυματισμού της εκπροσωπούμενης από την οριστική δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρας της) αναιρεσείουσας, ηλικίας τότε 15 ετών, συνεπεία εγκλημάτων (βιασμός, απόπειρα ανθρωποκτονίας) που διαπράχθηκαν εις βάρος της από υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε λάθρα στη χώρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως σε ελληνικό νησί και χωρίς να έχει εντοπισθεί, παρότι τούτο ήταν εφικτό, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011 οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη χώρα».
Το χρονικό του βιασμού
Την 22η Ιουλίου 2012 η 15χρονη τότε Μυρτώ ήταν στην Πάρο με την οικογένειά της για διακοπές και την ημέρα εκείνη όλοι μαζί είχαν επισκεφθεί την παραλία «Χρυσή Ακτή». Η ανήλικη κατευθύνθηκε στα βράχια, ελάχιστα μέτρα από εκεί που βρισκόταν η μητέρα της. Στα αυτιά της φορούσε ακουστικά και άκουγε μουσική από το κινητό της τηλέφωνο. Έτσι δεν αντιλήφθηκε την παρουσία κάποιου άλλου ατόμου κοντά της. Επρόκειτο για τον Πακιστανό Αχμέτ Βακά, ο οποίος την πλησίασε και αφού της άρπαξε το κινητό της, την βίασε. Μετά προσπάθησε να την σκοτώσει χτυπώντας το κεφάλι της στα βράχια. Στη συνέχεια, πήρε την ίδια πέτρα και άρχισε να χτυπά την κοπέλα πιο δυνατά.
Αργότερα η Μυρτώ βρέθηκε λίγο ημίγυμνη και σε κωματώδη κατάσταση. Η ζωή της, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, είχε καταστραφεί. Λόγω των βαρύτατων κακώσεων που υπέστη στον εγκέφαλο και τους πνεύμονες, η κοπέλα μέχρι σήμερα παραμένει σε αφασία, χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει με το περιβάλλον της ενώ έχει υποστεί πλήρη κινητική παράλυση στα κάτω άκρα.
Ο Πακιστανός συνελήφθη λίγες ημέρες μετά το έγκλημά του, στη Νέα Χαλκηδόνα και ενώ είχε εγκαταλείψει την Πάρο, προφασιζόμενος ασθένεια δικού του ανθρώπου. Είχε μάλιστα προσπαθήσει να ενταχθεί σε πρόγραμμα επαναπατρισμού.
Καταδίκη αλλοδαπού
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο το έτος 2017 επέβαλλε στον Βακας ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 25 ετών. Ο ίδιος στην απολογία του είχε ομολογήσει τα αποτρόπαια εγκλήματά του, λέγοντας τα εξής: «Περπατώντας πάνω στον δρόμο, είδα να κάθεται στον βράχο μια κοπέλα περίπου 17 χρονών. Με το δεξί μου χέρι τη γύρισα ανάσκελα, πήρα με τα δυο μου χέρια την πέτρα και της την έριξα πάνω από το αριστερό της μάτι… Όπως υπολόγισα η πέτρα πρέπει να ήταν περίπου 5 κιλά. Είδα να τρέχει αίμα, αλλά η κοπέλα ήταν ακόμη ζωντανή. Την πλησίασα για να της πάρω το κινητό. Αντιστάθηκε… Δεν ξέρω τι με έπιασε… Άρχισα να τη χτυπώ στα βράχια με δύναμη. Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται, ασέλγησα πάνω της…».
protothema.gr